Tuesday, April 28, 2009

Μανιβέλα


Πιάσ' τη μανιβέλα
κι έλα
έχει λαβή που ξέρει πού να μπει
κι άμα ολισθήσει
και διεισδύσει
μη φοβηθείς
κοίτα ν’ ανταποκριθείς
κι αν χρειαστείς ανεφοδιασμό
τρέχα στο φοριαμό
έχω αφήσει ενισχύσεις
για μεγαλειώδεις εφορμήσεις
τελετουργικές επενδύσεις
και μεγαλόπρεπες στύσεις

Tuesday, April 14, 2009

Καληνύχτα Τόμας

-Πες, Τόμας. Μοιράσου την εμπειρία σου, Τόμας. Όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί. Δικαιούνται να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Και’ συ το ίδιο. Μην έχεις ενοχές. Θα σε ακούσουμε. Είμαστε εδώ για να σε ακούσουμε!
-Εγώ.. Τι να πω; Δεν είναι κάτι να πω… δεν ξέρω.. προέκυψε απλά.. δεν ήμουν σίγουρος τι έκανα.. Θα μπορούσε μάλλον να ήταν αλλιώς…αλλά…αλλά δεν ήταν.
-Πες μας Τόμας. Μοιράσου.
- Ήταν.. ήμουν.. Θα μπορούσα να ήμουν κάποιος άλλος.
-Περίεργη παραδοχή Τόμας! Και δεν πιστεύεις, Τόμας, πως αν ήσουν κάποιος άλλος, δεν θα ήσουν εσύ Τόμας; Όλοι οι άνθρωποι το πιστεύουν αυτό.
-Εγώ… Το πιστεύω.. Όμως, αν.. αν ήμουν κάποιος άλλος, θα ήμουν πιο ελεύθερος. Το’ χω σκεφτεί εκατοντάδες φορές! Είναι συνεχώς αυτές… αυτές…είναι αυτές όλες! Όλες τους! Δεν είναι μία, ούτε δύο. Είναι συνεχείς!
-Ποιες είναι ‘αυτές’, Τόμας; Τις ξέρεις! Τις γνώρισες! Πες μας! Μίλα μας γι αυτές.
- Εγώ και αυτές… είμαστε το ίδιο! Μάλλον, αυτές με καθορίζουν περισσότερο από αυτό που θα θεωρούσα πως είναι το απόλυτο, βαθύτερό μου είναι. Επιλέγω σημαίνει διαλέγω. Κάνω αυτό που θεωρώ. Μάλιστα, αυτό που, κατά περίπτωση, πιστεύω ως καλύτερο και ποιο…ποιο.. λογικό! Οι επιλογές μου ήταν καθοριστικές! Ε…ε.. ήταν. Είναι δηλαδή.
-Φοβάσαι να το παραδεχτείς, Τόμας;! Δεν είναι δειλό αυτό εκ μέρους σου; Δεν υποστηρίζεις αυτά που έπραξες, Τόμας;
Τόμας, έχεις όνομα. Είναι το μόνο όνομα που θα αποκτήσεις ποτέ στη ζωή σου. Πρέπει να είναι δικό σου. Πρέπει να το κάνεις κάθε μέρα δικό σου, Τόμας. Οι επιλογές- και πόσο μάλλον οι πράξεις σου- είσαι εσύ.
-Να.. ήταν… ένας δρόμος! Μεγάλος δρόμος! Ήταν με πολλά αυτοκίνητα και το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Το φανάρι ήταν κόκκινο. Περιμέναμε να ανοίξει και να φύγουμε με μεγάλη ταχύτητα για να μη μας προσπεράσει ο διπλανός. Ήμασταν έτοιμοι να κορνάρουμε, αν κάποιος καθυστερούσε! Το έβλεπα στα χέρια τον οδηγών και στη εκνευρισμένη φάτσα τους. Ή νόμιζα ότι το έβλεπα, όμως ήμουν σχεδόν σίγουρος. Η αριστερή λωρίδα ήταν πολύ γεμάτη. Τα αυτοκίνητα συνέχιζαν σωρός πίσω, πίσω, πίσω… Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να μετρήσουμε όλη αυτή τη μεγάλη ουρά που είχε δημιουργηθεί. Κανείς μας! Ξέρω, βέβαια, γιατί ήταν έτσι. Όλοι θα έστριβαν από κει που θα έστριβα και’ γω, για να πάμε στις δουλειές μας. Ήταν ο δρόμος προς τα εμπορικά καταστήματα. Πηγαίναμε στις δουλειές μας!
Η αριστερή λωρίδα πάλι, ήταν άδεια! Δεν ήταν πολλών οι δουλειές από την εθνική οδό. Το ξέρω. Δεν θα έπρεπε να πάω από’ κει. Δεν είχα κάτι να κάνω από’ κει. Όμως…όμως…η καταραμένη η συμμετρία! Ήξερα ότι υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έπαιρνα ποτέ τη δεξιά πλευρά. Δεν μου χρειαζόταν! Όμως..όμως τα αυτοκίνητα ήταν σαφώς λιγότερα από εκείνη την πλευρά. Δεν υπήρχε συμμετρία! Δεν ήταν δυνατόν η ουρά απ’ τη μια να ήταν τεράστια και από την άλλη να μην υπάρχει ψυχή! Όσο για το νόμο των πιθανοτήτων, θα μπορούσα να εξηγήσω το γεγονός καλύτερα, αν ήξερα τι γίνεται με την κίνηση παρακάτω!
Όμως..όμως…να.. έτσι… ενστικτωδώς να το πω…πήρα την δεξιά λωρίδα!
-Και τι σημαίνει αυτό, Τόμας; Δεν ήταν μία δική σου επιλογή Τόμας; Ήταν καθαρά δική σου! Συνέχισε Τόμας. Μοιράσου, Τόμας. Είμαστε εδώ για να σε ακούσουμε, Τόμας.
- Ήταν… ήμουν.. Θυμάμαι πως ήμουν στο παλιό μου διαμέρισμα. Και στην απέναντι πολυκατοικία το φως ήταν πάντα ανοιχτό. Έβλεπα το παράθυρο πάντα με το φως ανοιχτό. Η κυρία του διαμερίσματος τις νύχτες διάβαζε, έπλενε, τραγουδούσε ή μιλούσε.. δε θυμάμαι… ίσως να έπρεπε να θυμάμαι, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ. Ήταν πάντα με τα φώτα ανοιχτά. Ένα βράδυ… το είχα σκεφτεί καιρό… Το σκεφτόμουν καιρό. Ήταν.. Είναι δική μου επιλογή. Ένα βράδυ θα καθόμουν μέχρι αργά. Να τη δω. Ήθελα να δω τι κάνει. Ήταν όλο το βράδυ ξύπνια και κοιμόταν το πρωί; Ήθελα να την δω. Με τρόμαζε ένας άνθρωπος που ζούσε τη νύχτα. Τη νύχτα ξεκουραζόμαστε. Έχω μάθει ότι τη νύχτα κοιμόμαστε. Το πρωί πάμε δουλειά.
Έτσι, έμεινα όλη νύχτα ξύπνιος. Ήθελα να μείνω όλη τη νύχτα ξύπνιος. Ήμουν περίεργος. Την είδα να προχωράει σε όλο το δωμάτιο. Πήγαινε συνέχεια αριστερά δεξιά και κούναγε τα χέρια της σα να έπλεκε κάτι. Δεν κρεμόταν όμως τίποτα από το χέρι της. Δεν έβλεπα τίποτα. Δεν μπορούσα να δω κάτι. Ήταν σα να φοβόταν κάτι. Το καταλάβαινα στις κινήσεις της. Με τρόμαζε που φοβόταν κάτι. Είναι τρομακτικό να συνειδητοποιείς ότι ένας άνθρωπος που βρίσκεται ακριβώς απέναντι σου, φοβάται κάτι μέσα στη νύχτα. Για να έχει ανοιχτό το φως, κάτι υπάρχει!
Κάποια στιγμή οι κινήσεις σταμάτησαν. Τα βήματα σταμάτησαν. Είχε ξαπλώσει στον καναπέ. Κοιμήθηκε με τα φώτα ανοιχτά! Δηλαδή, πιστεύω πως κοιμήθηκε, διότι δεν κουνήθηκε για αρκετή ώρα.
Το επόμενο πρωί, νυσταγμένος, την είδα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Φορούσε μαύρα γυαλιά και όλο το σώμα της ήταν καλυμμένο με ρούχα. Ακόμα και τα δάχτυλα των χεριών της… Φορούσε γάντια! Είχε τρομερή ζέστη εκείνη την ημέρα… Πώς ήταν δυνατόν να φοράει γάντια; Από μακριά, κοίταξα το διαμέρισμά της. Όλες οι κουρτίνες ήταν κλειστές! Ήταν μεγάλες χοντρές κουρτίνες που δεν άφηναν να περάσει ο ήλιος στο διαμέρισμά της.
Είχα ακούσει από τη γειτονιά να την φωνάζουν βαμπίρ. Με ανατρίχιασε η ιδέα! Όχι δεν πίστευα σε τέτοια πράγματα. Είμαι λογικός άνθρωπος! Δεν υπήρχαν τέτοια πλάσματα. Και εξάλλου, μες τη νύχτα, τι να φοβάται ένα βαμπίρ; Ήταν μια γριά γυναίκα! Τα βαμπίρ δε γερνάνε! Όμως.. τι θα μπορούσε να ήταν; Και αν φορούσε όλα αυτά τα ρούχα επειδή θα την έκαιγε ο ήλιος; Ή αν το δέρμα της ήταν απλά τόσο κρύο που δεν ήθελε να την αγγίζει κανείς για να μην το καταλάβει;
Το ίδιο βράδυ έψαξα στο ίντερνετ. Η περιγραφή της ταίριαζε σε μία σπάνια ασθένεια αλλεργίας στον ήλιο. Δεν μπορούσε να είναι στον ήλιο ή να αντικρίσει τον ήλιο ποτέ. Ήταν σα να την έβλαπτε το ότι αναπνέει.
Τη παρακολουθούσα για πολύ καιρό. Το φως έμενε πάντα ανοιχτό.
Ένα βράδυ, την ώρα που κοιμόταν. Μπήκαν μες στο σπίτι της κάποιοι από τη γειτονιά που τη φώναζαν βαμπίρ. Ήταν μερικά παιδιά. Δεν θυμάμαι πόσα ή πόσο χρονών ήταν. Ίσως θα έπρεπε να θυμάμαι.. αλλά δεν μπορώ..
Κατέβασαν όλες τις κουρτίνες με θόρυβο. Την ξύπνησαν. Τη έπιασαν και την έδεσαν μπροστά στο παράθυρο. Μου φάνηκε βίαιο. Όμως… όμως στ’ αλήθεια δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Ήταν πολλοί μαζί. Ήταν κάποιοι φανατικοί από τους Διαμαρτυρόμενους της τοπικής εκκλησίας. Θα την άφηναν το πρωί στον ήλιο.
Η αλήθεια είναι ότι….όσο παράλογο και να ήταν…ε..ήθελα.. Θέλω να ξέρω.. Ήθελα να ξέρω.. Με τρόμαζε. Όσο και να είναι παράλογο… ήθελα να δω αν ο ήλιος θα την σκότωνε.
Είχε έρθει η αστυνομία το επόμενο πρωί. Εγώ… γύρισα από τη δουλειά. Είχε… είχε όντως πεθάνει.. Απλά δεν θα μαθαίναμε ποτέ για ποιο λόγω τελικά πέθανε.
-Τι ήταν αυτό που πραγματικά ήθελες, Τόμας; Μίλησε μας, Τόμας. Όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί και ελεύθεροι. Τι πραγματικά ήταν αυτό που ήθελες, Τόμας;
-Εγώ…θα ήθελα να βοηθήσω… Θέλω να βοηθήσω..
-Και τι έκανες, Τόμας; Πες μας, Τόμας. Ποια ήταν η πραγματική σου πράξη, Τόμας;
-Θα ήθελα να ξέρω για ποιον λόγο στ’ αλήθεια πέθανε.

Wednesday, April 8, 2009

Η μπαλαντέζα



Σήμερα θέλω μπαλαντέζα
βλέπεις τελείωσε η πρέζα
ηλεκτροφόρο μακρύ καλώδιο
πριν ανοίξει το τριώδιο
άσε με να σου ντυθώ
και μετά να γυμνωθώ
κοίτα να την εφαρμόσεις καλά
για να την ακούσουμε ξαπλωτά
κι αν με χτυπήσει ρεύμα
ρίξε νεύμα
και μετά οινόπνευμα

Friday, April 3, 2009

Λίμνη, Λάβα, Λίβας, Λάσπη


Κάτι γύρω μου με κυκλώνει. Δε με τετραγωνίζει, με κυκλώνει. Άλλωστε, δεν έχω λογική. Το νιώθω να με αγκαλιάζει πιο σφιχτά από οποιαδήποτε άλλη αγκαλιά έχει προηγηθεί στο παρελθόν. Τούτη είναι διαφορετική. Αποπνικτική, διόλου ανακουφιστική, ζοφερή. Τόσο σκοτεινή. Πως με τρομάζει, θεωρώ. Μα δεν το λέω. Προσποιούμαι τον ατάραχο, γρανιτένιο σε χρώμα, βράχο. Μα δεν είμαι τόσο ψηλά ώστε να μην με αγγίζει ούτε το παραπαίδι των κυμάτων. Δε μπορώ να κουνηθώ. Βράχος να είμαι, επέλεξα. Και τα βράχια παραμένουν ακούνητα. Μια ζωή.
Πόσες ζωές να έχω ζήσει άραγε, δίχως να το θυμάμαι. Ήμουνα σε όλες βράχος ή υπήρξα κόκκος άμμου σε πυθμένα ανέβαθης θάλασσας; Ίσως ήμουνα και κοχύλι. Μακάρι να ήμουνα από εκείνα που τραγουδάνε. Παράφωνο κοχύλι, αν υπήρξε ποτέ, εγώ θα ήμουνα αυτό. Παραφωνία στην άβυσσο του ωκεανού. Δε με ακουμπάγανε τα πτερύγια των ψαριών ή τα φύκια για μαλλιά των γοργόνων. Ποιος θέλει για συντροφιά ένα παράφωνο κοχύλι;
Θάλασσα δε θα μπορούσα να είμαι ποτέ μου. Είναι απέραντη. Πότε ταραγμένη, πότε γαλήνια. Σκοτεινή και υπογάλαζη. Κρύβει τόσα μέσα της που δε θα φανούν ποτέ στην επιφάνεια. Ποσειδώνας και ξένιος Δίας ταυτοχρόνως μα και ζωή για Σκύλες και Χάρυβδες. Ίσως, να μπορούσα να είμαι και θάλασσα. Βαθιά. Μα η θάλασσα είναι ζωντανή και μάνα. Κυλάει αργά κα γρήγορα ανάλογα με τα κέφι της προηγούμενης νύχτας. Μα να πονάει όταν την σκίζουν τα καράβια, άραγε; Μπορεί για αυτό να λυσσομανάει μερικές φορές. Μα ύστερα ησυχάζει. Και τα ξεχνάει όλα. Ποιος θα μπορούσε να στέκει δίπλα σε μια αναποφάσιστη θάλασσα;
Κάτι με καίει μέσα μου. Είναι φωτιά. Από εκείνες που δεν σβήνουν ποτέ. Τυλίγομαι στις φλόγες και δεν υπάρχει νερό για να λυτρωθώ. Μα το νερό δεν την αγγίζει. Τη φοβάται, αλήθεια. Απομακρύνεται χωρίς να μιλήσει, να τραγουδήσει, να ψιθυρίσει. Απλά, αποχωρεί. Απουσιάζει. Μοιάζει επικίνδυνη. Μα είναι αυτό που την κάνει τόσο προσιτή. Δεν είναι. Θα ‘θελε. Μα δεν είναι. Όταν είσαι φωτιά, εύχεσαι να ήσουν πουλί. Φοίνικας. Κι ας γεννιέσαι πάλι, άσχημος, πάνω σε στάχτες. Μα δε πεθαίνεις ποτέ. Είναι μαρτύριο και αυτό. Πιο ατέρμονο απ’ τα άλλα. Ποιος πλησιάζει τον περικυκλωμένο από ενδοφλόγες;
Από εδώ και από εκεί. Πλανιέμαι. Σαν τις σκέψεις μου. Δε μένω σε ένα μέρος. Πάντα μου άρεσε να ταξιδεύω, αλλά δεν κατάφερνα να πάω πολύ μακριά. Στένευαν τα περιθώρια με κλειστά σύνορα. Μα είμαι αέρας και δε με σταματάει τίποτα. Δεν μπορεί να με πιάσει κανείς, αν αποφασίσω να φύγω. Δεν τους αφήνω χνάρια για να με ακολουθήσουν, οι πολεμοχαρείς κυνηγοί μου, μόνο του περιπαίζω τραγουδώντας σαν τον πατέρα όλων σαν εμάς, τον Αίολο. Τρελαίνονται στον ήχο του σφυρίγματος μου. Σαλεύουν με απόχες για να με κλειδώσουν σε χωρίς οξυγόνο κελί. Μα είμαι εγώ γεμάτη τρύπες, δύσκολη να ακουμπήσεις, και χάνω ήδη την πνοή. Αλλά είμαι αέρας. Φυσάω στον εαυτό μου και ξαναγεννιέμαι πάλι. Μέχρι να πέσω. Είναι κουραστικό – τόσο- να σηκώνεσαι κάθε φορά μόνος σου. Αλλά ποιος να πιάσει το άυλο χέρι μου, όταν ξέρεις πως θα του γλιστρήσω;
Χτίζω κάστρο. Φρούριο ψηλό. Απομακρυσμένο. Αγεφύρωτο. Του βάζω τάφρο απ’ έξω με κροκόδειλους. Για να μη το πλησιάσει κανείς. Όποιος επιχειρεί, προδίδεται από τις βλέψεις του. Έχω ακοντιστές και τοξότες στις γωνίες και στο κέντρο. Και σαν αποφασίσω πως θέλω να με πλησιάσουν, δεν έρχονται. Κανείς τους. Δεν πατάς την διεκδικημένη γη. Είναι ανώφελοι οι πόλεμοι στις εποχές μας. Κι αν ζω σε άλλη εποχή – μπροστά ή πίσω , από αυτή- πώς να τους δώσω να το καταλάβουν; Είμαι γη, γόνιμη και άγονη που ζει στα πόδια της τα φονικά. Κυλάνε κόκκινα ποτάμια δακρύων. Ποιανού είναι τα δάκρυα, δεν ξέρω. Ίσως να ξέρω και να μη θέλω να παραδεχτώ. Μη το ρωτάς αυτό. Δε θέλω να απαντήσω. Είμαι κάστρο, όχι χωράφι. Ποιος να πατήσει μια γη γεμάτη παράπλευρους κινδύνους εξωτερικά και εσωτερικά;
Από αυτά αποτελούμαι τελικά; Κι αν διασπαστώ, θα ξανά ενωθώ και πάλι χωρίς να χάσω την αρχική μου υπόσταση; Θα είναι τα δάκρυα μου πότε υγρά, πότε πύρινα, μα και αέρινα και χωματένια. Συνήθισα τον παλιό μου εαυτό, μα μοιάζω να τον χάνω. Και με τρομάζω μόνο εγώ, κυκλώνοντάς με με φωτιά, σβήνοντας με με νερό, φυσώντας μου άερα, πετάγοντας μου λάσπη δροσερή. Μα συνεχίζω να ανασαίνω. Κάτι λείπει. Το πέμπτο στοιχείο που τα ενώνει, απουσιάζει συνεχώς. Μένει στην ίδια τάξη κάθε χρονιά από τις απουσίες. Κυλάει στις φλέβες τις δικές μου ή πρέπει να σκοτώσω για να ρουφήξω ξένο αίμα και να το βρω; Μα είμαι νερό, φωτιά, αέρας, γη. Όχι φονιάς. Όχι φονιάς.

Δεν είμαι πια παιδί...


Πάντα μου άρεσε το καλαίσθητο. Σήμερα, μου φαίνονται όλα κακόγουστα. Το δωμάτιο μου. Έχει γωνιές παιδικότητας, εκείνα τα κομμάτια του που έχει επιμεληθεί η μάνα. Δεν είμαι πια παιδί. Ας της το πει κάποιος. Και εκείνες οι στάλες δικιάς μου επιδίωξης να αλλάξει ο χώρος μοιάζουν τόσο αταίριαστες. Μοιάζουν εμένα. Μα δεν είμαι πια παιδί. Οι άλλοι. Γιατί με κυκλώνουν και με σφίγγουν. Δεν αντιλαμβάνονται πόσο δυσκολεύουν την αναπνοή μου; Είμαι σαν την Χιονάτη στο γυάλινο της φέρετρο. Περιμένω να ‘ρθει για να καταπιώ. Μα δεν είμαι πια παιδί. Εγώ. Αποφεύγω του καθρέπτες μετά μανίας. Τρομάζω στην ιδέα, ότι το είδωλο μου, θα μου απαντήσεις στις αέναες ερωτήσεις που του θέτω. Ίσως και να θέλω να μου απαντήσεις. Μα δεν είμαι πια παιδί.
Μεγάλωσα απότομα. Σε μια εποχή. Νομίζω ήταν χειμώνας. Ίσως, είναι μεγάλο διάστημα. Αλλά στα παιδικά μου μάτια φαντάζει σαν την Θαμπελίνα. Διαβάζω παραμύθια για να βρω τη χαμένη μου αθωότητα. Τα γράφω για να ζήσω μέσα από αυτά. Μα δεν είμαι πια παιδί. Το ξέρω, κατά βάθος. Πως δεν είμαι.
Όταν μεγάλωσα, το σώμα μου δεν άλλαξε. Δεν μάκρυναν τα άκρα μου, δε μέστωσε το βλέμμα μου, δεν σβήστηκαν οι αναμνήσεις της παιδικής χαράς. Όμως, κάτι δάκρυσε. Και έσπασε. Τι είναι αυτό που δακρύζει και σπάει ταυτόχρονα; Πόσο θα θελα να μην είχα. Να ήμουν σαν το ψωμί που ξεριζώνει ο πιτσιρίκος και αφήνει την κόρα του μονάχα, αν δεν έχει σουσάμι. Κόρα θα θελα να ήμουν. Μα δεν είμαι. Ούτε κόρα, ούτε παιδί, δεν είμαι.
Τα δάκρυα με τα κομμάτια εξαφανίστηκαν. Σαν τον καθρέπτη της Βασίλισσας του Χιονιού. Εκείνη, βρήκε τον Κάι, πρόθυμο και μη, να κολλήσει και πάλι τον καθρέπτη. Και εγώ, να ψάξω τεμπελιάζω. Γιατί δεν είμαι πια παιδί, να πιστεύω σε παραμύθια, δράκοντες και ιππότες. Αν σπάσει ο καθρέπτης, φέρνει επτά ολόκληρα χρόνια γρουσουζιάς. Μα δεν έσπασε ο καθρέπτης μου, εμένα – ευτυχώς. Ό, τι έσπασε, δάκρυσε παράλληλα. Ήταν ο γόος υπόκωφος, τυφλός ζητιάνος, τα τύμπανα μου, τα τρυπούσε. Δεν είμαι πια παιδί για να ακούω απόκοσμες φωνές και θρήνους. Όχι, δεν είμαι.
Είναι φορές που, πόσο άρρωστη είμαι, αναρωτιέμαι. Απαίτησα ετούτη τη φορά να μην καλέσουμε κατ’ οίκον τον παιδίατρο. Θα τον επισκεφτώ εγώ. Αφού δεν είμαι πια παιδί…
Μερικές φορές, ξεχνάω και να γράφω. Το χέρι μου παγώνει και δε μπορεί να σχηματίσει το κουλουράκι και την μαγκουρίτσα, ή τα δύο μισοφέγγαρα. Δε ξέρω, γιατί αυτό συμβαίνει. Μήπως είμαι τελικά ένα παιδί;
Πώς είναι τα παιδιά, δεν ενθυμούμαι. Πως χαίρονται, ξεχνώ, πως κλαίνε, λησμονώ.
Μα ξέρω ‘γω, πως δεν ανήκω σε αυτά. Απουσιάζει η ανεμελιά. Την επιπλήττει ο στοχασμός, ανύπαρκτος κι αυτός. Και εγώ που ανέμελη στοχάζομαι, παιδί, είμαι ή δεν;
Γιατί να μην είσαι αυτό που θες;
Δυνατή πιο. Θα ‘θελα. Αισιόδοξη πιο. Θα ‘θελα. Συγκρατημένη πιο. Θα ‘ θελα. Παιδί – πιο. Θα ‘ θελα;
Μα η αλήθεια είναι, πως παιδί δεν είμαι πια. Πως φέρομαι, σαν παιδί. Ναι, ξέρω. Πως ζω, δεν ξέρω. Παιδικές δεν μοιάζουν οι ανάγκες μου. Τον Κάι, ψάχνω για να βρω, τα κομμάτια να ενώσει. Μα ‘χουν χαθεί από καιρό. Έχω ξεχάσει και το σχήμα τους. Άραγε, είναι μικρά; Είναι μεγάλα; Λοξά; Δε θυμάμαι. Μα θα τα βρω. Κι ας μην είμαι πια παιδί.

Wednesday, April 1, 2009

Τσουγκρανοφαγούρα

Την πρώτη φορά τους πήγα τσιζ κέικ. Στη διαδρομή έλιωσε όλο μέσα στο αυτοκίνητο –το αυτοκίνητο δεν καθάρισε, κι εγώ δεν είχα μούτρα να εμφανιστώ. Η κρέμα, δεν έδεσε η κρέμα. Βεβαιώς, για να εμφανιστώ με το διαλυμένο τσιζ κέικ, ούτε λόγος. Γύρισα σπίτι να καθαρίσω το αμάξι, που είχε γίνει χάλια.
Κάτι πιο σταθερό, λέω. Πήρα λοιπόν δύο κοχύλια από τη συλλογή του πατέρα μου. Κανείς ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά τη συλλογή του πατέρα μου. Όλοι νόμιζαν ότι το έκανε επειδή ήταν ανίκανος να πιάσει ψάρια, χταπόδια, ή τέλος πάντων κάτι που να τρώγεται. Αμ δε! Μου λες πού το κατάλαβε; Έξαλλος έγινε. «Πού, ποιος, γιατί, θα τρελαθώ, πού πήγαν τα κοχύλια;», σταματημό δεν είχε. Και βρέθηκα ξαφνικά να έχω ετοιμαστεί να πάω επίσκεψη και να έχω μείνει με άδεια χέρια. Αυτό όμως δεν γίνεται. Εγώ με άδεια χέρια δεν πάω. Τα μάσησα από δω, δικαιολογήθηκα από κει (κούραση, ορθοστασία, βροχή, γρίππη –ξεχνώντας τον βασικό κανόνα της δικαιολογίας, που είναι ότι όταν λες πολλές δικαιολογίες όλοι καταλαβαίνουν ότι λες ψέματα) και, με λίγα λόγια, κάθισα πάλι σπίτι.
Αποφάσισα τότε στην επόμενη ευκαιρία να βάλω μπρος το σχέδιο με τα λουλούδια, που είναι κλασικό δώρο. Με το που έγινε η πρόσκληση, αρπάζω μια ανθοδέσμη μεγάλη σαν βιολοντσέλο με τη θήκη, και βουρ.
Στην αρχή φταρνίστηκα. Μετά ένιωσα φαγούρα. Λέω δεν μπορεί, θα είναι ιδέα μου. Μετά άρχισαν να εμφανίζονται μεγάλες καντήλες σε όλο μου το κορμί, με φαγούρα φοβερή, μέχρι αποκολλήσεως της σαρκός μου, η λεγόμενη τσουγκρανοφαγούρα, αυτή που περνάει μόνο με τσουγκράνα. Και ξαφνικά άρχισα να φωνάζω μες στο δρόμο: αλλεργία! Αλλεργία! Διάολε, αλλεργία! Βεβαίως, ούτε λόγος για επίσκεψη. Θα με παρεξηγήσουν; Να με παρεξηγήσουν! Τι να κάνω; Να πεθάνω; Θα πρέπει να είναι τρελός κανείς για να πάει επίσκεψη σε αυτή την κατάσταση. Πέταξα τα σκατολούλουδα στα σκουπίδια και πήγα σπίτι μου, αφού πρώτα πέρασα από ένα φαρμακείο. Αυτή τη φορά ούτε που πήρα τηλέφωνο να ειδοποιήσω. Τι να πεις πια, οι άνθρωποι θα νόμιζαν ότι τους κοροϊδεύω, πού να καταλάβουν; Από το επεισόδιο με τα λουλούδια έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά εγώ δεν έχω χάσει το πείσμα μου. Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα βρεθούμε και όλα θα είναι όπως παλιά, σαν να μη συνέβη τίποτε.