Saturday, December 27, 2008

Χωρίς



Θέλω να γράψω για τις μέρες που έχουν χρώμα αλλά δεν έχουν μουσική.
Θέλω να γράψω για τις μέρες που έχουν μουσική αλλά δεν έχουν χρώμα.
Θέλω να γράψω για την γριά φιγούρα με το ασπρόξανθο μαλλί που περπατάει κουρασμένα στη βροχή αλλά δεν κάνω κίνηση να την αγγίξω.
Θέλω να γράψω για τις φορές που το χέρι μου θέλει να τρυπήσει το παρμπρίζ και να βρεθεί έξω από το αυτοκίνητο αλλά δεν προλαβαίνει πριν ανάψει πράσινο. Ως το μπράτσο.
Θέλω να γράψω για τις περιπτώσεις της βουτιάς στα mean reds της Holly Golightly.
Θέλω να γράψω για τη στιγμή που το “una noche de amor” καταλαμβάνει το ραδιοσταθμό κι όλα σταματούν να γυρίζουν και βάφονται μπλε.
Θέλω να γράψω για το δίχτυ μου το ατρύπητο, αυτό που σκαρφαλώνει πάνω από το κεφάλι μου και με κλείνει μέσα του.
Κάποιοι προσπαθούν να το σκίσουν με κουβέντες και δάχτυλα, μα τα ανοίγματά του παραείναι στενά.
Θέλω να γράψω για τότε που έπαιζα κρυφτό με την οργή και κατάφερνα να της κρυφτώ.
Θέλω να γράψω για τώρα που με γραπώνει απ’ τ’ αυτιά και με πετάει σε γωνίες δωματίων.
Θέλω να της πω ότι δεν με αφήνει ήσυχη.
Θέλω να γράψω για κάστρα της φαντασίας και νεραϊδοιστορίες της πόλης.
Θέλω να γράψω για τις φορές που το μισό δεν φτάνει και το λίγο είναι πολύ.
Και για κείνες τις άλλες που δεν μπορώ να μετρήσω τις ποσότητες.
Θέλω να τους γράψω να μου φέρουν πίσω τις μέρες χωρίς σύννεφα, μετρό, σουπερμάρκετ, αλλαγές λαδιών, επισκέπτες, τηλεκοντρόλ.
Θέλω να τους γράψω.
Θέλω να γράψω για την τέλεση συνωμοσιών ερήμην μου.
Θέλω να γράψω για την ένοχη χαρά μου όταν εγκαταλείπω ανθρώπους.
Θέλω να γράψω ότι λυπάμαι που τους λυπάμαι.
Θέλω να σκοτώσω το μυαλό μου μήπως προλάβω το δάμασμά του.
Θέλω να γράψω για τις φορές που δεν φτάνω.
Γι’ αυτές που δεν μου φτάνει. Συγγνώμη.
Θέλω να γράψω για τις φορές που χαμογελάω κρυφά χωρίς να ζητάω συγγνώμη.
Θέλω να γράψω για τη χαρά μου που σκουπίζω τους δρόμους που συνήθιζα να περιδιαβαίνω, αυτούς του Viva la Vida.
Θέλω να συνθέσω τον ύμνο της παρακμής.
Θέλω να γράψω για τη ζωή χωρίς κουκούλες και μάσκες.
Για τη ζωή χωρίς την απειλή όπλου.
Αλλά δεν τα καταφέρνω.

Saturday, December 20, 2008


Beast


Ονειρεύομαι συχνά τα παιδιά που ξερνάει όλο το σώμα μου. Δεν έχουν μορφή ή φύλο, μόνο ξεφυτρώνουν με ορμή και ανυπομονησία από πόρους και τρύπες που ούτε γνώριζα πως είχα. Μεγαλώνουν στη στιγμή και σχηματοποιούνται σαν φραπέδες όταν βρεθούν κάτω από μιξεράκια. Σκαρφαλώνουν ασυναίσθητα στους τοίχους και πηδάνε στο ταβάνι. Ασυγκράτητα κι αναίσθητα μωρά τραυματίζουν τον ύπνο μου. Εγώ δεν θέλω να τα γεννήσω. Δεν θέλω που τα γεννάω. Εν τω μεταξύ η σάρκα μου ζαρώνει. Τα μωρά θεριεύουν κι εγώ ζαρώνω. Σκέβρωμα λαμνοκόπου. Δεν θα πεθάνω, θα μειωθώ μέχρι να πλησιάσω το σχήμα της κουκίδας.
Τα χειρότερα πάντως είναι τα φυλλάδια που μοιάζουν με τα μωρά. Τόνοι φαντεζί, γυαλιστερού χαρτιού, πολύχρωμοι, πολυσχέδιοι, μοιράζονται σε φανάρια ανεξέλεγκτα, έξω από σταθμούς και από στοές. Κι εγώ τα μαζεύω γαμώτο, τα μαζεύω. Που πάνε αυτά τα φυλλάδια όταν δεν τα μαζεύω εγώ; Όταν τα ξερνάνε πάτοι κάδων και πατώματα αυτοκινήτων. Καθαριστήρια και φροντιστήρια ξένων γλωσσών, βιοτεχνίες μαγιό και κέντρα ελευθέρων σπουδών που περιμένουν κάποιον να τις δεσμεύσει, εργαστήρια και μάσκες-θαύματα, ευκαιρίες, ευκαιρίες. Η ζωή ένα κουρκούτι που στοιχίζει ένα ευρώ.
Άτιμο πράγμα η μήτρα.
Δεν εξηγείται. Είναι ανεξήγητο. Δεν εξηγείται. Ψάχνω να βρω το δανειοδότη μου. Αυτόν που με κάνει δανειολήπτη. Ψάχνω να βρω τι μου έχει δανείσει. Είναι ίδιο με αυτό που έχω λάβει. Προχθές σχεδόν σιγουρεύτηκα ότι είναι ο χρόνος. Το δάνειο. Εννοώ αυτό που έλαβα ως δανειολήπτης. Αυτό που μου έδωσε ο δανειοδότης. Δεν εξηγείται. Είναι ανεξήγητο.
Αυτός ο χρόνος που δανείστηκα ξεχειλώνει. Είναι ελαστικός. Επιμηκύνεται σαν λάστιχο κι ανοίγει κι άλλες φορές τραβιέται απότομα και ζαρώνει. Κάνει κοιλιές. Στρογγυλοκάθομαι οκλαδόν πάνω σ' αυτές τις κοιλιές και τις αφήνω να με κυλήσουν. Γίνομαι μια μπάλα άσκαστη που πηγαινοέρχεται στο κοίλο. Κίνηση αργή, κίνηση γρήγορη. Κίνηση γρήγορη, κίνηση αργή. Ούτως ή άλλως δεν θα άντεχα έναν χρόνο ανελαστικό. Ούτε κι οι σκασμένες μπάλες μου είναι ιδιαίτερα ελκυστικές.
Τις πιο ελαστικές μέρες περιφέρομαι. Ανακαλύπτω δρόμους και τους τρέχω. Αργά, με βάδην, σαν πλάνο αθλητή που κόβει το νήμα πρώτος, αλλά στην επανάληψη το(ν) βλέπεις σε αργή κίνηση. Βαδίζω αργά αλλά σε αυτήν την γρήγορη εκδοχή. Βαδίζω γρήγορα στην αργή εκδοχή.
Και μετά εκτελώ το απονεννοημένο. Αυτό που δεν περιμένει κανείς, αυτό που δεν επιθυμεί κανείς. Αλλάζω κανάλι.
Και τότε ο κλόουν της ημέρας μεταμορφώνεται σε κτήνος. A beastly clown. Το κτήνος θεριεύει. Το πάτωμά του γίνεται μια κοκκινόμαυρη σκακιέρα. Πατάει στα κόκκινα, θυμώνει. Ο θυμός του ταύρου. Πατάει στα μαύρα, ξεφυσάει. Θυμός-ξεφύσημα, ξεφύσημα-θυμός. Ο χρόνος μηδενίζει, τα μωρά συρρικνώνονται, τα φυλλάδια ζαρώνουν. Η κουκίδα γίνεται γίγαντας.
Κι η κοκκινόμαυρη σκακιέρα είναι τώρα τα πάτωμα του μετρό. Το κτήνος μαίνεται. Το πλήθος στρέφει το βλέμμα και το κοιτάζει να βρυχάται. Τα μάτια του αστράφτουν. Του πλήθους, όχι του κτήνους. Το κτήνος περιμένει να του χυμήξουν, μέχρι η κτηνοφαγία να το μεταμορφώσει στην κουκίδα-κλόουν, στην γελοιότητα της ημέρας. Που διαιρείται σε μωρά, φυλλάδια, δάνεια, οκλαδόν καθίσματα πάνω στο χρόνο. Και περπάτημα. Πάμε πάλι από την αρχή;

Friday, December 19, 2008

Χωρίς

Στο διάολο!Τα παυσίπονα,το στρες, η αυτόματη διορθώση στον υπολογιστή...τι την ήθελα;!λες και δεν το'ξερα!Λες και έκανα λάθος από κεκτημένη ταχύτητα..χωρίς λογική!Μα θα'θελα να βασανίσω επιτέλους κάποιον,κάτι!Να πάρω ένα κατοικίδιο!θαυμάσια ιδέα!Κάμια τρυφερότητα,καμιά φροντίδα προς κάτι που θυμίζει ανθρώπινο!

Σκληρότητα!Ναι!Και Θα βγουν οι φιλοζωικές που θα εχει φωνάξει η "ευαίσθητη" γειτόνισσα,τάχα και δεν ξέρω ότι με παρακολουθεί η κάρια!

Μου τρυπάει το μυαλό,με βλεπει απ΄την κλειδαρότρυπα και' γω φωνάζω τους δικούς μου ρε!..Την πιάνουν!Τις βάζουν χειροπέδες,την μπουζουριάζουν!..Αλλά πριν, αυτή έχει φωνάξει τη φιλοζωική.Με έχουν κατακρίνει μεγάλα στόματα και πανό έξω απ' την πόρτα!

Να χαθεί το κωλόσκυλο!..το κωλόγατο!...δεν ξέρω θα το αποφασίσω μετά..ίσως και σαύρα!Είναι της μόδας οι σιχαμένες!Αλλά σιχαίνομαι τη μόδα και εξάλλου,γιατί να βασανίσω κάτι που δε μοιάζει στον πατέρα μου;ε;!Δεν έχει νόημα!Ενώ εκείνα..τα...τα ταπεινά ματάκια του υποδουλωμένου ζώου που σε κοιτά με συμπόνια,αγάπη,έτοιμο να λύσει τα ψυχολογικά που σου δημιούργησε η κακούργα η ώρα,η πίεση, η δουλειά,το γλυφιτζούρι που λιμπιζόσουν ένα τέταρτο στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου όταν ήσουν έξι και δε στο αγόρασαν ποτέ οι καριολιδες οι δικοί σου..ποτέ,ποτέ,ποτέ!...Αυτό το ζώο, κάνει!

Το χρυσόψαρο;...Ο φωτεινός Σαμ!Ήταν το μόνο κατοικίδιο που είχα...Το φώναζα ο χοντρός Σαμ,αλλά μπροστά σους συγγενείς και τους φίλους "οι κακές κουβέντες είναι απρεπείς"!Βασικά,δεν τους πειραζε που έθιγα το ανυποψίαστο ζωντανό-τι έφταιγε άλλωστε;-αλλά το ότι το "Σαμ"παρέπεμπε σ'ένα δεύτερο ξάδερφο της μαμάς που πήγε στα ξένα,έκατσε με τη χοντρή κωλάρα του πάνω στην επιχείρηση αλυσίδας greek-restaurant, που του έδωσε η Ελληνοαυστραλέζα γυναίκα του-από συμφέρον-και έκανε χοντρά λεφτά που λέμε..Και ο χοντρός Σιμεών,έγινε Fat Sam..Εμένα μου ήταν το ίδιο!Ζύγιζε το ίδιο,φαινόταν το ίδιο,δηλαδή φαινόταν από παντού και γενικά,καμία διαφορά!..μόνο πριν τα κακαρώσει είχε χάσει κάτι κιλά στο νοσοκομείο!Που να τον αντέξει το κρεβάτι;!Τον έβαλαν σε δίαιτα και μετά πέθανε και βρώμισε! Κατάλαβες;!Και επειδή υπήρχε αυτό το βόδι στην οικογένεια,εγώ έπρεπε να προσέχω τα λόγια μου!

Μετά αυτοκτόνησε..το χρυσόψαρο!Ο χοντρός Σαμ δεν είχε καν τόση θέληση.Ε, βέβαια,που ν'αντεξει;!Και'γω που άντεχα ήταν επείδη δεν είχα επιλογή..Είχα!Να πήδαγα και΄γω απ'το μπαλκόνι, όπως το χρυσόψαρό μου από τη γυάλα! Πως κινούταν όμως!Με τι αξιοπρέπεια,τι υπερηφάνια!Και μετά έμπαινε αδιάκριτα η μάνα μου μέσα στο δωμάτιο,χωρίς να χτυπήσει και φυσικά, χωρίς να ρωτήσει και το μόνο που έλεγε ήταν:"Επ!τι κάνεις πάλι κάτω απ'τα σεντόνια;Μην τα βρω πάλι υγρά!Χθες και προχθές μάζευα τις βρωμιές σου,μην τις δει κανας τρίτος!..Για σήκωσε τα σκεπάσματα να δω!Σήκωσε είπα!Ξέρω τι κάνεις!"

Δεν ξέρεις όμως μωρή ότι και΄γω σε παρακολουθώ!Το κατάλαβες;!Αν πάρεις εσυ τη φιλοζωική,θα πάρω και'γω την ασφάλεια να μεζέψει τους χασικλίδες που κουβαλάς στο κωλόσπιτό σου,στην κωλότρυπα που μένεις!Και βρωμάει απ'τα χασίσια και τα φαγιά σας με τα πολλά πιπέρια!Για κάνε πως κουνιέσαι και θα τον δεις τον γκόμενο στην ψυρού!Όχι που θα φοβηθούμε τη μαυραγωρίτισσα!Πόσο το δίνεις μωρή,ε;Πόσο το πουλάς;!Εσύ και ο άλλος που κουβαλάς!Τον είδα στη λαϊκή το Σάββατο!Μοιάζει σαν μπιζέλι με τη γουρουνότριχα να εξέχει και την καδένα να επιπλέει στο δάσος με τις τρίχες του!Σα μπιζέλι άβραστο που σε βάζουν μα το καταπιείς με το ζόρι, για να μην προσβάλεις τον πατέρα σου που μας κάνει την τιμή να κάθεται στο τραπέζι μια φορά την εβδομάδα και να τρώει μαζί μας!Κατάλαβες;Άσχημος,εγωιστής και άβραστος! Αυτό ήταν, άβραστος!Όχι παραγινομένος,άβραστος για να μην καταπίνεται με τίποτα!
Ναι,μωρή!Τι νόμισες,θα φοβηθώ τον μπιζελάνθρωπο;!Κάνε πως μου κουνιέσαι και θα τον σφάξω!
Μου γελάς,ε;Με τι γελάς;...Με τί γελάς;!Έχω κάτι αστείο πάνω μου;!Ε;Μίλα!Δεν θα σου κάνω τη χάρη να σε σκοτώσω,να σε απαλλάξω από τη μίζερη ζωή σου,που τη μισείς και δεν αντέχεις που υπάρχεις!Που ζεις χωρίς να μπορείς να ξεχάσεις το παιδικό δωμάτιο δίπλα στο υπνοδωμάτιο της γαμημένης της κωλόγριας της γαγιάς σου,που ούρλιαζε από τους πόνους κάθε βράδυ απ'τα αρθριτικά της και δε σε άφηνε να κοιμηθείς...και..και την οροφή που σάπιζε και τα φρούτα στο καλάθι επίσης, και συ έπρεπε να το καθαρίσεις..και..τις εθνικές εορτές,που έπρεπε να ντύνεσαι με γραβάτα και ασπρο-μπλέ και μετά μόνο με μπλε και έπειτα με πράσινο και από την παρέλαση έπειτα στην πορεία και να χτυπάς,να φοράς μάσκα,να..και..και..το γαμιόλη τον πατέρα σου,που σου'κανε τη χάρη να σε κάνει και'συ χρωστάς για πάντα να καθαρίζεις τα σκατά του,όταν τα κάνει στην πάπια..και..και..αυτήν την πουτάνα,τη μάνα σου,που δε σε υποστήριξε ποτέ,ακόμα και όταν σερνόσουν μέσα στα αίματα από τις κλωτσιές που έτρωγες από τα άλλα παιδιά που σε φώναζαν φλώρο και πούστη,γιατί σε είδαν,λέει, με τον Χρηστάκη στις τουαλέτες..Και;!Για κατούρημα πήγαμε!Πόσες φορές να το πω ρε;!Θέλετε να σας δείξω το όπλο μου;!Ε; Εδώ το'χω...το φυλάω να σας την ανάψω..εκεί που θα κοιμάστε όλοι!Εκεί που δεν θα ξέρετε από που σας ήρθε..!Θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα και'σενα κύριε!Ναι ρε!Σε'σενα μιλάω καταραμένε διάολε!Ποιός νομίζεις ότι είσαι,ρε;!Γιατί με έβαλες σε διαθεσιμότητα,ρε;!Καριόλη!Είσαι γουρούνι ρε!Γουρούνι,γουρούνι,γουρούνι!Τι, σου κακοφαίνεται;Θα σε γαμήσω!Θα στην ανάψω!Νόμιζες δε θα'βρισκα αλλού όπλο;..Και τους μαλάκες που τα προμηθεύουν αριστερά και δεξιά στη μαύρη,τι τους έχουμε ρε;!Και το ξέρεις παλιογαμιόλη!Θες να με κάνεις φονιά,έτσι;Για να με διώξεις μια και καλή!
Δε θα πάρω κατοικίδιο ρε!Δε θα με κάνεις εμένα φλώρο και πούστη, να τρίβω τα αρχιδάκια τα ζώου και να κουνιέμαι!Θα βγω να την ανάψω σε'σενα,σε αυτή τη φόλα,στο μαλάκα τον μπιζελάνθρωπο!Σε όποιον βρω ρε!Όλοι ζώα είστε ρε!Τι με κοιτάτε ρε;!Τι γελάτε ρε;!Έχω κάτι;!Ε;Μίλα μωρή κότα!Μίλα!Μίλα γιατί στέκεσαι απέναντι και 'σένα δε θα στη χαρίσω..Όχι όπως στους άλλους!Εσύ θα πεθάνεις!Θα πάρω το όπλο και αργά-για να βλέπεις και να φοβάσαι-θα το γεμίζω με σφαίρες,θα τραβήξω τελετουργικά τη σκανδάλη,να ακούσεις καθαρά τον ήχο της.Πιο δυνατά και από τη γαμημένη τη νταλίκα που περνάει κάθε νύχτα ίδια ώρα και σε τσακίζει το διαπεραστικό της φρανάρισμα!Πιο δυνατά και από τη χάβρα από τους μαύρους και τους Πακιστανούς στο πίσω δρομάκι!Θα ακουστεί πιο δυνατά!Και όταν θα πέσεις χάμω,εγώ θα βλέπω τον καπνό της κάνης μου!Και ξέρεις ρε;Στην ζεστασιά του θα'χω λυτρωθεί..στην ηρεμία του,θα'χω δει την περήφανη κίνηση του μικρού,φωτεινού Σαμ!

Thursday, December 18, 2008

Οι άνθρωποι δεν ψάχνουν για το δεύτερο μισό.
Ο κόσμος πλέον θέλει ένα δεύτερο εγώ.
Ακόμα κι εγώ.

Σαν παραμύθι...


Ζούσε σ’ ένα παραμύθι. Από εκείνα τα συννεφιασμένα που ξαφνικά ξεσπάνε σε κλάματα και έρχεται το ουράνιο τόξο να σπάσει τη μονοτονία του καθαρού γαλαζοαίματου –πια- ουρανού. Το δικό της παραμύθι είχε όλα τα στοιχεία από εκείνα που διάβαζε όταν ήταν παιδί. Ακόμα διαβάζει για να ζει. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είχε μία άμαξα –κολοκύθα που την πήγαινε στους παιδικούς σταθμούς για να διαβάζει παραμύθια σε παιδιά που αρχίζουν να ξεχνούν το νόημα τους. Ήταν φίλη με εφτά νάνους που την πρόσεχαν από τον ψεύτη Πινόκιο. Είχε μια κόκκινη μπέρτα σαν άλλη κοκκινοσκουφίτσα. Έτρωγε δηλητηριασμένα μήλα από τα φυτοφάρμακα που δεν της κάθονταν, όμως, στο λαιμό. Ο παππούς της φύτεψε , σαν παιδί, μια φασολιά που ήθελε να φτάσει τον ουρανό για να δει το θολωτό βασίλειο. Τα δάχτυλα της ήταν τσιμπημένα από αδράχτια καθώς ύφαινε ιστούς απλούς και περίπλοκους. Είχε κρύψει σε ένα κουτί έναν μολυβένιο καρυοθραύστη με ένα πόδι και μία ξύλινη μπαλαρίνα για να μην τους βρει ο αρλεκίνος και τους χωρίσει. Τάιζε έναν μαύρο γάτο, τον Γρουσούζη, πιστεύοντας ότι ήταν ο δικός της παπουτσωμένος γάτος. Είχε προσπαθήσει να του φορέσει μπότες αλλά δεν της δέχτηκε με την προσμονή που εκείνη περίμενε. Μια φορά το μήνα έχανε τη φωνή της, σαν την γοργόνα και μιλούσε τη νοηματική. Κρατούσε φυλακισμένο ένα τριαντάφυλλο, προσπαθώντας να το αποτρέψει να χάσει τα πέταλα του για να μην χαθούν τα τέρατα του σήμερα. Επισκεπτόταν την γριά θεία της που είχε συντροφιά έναν λαγό που βιαζόταν συνεχώς και κοίταζε το ξεχαρβαλωμένο ρολόι τοίχου κάθε φορά που ο λεπτοδείκτης κουνιόταν ένα χιλιοστό του χιλιοστού. Πήγαινε στον κήπο με τις πάπιες και περίμενε πότε το ασχημόπαπο θα αλλάξει μορφή. Ζούσε κλεισμένη σε ένα πύργο που τον φυλούσαν δράκοι, μάγισσες, κακοί λύκοι και μονόφθαλμοι γίγαντες. Όταν ήθελε να ξεφύγει, ερχόταν ένας φτερωτός μονόκερως να την μεταφέρει στην μαγική κολοκύθα με τα ποντίκια καβαλάρηδες και εκείνη αποκοίμιζε τους αιώνιους φύλακες της παίζοντας τη μαγική άρπα και βάζοντας την χήνα με τα χρυσά αυγά δίπλα τους για να νιώσουν την ανάσα της ετοιμόγεννης. Έτσι, γλύτωνε για μερικές ώρες και ξέφευγε από το παραμύθι για να περπατήσει, όχι σε δάση, ούτε σε ξέφωτα, αλλά σε τσιμέντο και πίσσα αναμεμιγμένη με χαλίκια.

Μία φορά παραλίγο να καταλάβουν πως κάθε τόσο τους ξέφευγε γιατί η άσφαλτος ήταν πρόσφατα στρωμένη και τα ξυλοπάπουτσα της μαζί με τις οπλές των αλόγων κόλλησαν στην πίσσα. Όμως, κατά ένα παράξενο τρόπο, όταν γύρισε πίσω στο πέτρινο παλάτι της, τα ίχνη της αντιηρωικής της εξόδου είχαν εξαφανιστεί. Τότε, για πρώτη φορά, πίστεψε στη μαγεία. Από τότε, προσπαθούσε να βρει αφορμή να κάνει λάθη μήπως και η μαγεία ξανά εμφανιστεί.

Ένα απόγευμα, βαρέθηκε να περιμένει και αποφάσισε να κατασκοπεύσει τις ζωές των άλλων για να δει αν είναι διαφορετικές από τη δική της. Συνάντησε μια Ιουλιέτα που περίμενε τον Ρωμαίο να της φέρει το φόρεμα από το καθαριστήριο, μια Χιονάτη μέσα σ’ ένα γυάλινο φέρετρο γιατί η ανάσα της είχε κοπεί από τα δακρυγόνα καθώς διαμαρτυρόταν ενάντια σε όσους δεν πίστευαν στην ύπαρξη της, μια Κοκκινοσκουφίτσα να παίζει τρίλιζα με έναν άσπρο λύκο, μια ξύλινη μαριονέτα να προσπαθήσει να πείσει την πωλήτρια ότι είναι πραγματικό αγόρι και ότι μπορεί να αγοράσει καινούργια ρούχα για το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς που γινόταν στο κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης, αν ποτέ γιατρευόταν η ασθένεια του ύπνου, που είχε προκληθεί από τη μύγα τσε- τσε που την είχε τσιμπηθεί στο βασιλικό χορό της Σταχτοπούτας, έναν Χάνσελ και μία Γκρέτελ, βασιλιάδες της σοκολατοβιομηχανίας, μια Αλίκη βυθισμένη στη χώρα της πραγματικότητας να δικάζεται από την Ντάμα με τα μαύρα τριαντάφυλλα, μια γοργόνα που ήθελε να πείσει τους ανθρώπους να κατέβουν να ζήσουν στον βυθό, έναν…

Παραδομένη στις ζωές των άλλων θυμήθηκε την ύπαρξη της δικής της και τον πέτρινο ουρανοξύστη , όπου ζούσε. Αντιλήφθηκε πως η δική της ζωή δεν ήταν παραμύθι. Δεν ζούσε καν. Ίσως…

Κάτι έλειπε για να μπορεί και η δική της ιστορία να γραφτεί σε κατάστιχα και να βρεθεί αργότερα σε σπαράγματα παπύρων, ώστε να την θυμούνται όλοι. Η δικιά της ζωή δεν είχε βασιλιάδες, ούτε παλάτια, ούτε μάγους, ούτε δράκους. Τα φανταζόταν, λοιπόν, όλα;

Ξάπλωσε στο ξύλινο ντιβανομπάουλο που κάποτε είχε τη μορφή του κρεβατιού με τον ουρανό και έκλεισε τα μάτια. Ονειρεύτηκε τα παραμύθια που διάβαζε και εκείνα που είδε καθώς έψαχνε. Ήταν δύο όψεις δύο διαφορετικών νομισμάτων. Αν ήθελε να ανήκει και εκείνη κάπου έπρεπε να ενώσει τα δύο νομίσματα. Αλλά ύστερα θυμήθηκε πως δεν είχε ποτέ της χρήματα. Ούτε χοντρά, ούτε ψηλά. Τι να έκανε για να βρει; Να μεταμορφωνόταν σε πεταλούδα που πέταγε μόνο τη νύχτα ή να κουλουριαζόταν στα πόδια του μετρό περιμένοντας να πέσει κάτι στην χαραγμένη παλάμη της, ώσπου κάποιος να της διαβάσει τη μοίρα της; Άνοιξε τα καρβουνιασμένα μάτια της, σήκωσε τα κολλημένα τσίνορα της, προσπάθησε να ξεθολώσει την όραση της και κοίταξε δίπλα στο χαρτόκουτο που είχε για κομοδίνο. Πάνω του γυάλιζε κάτι.

Ένα νόμισμα. Αφημένο από τη δικιά της νεραϊδονονά.

Το έβαλε στην παλάμη της και ένιωσε το παγωμένο του αίμα να κυλά και στις δικές της φλέβες. Η μία του όψη είχε ένα ραβδί, σύμβολο του παραμυθιού και η άλλη, ένα τούβλο, εκείνο της πραγματικότητας του αιώνα, στον οποίο είχε εγκλωβιστεί το σώμα της. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το καυσαέριο από τα φουγάρα της σοκολατοβιομηχανίας του Χάνσελ και της Γκρέτελ ζωγράφιζε τον ουρανό συννεφιασμένο και κατσούφη. Ο Γρουσούζης τρίφτηκε και κουλούριασε την φουντωτή ουρά του γύρω από την γυμνή γάμπα της. Το χρυσόψαρο τον προκάλεσε πηδώντας μέσα από τη γυάλα και ξανά πάλι, κρύφτηκε βιαστικά μέσα της. Ανάμεσα στα σμιχτά γκρίζα φρύδια του ουρανού είδε ένα ζευγάρι φτερά να χτυπάνε το ένα το άλλο και άκουσε χλιμίντρισμα αλόγου.

Λοιπόν, υπάρχεις, σκέφτηκε και τον κοίταξε ευθεία στα αλογίσια μάτια του. Το χρώμα τους θύμιζε τα δικά του. Ήρεμα έγειρε την μαύρη φτερωτή του πλάτη και τίναξε την λευκή του χαίτη προς τη φορά του Βορά. Ανέβηκε πάνω του, αγκαλιά με τον γάτο που δε ξεχώριζε ανάμεσα στη μαυρίλα του άλλου ζώου. Χώθηκε φοβισμένα στο άνοιγμα της μπλούζα της πριν αρχίσει να τρέμει. Γύρισε για λίγο το κεφάλι της και κοίταξε το σχεδόν άδειο δωμάτιο του πύργου της. Ίσως της έλειπε λιγάκι… έπρεπε να το ομολογήσει. Αλλά η στιγμή του δισταγμού κράτησε λίγο και τα φτερά χαστούκισαν μανιασμένα την ανάσα του αγέρα. Πρόλαβε να διακρίνει για τελευταία φορά το χρυσόψαρο να αναπηδά στη γυάλα και τον γάτο να πηδάει από την αγκαλιά της για να το πιάσει. Άκουγε το νιαούρισμα του καθώς έτρεχε αλαφιασμένος στο δωμάτιο –ίσως κυνηγούσε κάποιο από τα ποντίκια που κράταγαν εκείνες τις στιγμές, το καμουτσίκι στην άμαξα – κολοκύθα.

Απότομη προσγείωση. Προσδεθείτε. Ένιωσε το σώμα της να σκληραίνει στην προσπάθεια να βγάλει φτερά. Αγγέλου, αετού ή νυχτερίδας, δεν έμαθε ποτέ. Γιατί δεν τα έβγαλε. Τώρα, όμως, στην μιας εβδομάδας στρωμένη άσφαλτο χαμογελούσε γιατί πίσω της έβλεπε το φτερωτό άλογο με εκείνη να το ιππεύει, τη Χιονάτη να την καλεί για δείπνο με μη –δηλητηριασμένα μήλα, την γοργόνα για κρουαζιέρα στις επτά θάλασσες, την Αλίκη για τσάι στον τρελό καπελά και το χαμόγελο της γάτας Chesire να γίνεται ένα με το δικό της…

ο άνθρωπος της πλατείας


Βρέχει. Και όμως η φωτιά δεν σβήνει.

Ανοιγοκλείνεις το στόμα και όμως φωνή δεν βγαίνει.

Τα πόδια σου κινούνται αλλά δεν προχωράς καθόλου.

Γράφεις. Αλλά γιατί η κόλα χαρτί παραμένει λευκή σαν τους τοίχους του ψυχρού ψυχιατρείου;

Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Ωστόσο δεν σε καταλαβαίνω.

Η γη γυρίζει ασταμάτητα και αιώνια. Και; Ποια η διαφορά; Πάντα ακίνητη μου φαίνεται.

Σου είχε πει κάποιος ότι θα σε αγαπάει για πάντα. Και δεν τον είχες πιστέψει. Είχες πει ειρωνικά «ναι, καλά». Είχε θυμώσει τότε. «Πως μπορείς και αμφισβητείς την δική μου αγάπη; Εσύ μπορείς να μην με αγαπάς για πάντα. Εγώ θα σε αγαπάω. Εσύ έλεγξε και ειρωνέψου τα δικά σου συναισθήματα και την δική σου καρδιά. Εγώ γνωρίζω καλύτερα από τον καθένα πως και ποιον θα αγαπάω για πάντα».

Μετά του έπιασες το χέρι. Ήθελες να ζητήσεις συγνώμη και να βάλεις τα κλάματα. Αλλά ούτε λέξη ούτε δάκρυ δεν έβγαινε. Το κατάλαβε. Σε τράβηξε κοντά του, σε πήρε αγκαλιά και σου έδωσε ένα ζεστό φιλί. Έτσι τον πίστεψες. Θα σε αγάπαγε για πάντα. Δεν θα ήσουν ποτέ ξανά μόνος. Μόνο θάνατος θα σας χώριζε. Και αυτός, τι καλά να ερχόταν και για τους δυο μαζί, ταυτόχρονα.

Ο θάνατος δεν ήρθε αλλά εσύ ζεις; Είσαι μόνος. Αυτός πια δεν σ’ αγαπά αλλά εσύ τον αγαπάς. Για πάντα νοιώθεις. Είσαι σίγουρος ότι έτσι έγινε η ιστορία; Είσαι σίγουρος ότι αυτά τα λόγια σου είχε πει; Μέσα στην θολούρα του μυαλού σου το όνειρο είναι διαφορετικό από την πραγματικότητα;

Έχεις κάνει σπίτι την πλατεία. Έχει καύσωνα στο κέντρο της πόλης αλλά εσύ σκεπάζεσαι με ένα βρώμικο πάπλωμα. Βρέχει και ’συ κάθεσαι στο παγκάκι και γελάς. Ούτε κρυώνεις, ούτε αρρωσταίνεις. Άνθρωπος είσαι ή αερικό; Αστικό φάντασμα ή σύγχρονο παραμύθι; Είσαι άθλια εικόνα, ρομαντική και συνάμα εξωπραγματική.

Ακούς τα αμάξια και τις κόρνες τους; Τις σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων; Τί κοιμάσαι μέρα μεσημέρι; Γιατί ξυπνάς μόνο την νύχτα; Γιατί οι φίλοι σου είναι τα ποντίκια και οι κατσαρίδες των υπονόμων; Ξύπνα! Τί κοιμάσαι μέσα στην μέση της πόλης σαν να κοιμάσαι στην αιώρα του εξοχικού σου, δίπλα στη θάλασσα. Αυτός ο αέρας δεν είναι θαλασσινή καλοκαιρινή αύρα, είναι καυσαέριο και μπουχός!

Πίσω από τον θάμνο υπάρχει η ζωή η δική σου. Πίσω από την φιέστα της πόλης, πίσω από τα περίπτερα των εθελοντών της Ολυμπιακής Αθήνας, πίσω από τις αγελάδες των καλλιτεχνών, πίσω από τα σταντ με τα δωρεάν προφυλακτικά, πίσω από το φεστιβάλ διαφορετικότητας, πίσω από την συναυλία ροκ, πίσω από το χριστουγεννιάτικο χωριό και το καρουζέλ, πίσω από το παγοδρόμιο, πίσω από τις μάσκες των καρναβαλιών, πιο πίσω από τα τουριστικά περίπτερα.

Δεν ανήκεις στην επίσημη εικόνα της πόλης, ούτε εμφανίζεσαι στην ιστοσελίδα του δημαρχείου. Εκεί έχει θέση μόνο ένας με γαλάζιο πουκάμισο και κανένα ίχνος ιδρώτα. Με κατάλευκα δόντια και επίχρυσο σκελετό γυαλιών. Εκεί έχει θέση ένας άντρας, όχι ένας κακομοίρης σαν και εσένα. Και όμως, εσύ βρίσκεσαι πίσω απ’ όλα, τα παρακολουθείς, σαν ένας τρομοκράτης που μελετάει ώστε να ετοιμάσει την πιο αιμοβόρα επίθεσή του.

Και που παρατηρείς τι καταλαβαίνεις; Τίποτα. Να, τώρα τί βλέπεις; Μέσα από την ομίχλη της σκέψης σου, για άλλη μια φορά παρακολουθείς την ταινία που γυρνάνε με φόντο την πλατεία, το σπίτι σου. Μια παρέα μικρά παιδιά που τρέχουν και γελάνε. Ένας κακός άνθρωπος με μπλε ρούχα και καπέλο. Ένα πιστόλι και ένας πυροβολισμός. Μα τι κάνουν οι άνθρωποι; Πώς το κάνουν να φαίνεται έτσι αληθινό; Έγινε και η Αθήνα Χόλιγουντ! Με ειδικά εφέ, αίματα, φωτιές και ψεύτικους καπνούς. Να, τώρα το παιδί με τα σγουρά μαλλιά είναι κάτω, σε μια λίμνη από αίμα. Τώρα, να! Αναπαριστούν μια πυρκαγιά. Οι ψεύτικες φλόγες και οι καπνοί σε ξύπνησαν. Υπερπαραγωγή είναι αυτή και εσύ αναρωτιέσαι, για μια ταινία Όσκαρ με θέμα μια επανάσταση στα 2008 είναι ανάγκη να σε ξυπνήσουν από την ησυχία σου;

Σε λάθος κόσμος βρίσκεσαι φίλε μου. Αναπνέεις αλλά δεν ζεις. Και όταν πεθάνεις, ναι τότε ίσως να ζήσεις και συ λιγάκι. Θα κινητοποιήσεις λίγο και συ την μηχανή. Ένα νεκροτομείο, έναν παπά και τέσσερις. Θα αποκτήσεις και ’συ λίγο προσοχή, την προσοχή που αξίζεις. Όσο το στήθος σου συνεχίζει και σαλεύει, τόσο θα συνεχίζεις απλά να ’σαι πεθαμένος.

Monday, December 15, 2008

Έστρεψα το κεφάλι και είδα ότι με ακολουθούσα.



Κάθισα στη σκάλα να κάνω ένα τσιγάρο. Η αϋπνία μου είχε πάει τρεις και μισή. Κι εκεί που καθόμουν πλάι στον εαυτό μου γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. Για πρώτη φορά, προσπάθησα να διακρίνω κάτι όμορφο στην όψη του. Μόνο αυτό μου έμεινε να δοκιμάσω. Άρχισα να τρέμω λίγο και σηκώθηκα να κλείσω το παράθυρο.

Έσβησα το τσιγάρο και στράφηκα πάλι στην καθισμένη μορφή μου. Το σώμα μου ήταν συνεσταλμένο και είχε γύρει λίγο το στήθος προς τα γόνατα. Σκέφτηκα να του πιάσω το χέρι μα δεν το 'κανα. Άρχισα να κουβεντιάζω.

"Πρώτη φορά λοιπόν έχεις αρχίσει να μου φαίνεσαι αρεστός. Είναι καιρός πλέον να το κάνω αυτό. Η εποχή που ευχαριστιόμουν μαζί σου μόνο όταν συμφωνούσαν οι άλλοι κράτησε πολύ και ήταν επίπονη. Φίλοι, γκόμενοι, γνωστοί, παραγνωστοί και τα λοιπά δεν πρέπει πια ν' αντανακλούν για μένα την εκτίμησή σου."

Έσπρωξα το τασάκι προς το μέρος του και του άναψα τσιγάρο με τον αναπτήρα.

"Μπορούμε να τα πάμε πολύ καλά εμείς οι δύο. Πρέπει άλλωστε, αν θέλουμε να σωθούμε. Συγγνώμη που άργησα τόσο πολύ να στο πω αυτό. Και μου κάνει εντύπωση που βρίσκω το χρόνο να συζητάμε μόνο όταν ανησυχώ για το μέλλον σου. Μόνο τότε σε προσεγγίζω και είναι λάθος. Όμως στην ουσία ξαγρυπνώ από ανησυχία για το μέλλον και των δύο. Βλέπεις, κατά βάθος πάντα υπήρχες σε κάποιο επίπεδο στην εκτίμησή μου. Είναι όμως καιρός αυτό ν' αλλάξει γιατί δε φτάνει. Είσαι το άλφα και το ωμέγα μου. Θα γίνεις τώρα η πρώτη προτεραιότητα, πάνω από τις προσδοκίες των υπολοίπων. Είσαι η πιο βαθειά, η πιο σημαντική και η πιο διαρκής σχέση που έχω κάνει ποτέ. Στο λέω αυτό μια που και οι δύο έχουμε καημό μια επιτυχημένη και μόνιμη σχέση. Ακόμα και αν αποφασίσω να φύγω από αυτή τη ζωή, πάλι μαζί μου θα σε πάρω.
Αυτά για την ώρα. Πάμε για ύπνο;"

Σήκωσα το τασάκι και τα τσιγάρα και άνοιξα την πόρτα του δωματίου. Ευχήθηκα να μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχος. Έστρεψα το κεφάλι και είδα ότι με ακολουθούσα.

Η σωστή επιλογή της αμαρτίας



30 Μαρτίου 1997…

…Πήρες την απόφαση να κυλήσεις στο βούρκο, να γευθείς την πιο γλυκιά και πιο μεγάλη απαγορευμένη αμαρτία, αμαρτία που σου προσφέρεται ξαφνικά ένα μεσημέρι από έναν άγγελο.

Άγγελο;

Γελιέσαι…

Έχεις δει ξανά άγγελο μελαχρινό με μαύρα μάτια να περπατά στην άσφαλτο;

… Τίποτ’ άλλο από τον μεταμφιεσμένο διάβολο που χαίρεται να σε βλέπει να πέφτεις στην παγίδα του…

Ζεις επικίνδυνα…

Αποφασίζεις ριψοκίνδυνα…

Μα εσύ, λες, ξέρεις! Ξέρεις και βλέπεις την παγίδα του μα δε μπορείς ν’ αντισταθείς. Αποφασίζεις να βιώσεις την αμαρτία και αδιαφορείς για την πτώση σου και τις συνέπειες της σαπίλας που θα σου δώσει η ηδονή του στιγμιαίου παραδείσου.

Και ενώ η απόφαση έχει παρθεί, ο διάβολος αποφασίσει να παίξει ακόμα λίγο μαζί σου. Τι περίμενες; Να ήταν τάχα τόσο εύκολο;

Είναι εκείνος ο ίδιος που σου στερεί την βίωση της ξεφτίλας και της βρωμιάς, προσφέροντας σου τύψεις και πόνο. Πόνο γιατί δεν έκανες αυτό που φαντασιωνόσουν τόσα χρόνια και το θέλησες τόσο πολύ! Ναι, και τύψεις που πήρες την απόφαση της αμαρτίας. Γιατί σημασία δεν έχει που δεν έζησες την αμαρτία αλλά που την επέλεξες και που το μυαλό σου ήταν ήδη αμαρτωλό.

Και τώρα μένουν οι αναθυμιάσεις της ψυχής, αυτές που σε πνίγουν περισσότερο από την βρωμιά του σώματος και που είναι η αιτία να βιώσεις την αμαρτία που αποφάσισες. Γιατί τώρα πια είσαι αδύναμος.



31 Μαρτίου 1997

Μετά τις τύψεις του αρρωστημένου και αμαρτωλού μυαλού ακολουθεί και η πτώση του κορμιού και η βρωμιά του υπονόμου.

Μα, μα εσύ δεν ήσουν που μέχρι χθες μου έλεγες ότι η βρωμιά της ψυχής είναι χειρότερη από τη βρωμιά του κορμιού; Τι κάνεις τώρα; Στέκεσαι ξανά αδύναμος και φοβισμένος; Προτίμησες την γλύκα της ζωής έστω και αν γνώριζες ότι η ζωή αυτή είναι καταδικασμένη στο βούρκο της ψυχής;

Αχ, με γέλασες…

Και εγώ; Εγώ με ποιού τον θάνατο θα διασκεδάσω;

Και έτσι, τώρα, κατέληξες να ζεις με πόνο, ντροπή και μούχλα. Τι περίεργο όμως; Xαίρεσαι;

Χαίρεσαι, λες, που τουλάχιστον θα τα νιώσεις, γιατί ξυπνώντας την 1η Απριλίου 1997 αποφάσισες ότι χθες ξαναέκανες λάθος και ότι σημασία έχει να ζήσεις έστω το κουτρουβάλιασμα της κατηφόρας, παρά εγωιστικά να τ’ αφήσεις όλα πίσω φοβούμενος μήπως το μέλλον σε πνίξει.

κείμενο - φώτο: Άρης Τορτ

Τηλεπαιχνίδι

Τηλεπαιχνίδι

Πως μου λείπει το παρελθόν, το ομολογώ. Δε θα έπρεπε να κερδίσω, όμως, κάτι από την ομολογία μου; Μια στάλα παρελθόντος, αναμεμιγμένη με μία δόση παρόντος και μια σταλαγματιά σκόνη μέλλοντος. Αυτό θέλω. Μπορώ να το έχω;
Πότε θα πάψω να κάνω ηλίθιες ερωτήσεις που πέραν από το χαρακτηριστικό τους δεν υπάρχουν και οι ανάλογες απαντήσεις; Ή μάλλον ψέματα. Η απάντηση είναι κοινή για τέτοιου είδους ερωτήσεις: ποτέ! Αν είναι σκληρή λέξη δεν αναρωτήθηκε κανείς ποτέ. Πάλι ψέματα.
Εγώ προσωπικά, αναρωτιέμαι συνέχεια. Για τρεις λέξεις: εάν, γιατί και ποτέ.
Γι αυτό, άλλωστε, αποφάσισα να λάβω μέρος στο άγνωστο τηλεπαιχνίδι των τριών αυτών λέξεων. Και ιδού τα αποτελέσματα μιας παίχτριας (και συνάμα παθούσας):
Γύρος πρώτος: η ανοιχτή υπόθεση του εάν. Συλλογή στοιχείων για να κλείσει η υπόθεση, άκρως απαραίτητη! Επίπεδο δυσκολίας, τρία αστεράκια.
Το εάν, έχει την επιληψία της υπόθεσης. Ναι, λοιπόν, είναι αρρώστια η υπόθεση. Έτσι το βλέπω εγώ δηλαδή. Γιατί αν υπάρχει η υπόθεση – καταραμένη κατ’ εμέ- τότε οι πιθανές απαντήσεις – εφόσον μιλάμε για υπόθεση δεν είμαστε ποτέ σίγουροι για την απάντηση, άρα ο όρος πιθανές είναι απόλυτα εξακριβωμένος επιστημονικά και ψυχολογικά- υπερβαίνουν τον φυσιολογικό αριθμό: ένα! Έτσι, από το πουθενά, βρίσκεσαι από μία πιθανή απάντηση που στριφογύριζε στο λαβυρινθώδες δεξί ή αριστερό μέρος του εγκεφάλου σου, ή και στα δύο τέλος πάντων, σε πάνω από τρεις, ανάμεσα στις οποίες πρέπει να επιλέξεις και μπορεί καμία από αυτές να μην είναι σωστή. Φαύλος κύκλος – λόγια. Χαμένος κόπος – κλασικά. Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα – καθημερινά.
Γύρος δεύτερος: η αιτία του γιατί. Αίτιο και αιτιατό. Ύπαρξη- συνύπαρξη- αν-ύπαρξη. Επίπεδο δυσκολίας, τέσσερα αστεράκια
Το γιατί δεν επιφέρει διαφορετική μεταχείριση από εκείνη του εάν. Αντιθέτως. Όταν αναγκάζεσαι να αναρωτηθείς γιατί, σημαίνει ότι όλες οι υπόλοιπες ερωτήσεις του προηγούμενου γύρου έχουν εξαντληθεί (και ναι, λοιπόν, προβιβάστηκες δυστυχώς στο επόμενο επίπεδο) καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή. Δεν είναι μόνο η υπόθεση κατάρα, αλλά και η αιτία. Προαγωγή. So what? Όχι, ευχαριστώ, δε θα πάρω. Πρέπει. Μα, μου αρέσει το παλιό μου γραφείο και η ξεχαρβαλωμένη καρέκλα. Αφήστε που πρέπει να ποτίζω και την γλάστρα μου… ο επόμενος δεν ξέρουμε αν θα το κάνει, έτσι δεν είναι; Πρέπει! Αν πρέπει να ξέρεις κάτι, αυτό είναι ότι η απάντηση στην ερώτηση που αρχίζει με το γιατί δεν είναι άλλη από την απλούστατη: δεν υπάρχει γιατί, αγάπη μου! Oh, my goodness- λόγια. Την κάτσαμε- κλασικά. Σκατά- καθημερινά.
Γύρος τρίτος: προσδιορισμός του πότε. Μονολεκτική ερώτηση με μονολεκτική απάντηση. Δικαίωμα λάθους, κανένα. Επίπεδο δυσκολίας, πέντε αστεράκια.
Ο τελευταίος γύρος είναι περίπλοκος. Περισσότερο από τους προηγούμενους δύο. Δεν ασχολείται αποκλειστικά με μία ερώτηση αλλά ίσως και με την πιθανή απάντηση της. Όλα περιστρέφονται γύρω από τον τόνο. Ο παρουσιαστής σε ρωτάει πότε. Εσύ, μπλοκάρεις, τα χάνεις, δεν ξέρεις τι να απαντήσεις. Πότε; Κάτι πιο συγκεκριμένο, λυπάμαι, αλλά… δεν υπάρχει, my dear! Αρχίζεις να ιδρώνεις, το εκνευριστικό υγρό κυλάει στο μέτωπο, στους κροτάφους, στη ραχοκοκαλιά σου, βρέχει ακόμα και τις παλάμες σου. Και συ εκεί, βωβός, πρέπει να δώσεις μια απάντηση. Τραυλίζεις., χάνεις τα λόγια σου και από το άγχος σου μπερδεύεσαι και κατά –τυχαίο ομολογουμένως- λάθος λες την μαγική λέξη: ποτέ! Χειροκροτήματα, ουρλιαχτά, δάκρυα από το ακροατήριο, ήχοι κυλούν γύρω από το ελικώδες του αυτιού σου και καταλήγουν στο τύμπανο. Τα κατάφερες. Έφτασες μέχρι το τέλος. Νίκησες. Οψόμεθα τα αποτελέσματα, λοιπόν – λόγια. Επιτέλους – κλασικά. Yeah, baby – καθημερινά.

Στο διά ταύτα. Δεν υπάρχει; Δεν κερδίζω τίποτα, λοιπόν; Τότε γιατί έπαιξα;

Αν πρέπει να μάθεις κάτι σε αυτή τη ζωή, φίλε μου, είναι ότι τελικά δεν υπάρχουν πραγματικές απαντήσεις. Όλα περιστρέφονται γύρω από τις ίδιες ερωτήσεις και οι απαντήσεις τους δεν θα σου προξενέψουν ποτέ το συναίσθημα της ανακούφισης. Για τον απλούστατο λόγο, ότι δεν είναι φτιαγμένες για αυτό. Ελπίζουμε, λοιπόν, αγαπητέ μας τηλεθεατά, να μην είσαστε οπλισμένος με την περιέργεια μιας γάτας αλλά ούτε και με εκείνη του ανθρώπου γιατί αυτές ταυτίζονται. Κοινώς, ελπίζουμε να μην είστε άνθρωπος που κάνει ερωτήσεις. Καλό σας βράδυ!

Παραίτηση

«Σε απάντηση της επιστολής σας που μου κοινοποιήθηκε...» Γλυστράει απαλά και πέφτει από τις δικολαβίστικες πίπες που εξαπολύει ο εχθρός στις γραμμές του τρένου. Νερό. Τα κλαδιά με τα φύλλα ξεφύτρωσαν στις κλειδώσεις των γραμμών που συναντιούνται παράλληλα και χρειάζονται νερό για να θεριέψουν. Εκείνη κρατάει ένα βάζο με ψεύτικα κλαδιά κόκκινου χρώματος ακινητοποιημένα σ’ ένα βάζο από γυαλί με πάτο χιονιού. Δεν είναι αληθινό το χιόνι. Είναι από ζελατίνα. Δεν το κρατάει το βάζο. Το έχει αφήσει μπροστά της, της πέφτει πολύ βαρύ για να το κουβαλήσει αυτό τον καιρό. Αυτό τον καιρό σε αντίθεση με άλλον. Στον άλλο καιρό πιθανόν το βάζο δεν ήταν βαρύ, ήταν κουβαλήσιμο. Δεν είναι και σίγουρο, αδύνατον να θυμηθεί. Προσπαθεί όμως. Να θυμηθεί αν ήταν πάντα έτσι. Αν ήταν πάντα τόσο το βάρος. Το τρένο περνάει γεμάτο από μπροστά της. Το αφήνει να περάσει για να ξαναδεί τα κλαδιά με τα φύλλα. Το τρένο της άλλης κατεύθυνσης ξεκινάει κι αυτό και σχεδόν τα φυσάει μέχρι ξεριζωμού.

«Αποτελεί μονομερή μεταβολή των όρων...» Ο αξιωματικός απειλεί την βασίλισσα. Πως είναι δυνατόν ένας αξιωματικός να απειλεί μια βασίλισσα; Δεν είχε καταλάβει ότι πρόκειται για σκακιέρα. Κι όμως. Τα λευκά παίζουν και απειλούν την βασίλισσα σε τρεις κινήσεις ξεκινώντας με έναν αξιωματικό. Κι αυτή πίνει τα ποτήρια σαμπάνιας ανακατεμένα με ρετσίνα για να ξορκίσει τον αξιωματικό. Όλοι οι εχθροί είναι υπολογίσιμοι σχεδόν όπως όλα τα βάζα είναι κουβαλήσιμα. Αλχημείες. Ματ.

«Αποκλειστικά και μόνο τα καθήκοντά μου...» Θα της πει κανείς τι κάνουν τα κλαδιά με τα φύλλα; Έφτιαξαν επιτέλους δέντρο; Δεν ξαναπέρασε να κοιτάξει. Αυτό ήταν αφότου το ματ έγινε ρουά ματ. Ο αξιωματικός έκανε κάτι φοβερά έξυπνο. Φόρεσε μια μάσκα κλοουνίστικη, στόλισε τα λόγια του και την έντυσε με κολακείες, επίθετα και ευγένειες. Η μάσκα έλεγε είμαι γελοίος, τα λόγια, μήπως όμως πρέπει να κοιτάξεις πιο κοντά; Παγίδα. How do you catch a thief? With small acts of unkindness maybe. Αλλά εκείνη κινείται πολύ νερένια μέσα στο αλκοόλ για να καταφύγει εκεί. Εξ’ ού και το ρουά ματ.

«Η διοργάνωση άπτεται των αρμοδιοτήτων...» Την κούρασαν κι οι στρατιώτες. Που της πρόσφεραν μπωλ με γάλα και δημητριακά τα πρωινά, η τηλεφωνική εταιρεία, τα τραγούδια στο αυτοκίνητο, οι υπολογιστές στο γραφείο. Είναι βέβαια-ήταν βέβαια-μια βασίλισσα με υπολογιστή και οθόνη με ταπετσαρία του Miro. Είναι-ήταν-πολύ οι στρατιώτες. Του είδους που σε εξωθεί σε τέλος εποχών.

«Θα παραστώ για να ενημερώσω...» Το στέμμα πρέπει να παραδοθεί την Παρασκευή. Τι να κάνουν εκείνα τα κλαδιά; Θα μαραθούν ή θα μαραζώσουν; Άγνωστο. Εκείνη θα ξαναγυρίσει στα film noir και θα τους παραδοθεί. Με καφέδες αργούς. Αναρωτιέται για τους στρατιώτες. Αυτοί θα εξέλειπαν ποτέ; Έκλειψη στρατιωτών. Είναι συνήθως αρσενικοί, υπάρχουν και οι θηλυκοί, κατακλύζουν το σύμπαν και το κυριεύουν. Σταματάει και το σκέφτεται λίγο. Θα φταίει η στολή. Και ο αριθμός τους που πλησιάζει το άπειρο. Δύσκολοι καιροί για μια βασίλισσα να τους αντιταχθεί. Και μετά υπάρχουν τόσοι αξιωματικοί με τα άλογά τους, ακόμα και πύργοι. Δεν είναι άδικο η σκακιέρα να έχει μία μόνο βασίλισσα; Μα εκείνη θυμάται μόνο τα κλαδιά με τα φύλλα. Ολόκληροι οι στρατιώτες του κόσμου δεν έχουν σημασία μπροστά σε αυτά.

Παράδοση στέμματος.

Υπερπήδηση ασπρόμαυρων κουτιών με κουτσό.

Επαναφορά προτέρου βίου.

Ενεργοποίηση.

katerinadan12

Sunday, December 14, 2008

Αγρίως απίθανη…


Κυριακή βράδυ λοιπόν, με λίγη βροχή και λίγο κρύο, λίγη ανησυχία και λίγη ησυχία όλα λίγα…Ένα περίεργο Κυριακάτικο βράδυ μετά από μια έντονη βδομάδα γεμάτη σκέψεις και δράσεις- νιώθω ένοχη το ομολογώ, σκέφτηκα πολύ, διάβασα πολύ, συζήτησα πολύ αλλά δεν έδρασα καθόλου, δεν κατέβηκα στις διαμαρτυρίες, απλώς παρακολουθούσα-από το internet, από την τηλεόραση, από το ραδιόφωνο, από τα έντυπα, από κόσμο που ήταν εκεί-, με συνέπεια μεν αλλά χωρίς προσωπική ουσιαστική ανάμειξη με τα γεγονότα, δεν έφαγα δακρυγόνα, ούτε έτρεξα να σώσω παιδιά από μπάτσους, ούτε έβγαλα φωτογραφίες, ούτε φώναξα συνθήματα και ναι ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΑΙ ανοιχτά γι’ αυτό, το μετανιώνω και είμαι απολύτως πρόθυμη να επανορθώσω και από δω και πέρα να κάνω ό,τι μπορώ…
Αυτή τη στιγμή βέβαια δεν μπορώ ούτε να προβλέψω ούτε να διαισθανθώ τι θα ακολουθήσει, μόνο να ελπίσω. Το πιο ανησυχητικό όμως για μένα είναι ότι πιάνω -σπάνια μεν αλλά ναι πέφτω και γω στιγμές στιγμές θύμα της ύπουλης αδράνειας της άτιμης της ανθρώπινης φύσης- τον εαυτό μου να ξεχνά ότι κάτι σπουδαίο μπορεί να γεννιέται αυτές τις άγριες μέρες και να κάνω σχέδια για τα Χριστούγεννα λες και το αυτονόητο είναι ότι όλα θα τελειώσουν και όλα θα γυρίσουν στους ρυθμούς τους…
Και αυτό το αυτονόητο που υπονομεύει σε ανύποπτα αφηρημένα λεπτά τη δική μου σκέψη και ίσως κάπως περισσότερο τη σκέψη πολλών άλλων και εντελώς τη σκέψη ακόμα περισσότερων και καθόλου μόνο τη σκέψη πολύ λίγων και ζηλευτών, είναι η μεγαλύτερη παγίδα. Γιατί αυτό μας κρατούσε πάντα πίσω απολύτως πεπεισμένους ότι σ΄ αυτή τη δόλια χώρα τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει –λες και τα πράγματα αλλάζουν από μόνα τους, λες και οι κοινωνίες υπάγονται σε φυσικούς νόμους που θέλουν τα πράγματα να κινούνται μόνο σε πιο άχρηστες δομές (και είμαστε πολύ κοντά στο τέρμα δεν ξέρω πόσο πιο άθλια μπορεί να γίνει η κοινωνία μας).
Άντε λοιπόν να τελειώσουν όλα, να κάνουμε και φέτος κούτσα κούτσα Χριστούγεννα, να ξεχάσουμε τα πάντα, να φτιάξουν κι οι βιτρίνες να μην μας τα θυμίζουν, να μη μας θυμίζουν ότι είχαμε μια ευκαιρία να αλλάξουμε τα πράγματα αλλά για μια ακόμη φορά αδρανήσαμε, να μη μας θυμίζουν ότι πάλι στα ίδια χάλια επιστρέφουμε, να μη μας θυμίζουν ότι η επανάσταση δεν πάει χέρι χέρι με τον καταναλωτισμό και τα χριστούγεννα και τα γιορτινά τραπέζια και τη γκρίνια των μικρομεσαίων εμπόρων και των μικρομεσαίων μυαλών… Να μη μας θυμίζουν ότι η ζωή σπανίως ίσως και επιπόνως αλλά σίγουρα όχι ερήμην μας θα μπορούσε να γίνει –πόσο μα πόσο όμορφα το λέει η προσφάτως και δυστυχώς εκλιπούσα Καραπάνου- αγρίως απίθανη...

P.S. Θα ήθελα κάτι άλλο για πρώτο κείμενο σε αυτό το καινούριο συλλογικό blog αλλά δεν μου βγήκε …
Την αφίσα την έχω δανειστεί από το blog του sensual monk