Wednesday, October 14, 2009

Η επιστροφή




Πήγαινε ήδη καθυστερημένος. Ο υπάλληλος στο τηλέφωνο είχε πει ότι υπάρχουν εισιτήρια αλλά έπρεπε να βρίσκεται στο ΚΤΕΛ τουλάχιστον μισή ώρα πριν. Κρατήσεις τηλεφωνικά δεν γίνονταν. Ο ταξιτζής οδηγούσε πολύ αργά. «Τι ανάγκη έχει αυτός, το χρονόμετρο τρέχει», σκεφτόταν, αλλά δεν ήταν σίγουρος εάν ήθελε να προλάβει ή να βρει μια δικαιολογία, ένα μποτιλιάρισμα, να μην βρει θέση για να μην πραγματοποιήσει το ταξίδι. Και ας είχε χάσει όλο το απόγευμα χθες για να φτιάξει την βαλίτζα, και ας είχε ξυπνήσει από τα χαράματα για να κάνει ντουζ, να ξυριστεί, να στεγνώσει τα μαλλιά, να αποφασίσει τί να φορέσει για την περίσταση… Και ας είχε γυρίσει όλο το κέντρο χθες για να βρει το βιβλίο που θα διάβαζε στο ταξίδι με το ΚΤΕΛ. Μα Ελευθερουδάκης, Παπασωτηρίου, Fnac και να μην μπορεί να βρει το «Εκατό χρόνια μοναξιάς»; Είναι δυνατόν; Και ας είχε εκνευριστεί που τελικά το πλήρωσε εικοσιπέντε ευρώ. Ε, μα ήταν πανάκριβα πια τα βιβλία. Εικοσιπέντε ευρώ; Δεν το κατέβαζε από το ίντερνετ; «Μωρέ, δε πα να φωνάζουν για την πειρατεία στα βιβλία; Εσείς είστε οι αλήτες που εμπορεύεστε το πνεύμα με τόσο αναιδή τρόπο, με την αναίδεια των εικοσιπέντε ευρώ για ένα βιβλίο. Πόσα χρήματα είναι τα εικοσιπέντε ευρώ; Για μισό… Οχτώ χιλιάρικα; Άκου οχτώ χιλιάρικα! Mε ένα πεντοχίλιαρο εγώ τα έβγαζα πέρα μια ολόκληρη εβδομάδα όταν ήμουν φοιτητής. Μωρέ άντε μου και στο διάολο!».

Σε δεκαπέντε λεπτά αναχωρούσε το λεωφορείο. Εισιτήριο βρήκε αλλά είχε εκνευριστεί που πέρασε ανάμεσα απ’ όλο το πλήθος που περίμενε να ταξιδέψει. «Μαλακία, δεν ξεκινούσα λίγο πιο νωρίς; Εμ, ήθελα να πιω και καφέ με την ησυχία μου! Λες να με αναγνωρίσουν; Μπα, ποιος να με θυμάται; Έχω αλλάξει. Βρε λες να ’ναι εδώ γύρω κάνας συγγενής; Τι την ήθελα την επιστροφή;».

Έβγαλε εισιτήριο μισοκοιτώντας τον εαυτό του στο τζάμι, στο παράθυρο του ΚΤΕΛ. Σα να ’χαν μεγαλώσει οι κρόταφοι; Σα να ’χαν παραγκριζάρει οι φαβορίτες; Πάντως, ωραίος φαινόταν σήμερα. Εντάξει, αρρενωπός, γεροδεμένος, όμορφα ντυμένος… Μήπως έτσι έμοιαζε στο νησί και λίγο παράταιρος; Διαφορετικός; Μήπως τους προκαλούσε έτσι να τον προσέξουν και να τον κουτσομπολέψουν; Tί το ’θελέ το ριγέ το κασκόλ, τι το ’θελε;

Στα επόμενα δέκα λεπτά είχε χωθεί στο κάθισμά του στο λεωφορείο. Ευτυχώς του είχαν δώσει παράθυρο! Φορούσε ακόμα τα γυαλιά ηλίου. Περίμενε να καθίσουν όλοι. «Μα και αυτές οι γιαγιάδες κολοτριζόνια έχουν! Μισή ώρα μέχρι να βολευτούν πώς να καθίσουν! Ήμαρτον! Τόσο δύσκολο είναι να βρουν τον αριθμό του καθίσματός τους; Τόσο δύσκολο είναι να κρατάνε στο χέρι τους από πριν το εισιτήριό τους και να μην το ψάχνουν στη μέση του διαδρόμου, μέσα στην τσάντα τους με τα κεφτεδάκια και τα βραστά αυγά για το ταξίδι;».

Άρχισε να ζεσταίνεται επιτέλους με τον ήλιο, μόλις το λεωφορείο βγήκε από τον Κηφισό. Το «Εκατό χρόνια μοναξιά» κάθονταν στα πόδια του αλλά δεν είχε όρεξη να διαβάσει ακόμα. Θα άρχιζε μόλις έβγαιναν από την Αττική. Παρακολουθούσε τα διερχόμενα αμάξια, τους πεζούς, τα μαγαζιά.

Ευτυχώς είχε ωραία μέρα για να ταξιδέψεις σήμερα. Μία εβδομάδα τον είχε τρελάνει τον υπολογιστή! Κάθε δύο λεπτά πατούσε ανανέωση στις ιστοσελίδες του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, της Εθνικής Μετρολογικής Υπηρεσίας και του Συστήματος Ποσειδών! Είχε ανακαλύψει και σελίδες μετεωρολογικών υπηρεσιών του εξωτερικού. Μία αυξάνονταν οι νοτιάδες, μία μειώνονταν, να μην ηρεμίσει μια στιγμή και αυτός, να μην απολαύσει ένα ταξίδι. Αμάν πια! Το είχε ξεκαθαρίσει στη μάνα του. «Εγώ με αέρηδες δεν ταξιδεύω»! Είχε καταλάβει ότι την πλήγωσε από την σιωπή της για μια στιγμή μετά την δήλωσή του και από το χαμηλόφωνο «καλά παιδάκι μου, μη φωνάζεις, κάμε ότι θέλεις». Κάποτε θυμάται, πιο νέα η μάνα, σε μια παρόμοια δήλωσή του του είχε πει «σε εκδικείται το νησί, σε εκδικείται που δεν το αγαπάς και δεν έρχεσαι και θέλει να σε ταρακουνήσει λίγο, να το θυμάσαι, να μην το ξεχνάς». Να ’χαν περάσει εφτά χρόνια από τότε; «Άραγε η μάνα φοβόταν άλλα εφτά χρόνια απουσίας και δεν απάντησε ξανά έτσι δυναμικά ή την είχαν πάρει τα χρόνια και δεν άντεχε άλλο τις εντάσεις; Πώς να είναι, να έχει γεράσει πολύ; Θα προσέχει ακόμα τον εαυτό της; Θα κλέβει ακόμα κατοστάρικο κατοστάρικο από τσέπες του μπαμπά για να μαζέψει λίγα χρήματα για κάποιο φόρεμα που είχε μπανίσει σε κάποια βιτρίνα; Θα τα φύλαγε τα νέα της ρούχα μήνες ολόκληρους στην ντουλάπα για να τα εμφανίσει λίγο λίγο και να μην το καταλάβει ο μπαμπάς; Και θα λέει εκείνο το «ε, εγώ τι θα γίνω, πουτάνα θα γίνω για να πάρω ένα ρούχο;». Αλλά σε ποιόν να το πει, αφού μαζί του μοιράζονταν τα μυστικά της, με τον μικρό της γιο, και εκείνος πια έλειπε από το νησί δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Δεκατέσσερα χρόνια! Πω, πω πώς περνάνε τα άτιμα τα δεκατέσσερα χρόνια!

Δεκατεσσάρων χρονών ήταν όταν συνέβη το μεγάλο κακό. Το κακό που του άλλαξε την ζωή. Ακούστηκε το κακό σε όλο το νησί, το έγραψαν οι εφημερίδες, τα είπαν τα ραδιόφωνα, οι ειδήσεις στο Μέγκα και τον Αντέννα. Καλά αυτό δεν τον είχε πειράξει πολύ. Τότε δεν έπιαναν καλά τα νέα κανάλια στο νησί, δεν υπήρχαν αναμεταδότες στην τούρλα του Σκοπού, εκεί που οι σταθμοί έβαζαν τις κεραίες τους αφού ήταν το ψηλότερο σημείο πάνω από την χώρα. Το ζήτημα ήταν ότι το έμαθε όλη η Ελλάδα, το συζητούσαν για εβδομάδες. Η Ελλάδα το ξέχασε. Την επόμενη μέρα υπήρξαν άλλες, πιο δραματικές ιστορίες. Οι συμπατριώτες του ήταν που δεν το ξέχασαν έτσι εύκολα.

Εντάξει, οι αρχικές φωνές, οι δραματικές λεπτομέρειες, οι δεκάδες υποθέσεις και οι άλλες τόσες ερμηνείες σταμάτησαν. Για πολύ καιρό όμως συνεχίζονταν οι ψίθυροι. Στο άκουσμα του ονόματός του υπήρχε πάντα μια αντίδραση, ένα «πώς;», «α, έτσι;», ένας μορφασμός, μια ερωτηματική έκφραση αν αυτός ήταν πρωταγωνιστής της ιστορίας. Τα παιδιά βέβαια ρωτούσαν ευθέως. Τα παιδιά δεν έχουν έλεος. Και κορόιδευαν ευθέος. Και κατάκριναν, και συνταύτιζαν και γενικά δημιουργούσαν στίγματα, όλα ευθέος.

Κάνα δύο χρόνια είχαν περάσει και το όνομά του πια είχε καταντήσει συνώνυμο του παρερχόμενου εκείνου του συγκεκριμένου κακού. Και άρχισε να μισεί το όνομά του. Όνειρό του ήταν να φύγει μακριά και να αλλάξει το όνομά του. Όμως δεν άντεχε να περιμένει να μεγαλώσει τόσο. Έτσι ζήτησε από τους γονείς του να του αλλάξουν σχολείο, να πάει σε νέες τάξεις, με νέους καθηγητές, λιγότερο έξυπνους και παντογνώστες και ψυχολόγους – ερμηνευτές της συμπεριφοράς των μαθητών τους. Το κυριότερο με νέους συμμαθητές. Τα είχε σχεδιάσει όλα, με κάθε λεπτομέρεια. Θα εμφανιζόταν στην νέα τάξη νωρίς. Για να μην έρθει αργά και τραβήξει την προσοχή. Θα φορούσε το χοντρό σκελετό γυαλιών ακόμα και αν τον έκαναν άσχημο και δεν τον είχε φορέσει ποτέ. Νέα ρούχα, ουδέτερα. Θα συστηνόταν με άλλο όνομα. Ίσως το βαφτιστικό του και όχι το υποκοριστικό του. Ακόμα και αν ακουγόταν σαν απόσπασμα από βυζαντινό τροπάριο! Δεν θα μιλούσε πολύ, δεν θα ανοίγονταν σε κανέναν, θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του εκεί διακριτικά και χαμηλόφωνα. Δεν θα συμμετείχε σε δραστηριότητες, σε παιχνίδια. Έτσι, να περάσουν λίγα χρόνια και να φύγει μακριά.

Όμως… καθώς τα σχεδίαζε όλα μια χαρά, του ερχόταν και μια ακόμα εικόνα. Ένα κορίτσι! Θα τον πλησίαζε ένα κορίτσι. Θα του έδειχνε συμπάθεια, θα του έλεγε «έλα να παίξουμε». Θα τον παρακινούσε να ψιλομιλήσει και λίγο λίγο θα τα μάθαινε όλα. «Ξέρεις, Κατερίνα… εεε, εγώ είμαι ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!». Το κορίτσι θα του έλεγε «εντάξει, μην στεναχωριέσαι, δεν πειράζει, δεν θα το πω σε κανέναν, εγώ σε συμπαθώ». Μετά όμως το κορίτσι θα γυρνούσε στο σπίτι και θα το έλεγε στη μαμά του. Η μαμά του θα του απαγόρευε να τον κάνει παρέα. Το κορίτσι θα αμφισβητούσε την αντίζηλη μαμά και ταραγμένη θα τηλεφωνούσε στην καλύτερη φίλη της για να την συμβουλευτεί. Η καλύτερη φίλη της θα την ζήλευε. Την επόμενη μέρα, μόλις θα έμπαινε στο σχολείο όλοι θα ψιθύριζαν πίσω του. «Αυτός είναι ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!». Και το χειρότερο; Ανάμεσα σε αυτούς που θα τον έλεγαν «ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!» θα ’ταν και η Κατερίνα που αν την κοιτούσε κατάματα θα έσκυβε κάτω την ματιά αλλά παρόλα αυτά, στο σπίτι, στο τηλέφωνο με την φίλη της, στην κουβέντα με την μαμά, θα δικαιολογούσε απόλυτα και ευθέως την στάση της.

Όχι, όχι, θα έπρεπε να φανεί δυνατός και έξυπνος, να μην λυγίσει και να μην πει σε καμιά Κατερίνα τίποτα απολύτως. Και όταν ερχόταν η ώρα να φύγει μακριά από εκείνον τον καταραμένο τόπο, να βρει άλλη Κατερίνα, δίχως μάνα και κολλητή φίλη! Έτσι θα έκανε. Το αποφάσισε και πήγε και το είπε στους γονείς του, ήθελε να αλλάξει σχολείο. Το απέκλεισαν, δεν υπήρχε λόγος! Μα υπήρχε λόγος αλλά δεν μπορούσε να τους το πει, να το εξηγήσει, δεν μπορούσε να τους κάνει να καταλάβουν ότι τον έλεγαν «ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!» και ότι έπρεπε να φύγει. Δεν κατάφερε να τους το πει τότε και το μετάνιωνε δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Δεν άλλαξε σχολείο και τότε, μετά από δύο χρόνια από το κακό, μαζί με το όνομά του μίσησε και τους γονείς του, για να καταφέρει να τους συγχωρήσει δεκατέσσερα χρόνια μετά, μαζί με την ωριμότητα που σε κάνει πιο μίζερο και υποταγμένο στην μοίρα σου.

Στα τρία χρόνια μετά το κακό το Μέγκα και το Αντένα είχαν βάλει κεραίες στην τούρλα του Σκοπού και όλο το νησί έπιανε παντακάθαρα τα κανάλια. Όλο το νησί βούιξε όταν μια σειρά που παρουσίαζε πραγματικά περιστατικά παρουσίασε το δικό τους κακό! Τι κι αν είχαν αλλάξει τα ονόματα; Όλοι κατάλαβαν σε ποια οικογένεια αναφερόταν. Ήδη από το τρέιλερ το είχαν καταλάβει και είχαν αρχίσει τα τηλέφωνα και οι παραγγελίες για πίτσα στη Βενετσιάνα για να δουν το κακό από το δικό τους νησί!

Μα καλά, την μάνα δεν την ενοχλούσε που ήταν η μάνα του τάδε και η αδελφή του τάδε, η θεία του τάδε και η κόρη του τάδε; Τον μπαμπά δεν τον πείραζε που ήταν και αυτός ο πατέρας του τάδε, ο κουνιάδος του τάδε, ο θειος του τάδε και ο γαμπρός του τάδε; Τι αναισθησία ήταν αυτή!

Ήθελε να βγει στην μεγάλη την πλατεία, να τους φωνάξει όλους ότι δεν ήταν αυτός ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε! Μα ήταν! Όχι δεν ήθελε να τους πει αυτό, αυτό που ήθελε να τους πει δεν μπορούσε να το εκφράσει! Τότε. Μετά από δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μπορούσε.

Το χειρότερο είναι ότι για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια είχε πιστέψει ότι ήταν ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε και πολεμούσε τον εαυτό του να τον σκοτώσει και να γίνει ο γιος, ο αδελφός, ο ανιψιός και ο εγγονός κάποιου άλλου που δεν γνώριζε καλά και δεν τον είχε ψυχολογήσει τόσο καλά όποτε αυτός ο άλλος του αποδεικνύονταν καταστροφικά απρόβλεπτος. Και είχε περάσει δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μία άκρως ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη ζωή, με τις συνέπειες βεβαίως μιας απρόβλεπτης ζωής. Όμως τις συνέπειες αυτές τελικά σήμερα, μετά τα δεκατέσσερα χρόνια τις ένοιωθε σαν σοφία, σαν πλούτο, ακόμα και αν τον είχαν κουράσει και στολίσει με άδειους κροτάφους και γκρίζες φαβορίτες. Και παρακολουθώντας την θάλασσα και απέναντι την Πελοπόννησο κόντεψε κιόλας να ευχαριστήσει τον Θεό και την μοίρα που ήταν ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε και να χαίρεται που οι συμπατριώτες του ήταν τόσο άκαρδοι και σκληροί με ένα δεκατετράχρονο παιδί, που πώς να το κάνουμε, ήταν ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!

Θα κατέβαινε από το Φέρυ Μποτ μετά από δεκατέσσερα χρόνια, με ψηλά το κεφάλι, δίχως να τον απασχολεί πια ποιανού γιος, αδελφός, ξάδελφος, ανιψιός και εγγονός ήταν. Απλά θα κοιτούσε την μάνα και τον πατέρα, θα μετάνιωνε για τα γεράματά τους που έχασε, θα τους αγκάλιαζε και θα πήγαιναν μαζί μια ατελείωτη βόλτα.

Στην Κόρινθο πήγε να κατουρήσει. Στους τουαλέτες χαμός! Έτσι του έφυγε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Πήρε ένα ταξί και γύρισε στην Αθήνα. Ταλαιπωρημένος πήρε την μάνα τηλέφωνο. Ε, θα τον καταλάβαινε, θα ένοιωθε την κούραση του γιου της, θα τον κατανοούσε.

- Ρε μάνα. Άντε, πάρτε το ΚΤΕΛ και ελάτε εσείς μια φορά, πόσες φορές σας το ’χω πει; Ελάτε!
- Δεν μπορώ παιδάκι μου να ’ρθω εκεί. Δεν ξέρω να στο εξηγήσω. Εκεί νοιώθω ξένη. Δεν μπορώ.


Sunday, September 27, 2009

Αλλαγή μενού





Η έλξη μας ήταν πάντα αρρωστημένη. Όλα τα συναφή της, είχαν την ίδια αρρωστημένη φύση. Το πάθος, η χημεία, το άγγιγμα, το βλέμμα, το μίλημα. Ήταν όλα αρρωστημένα. Μοιάζει τόσο μακρινό, μα ταυτόχρονα τόσο κοντινό. Εξαιτίας σου, έγινα αυτό που τόσο μισούσα. Εξαιτίας σου, θέλησα τόσο να σου μοιάσω. Εξαιτίας σου, έστριβα μαχαίρια και βελόνες στις αλατισμένες μου πληγές για να γεμίσω έστω και δέκα σειρές, εν απουσία έμπνευσης.
Δε το συνειδητοποίησες ποτέ. Το μέγεθος. Έμοιαζε ελάχιστα στα γκριζοπράσινα σου μάτια. Τα έβλεπα να κυκλώνουν τις κατάμαυρες κόρες και με φόβιζαν. Ήθελα τόσο να τα καταλάβω. Ήθελα τα χέρια σου να γίνουν γκριζοπράσινα και να τυλίξουν εμένα την κατάμαυρη. Να σφίξεις το εβένινο δέρμα μου και να χαθούμε στο άσπρο του παρόντος.
Η μόνη ουσία του παρόντος είναι η ευμετάβλητη ιδιότητα του. Γίνεται αμέσως παρελθόν και μετατρέπεται σε μέλλον. Επεδίωκα να ενώσω τις φύσεις του. Με χέρια και με πόδια πάλευα να το καταφέρω. Το γυάλινο τείχος που τα διαχώριζε έμοιαζε να ναι από τιτάνιο. Έτσι, σε άφησα να γίνεις παρελθόν. Σε έσβησα από το παρόν. Δεν άφησα χώρο για να παρκάρεις στη στάθμευση του μέλλοντος – άλλωστε, δε το ήθελες κι εσύ.
Έχουν περάσει σχεδόν δυο χρόνια από τότε. Κάθε βράδυ ονειρευόμουν την μετουσίωση μου σε ελάφι. Εσύ ήσουν μια αρσενική Άρτεμις που δε σεβόταν το ιερό της ζώο. Ένα ζώο ήμουν – για σένα, που σε λάτρευα. Κάθε βράδυ ξυπνούσα την στιγμή που το βέλος με τρυπούσε στα αριστερά. Ζούσα την σκηνή που το χέρι σου απλωνόταν για να φτάσει το περιεχόμενο της φαρέτρας σου και να κρατήσει σταθερό το φονικό μου όπλο ανάμεσα στην τεντωμένη χορδή του τόξου σου. Προσπαθούσα να με αναγκάσω να ξυπνήσω πριν το βέλος βρει τον στόχο του. Προσπαθούσα να με πείσω για την ονειρική πλευρά σου, μα η αίσθηση ότι εμφανιζόσουν μπροστά μου με γλύκαινε. Τόσο που δε με άφηνα να ξυπνήσω. Μόνο όταν με σκότωνες ξυπνούσα. Προτού αφήσω την τελευταία μου πνοή πάνω στον σορό από κιτρινισμένα φύλλα. Ξυπνούσα. Κάθε νύχτα που τα αστέρια χανόντουσαν μέσα στο πέπλο από καυσαέριο ζούσα τη δολοφονία μου και αγωνιούσα αναμένοντας να ξανά βιώσω τον θάνατο μου – που εσύ μου προκαλούσες.
Και τώρα παρουσιάστηκες πάλι. Με το ίδιο πρόσωπο. Προσπαθώντας να με καλοπιάσεις. Σα να ήθελες το χτύπημα να ήταν πιο ελαφρύ, δίχως πόνο. Χάιδεψες το στιλπνό μου τρίχωμα καθώς μου ψιθύριζες στο ελαφίσιο μου αυτί, μια λέξη που ποτέ δεν πίστευα ότι θα ακούσω: « συγγνώμη». Ξαφνιάστηκα. Πετάχτηκα στα αδύναμα πόδια μου. Αδύναμα, γιατί δεν είχα αντοχή να τρέξω μακριά σου. Ακόμη και τώρα, η έλξη μου για σένα είναι αμετάκλητη. Προσπάθησες να με ηρεμήσεις. Δε θυμόμουν την τελευταία φορά που μου είπες γλυκόλογα. Μα έτρεμα σαν μου σιγομιλούσες. Και ύστερα σε είδα. Αργά και γρήγορα ταυτοχρόνως να τραβάς ένα ακόμη βέλος.
Σκέφτηκα πως δε θα ξανά συμβεί, το ίδιο. Πρόλαβα και φόρεσα την πανοπλία μου. Μα στην θέαση του ξύλινου βέλους σου λύγισε κι αυτή και έπεσε κάτω, αφήνοντας με εκτεθειμένη. Καθώς το βέλος άγγιζε την γούνα μου, δεν τσίριξα. Το υπέμενα καρτερικά. Τι είναι ακόμη μία φορά; Μα εσύ ταυτόχρονα μιλούσες. Δεν με άφηνες να υπομείνω το επαναλαμβανόμενο μαρτύριο μου. Δεν ήμουν το ιερό σου ζώο ποτέ. Και τώρα, βρήκες το κατάλληλο για να λατρέψεις. Μα εκείνο αρνείται τις θυσίες σου και τις χοές σου. Πριν ξεψυχήσω ήθελες να σου πω, πως θα καταφέρεις να πάρει τη θέση που κάποτε πίστεψα ότι είχα.
Και τότε βρέθηκα σε ένα βράχο. Αλυσοδεμένη. Γυμνή. Ανίκανη να κινηθώ. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα εδώ. Μακριά σου. Αλλά σε είδα να έρχεσαι. Είχες αλλάξει και συ μορφή. Ήσουνα πουλί. Σε έβλεπα να πλησιάζεις επικίνδυνα την σάρκα μου. Το ράμφος σου τριβόταν πάνω στο δέρμα μου, φλερτάροντας με το συκώτι μου. Έκλεισα τα μάτια μου για να μη σε δω να με ξεκοιλιάζεις. Κρατήθηκα να μην ουρλιάξω. Δε θα χε διαφορά – για σένα. Κρατήθηκα. Έσφιγγα τις γροθιές μου. Μα δε μπορείς να αποτρέψεις τα κλειστά μάτια από το να εφεύρουν τα δάκρυα. Έμοιαζαν σα διαμάντια καθώς κυλούσαν βρίσκοντας τον δρόμο τους στην αιματοβαμμένη μου σάρκα. Εκεί έπλυνες το ράμφος σου, μέχρι να καθαρίσει. Και ύστερα πέταξες μακριά. Ούτε το αίμα μου δεν ήθελες πάνω σου.
Κάθε βράδυ το συκώτι μου αναγεννιόταν. Και συ ερχόσουν για το καθιερωμένο σου πρωινό.
Μια σκέψη περνούσε από το μυαλό μου. Να μετουσιωθώ σε Ηρακλή. Να σπάσω τις ηφαίστινες αλυσίδες και να σωθώ από το αλλοπρόσαλλο βασανιστήριο σου. Ακόμη περιμένω την ολοκλήρωση της μεταμόρφωσης μου. Κάθε μέρα αλλάζει και ένα κομμάτι μου. Σήμερα έχω στην πλάτη μου ό, τι απέμεινε από το λιοντάρι της Νεμέας. Το τελικό στάδιο είναι τόσο κοντά. Οι αλυσίδες θα σπάσουν από λεπτό σε λεπτό. Δεν έχεις προσέξει την παραμικρή αλλαγή που δημιουργείται μπροστά στα μάτια σου. Επικεντρώνεσαι κάθε φορά στο γευστικό όργανο, που μοιάζει να λαχταράει να το κατασπαράξεις. Και όταν σπάω τις αλυσίδες, ο Ίκαρος μου δανείζει τα κερένια του φτερά και πετάω μακριά – σου.
Από αύριο, αλλάζει το μενού.

Sunday, September 13, 2009

C'est pas la mer(e) a boire

(λίγες σκέψεις για το τελευταίο βιβλίο της Άντζελας Δημητρακάκη «Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα»)




Η ποίηση και δη οι ποιητές -ενεργοί και εν δυνάμει-χαίρουν μιας ιδιότροπης εκτίμησης στη χώρα μας. Αν για τον εστέτ ο ποιητής αποτελεί αντικείμενο λατρείας για τον υπόλοιπο κόσμο χαίρει μάλλον χλευασμού.
Όταν πριν από λίγο καιρό ανέφερα σε μερικούς γνωστούς ότι είχα σκοπό να πάω σε μια βραδιά ποίησης το πρώτο πράγμα που ακούστηκε σαν σχόλιο ήταν η γνωστή αναφορά στον ποιητή Φανφάρα και την αντίστοιχη σκηνή απαγγελίας από το χιλιοπαιγμένο Ξύπνα Βασίλη...(Άσπρα κοράκια κτλ..) Έτσι όταν η φανταστική ποιήτρια Θαλασσία Ύλη -ουσιαστική αν και όχι τυπική πρωταγωνίστρια στο τελευταίο βιβλίο της Άντζελας Δημητρακάκη “Μέσα σ΄ ένα κορίτσι σαν κι εσένα”- ομολογεί ότι η βράβευσή της –και η «επισημοποίησή» της έτσι ως ποιήτριας- την έκανε να νιώσει ότι ο κόσμος θα την αντιμετώπιζε στο εξής ωσάν τον Φανφάρα -γιατί για τον μέσο Έλληνα αυτή είναι η φιγούρα του ποιητή- ουσιαστικά περιγράφει μια ακόμη θλιβερή αλήθεια της σύγχρονης πολιτιστικής μας πραγματικότητας. Μαζί με άλλες. Η ίδια εξάλλου η συγγραφέας μιλώντας για το βιβλίο της και τη σχέση του με την ποίηση λέει
«Σκέφτομαι ενίοτε ότι η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος ίσως υπήρξε μια πρόφαση για να γράψω, να διαβάσω, να σκεφτώ τι θα πει «ποίηση», όχι διαχρονικά, αλλά στη δική μας ιστορική συγκυρία.»*.
Αν και η προφανής και προσφιλής αρετή του βιβλίου είναι η πολύ γλαφυρή έως αμείλικτη περιγραφή της σύγχρονης Αθήνας μέσα από τα μάτια μιας άρτι επαναπατριζόμενης Ελληνίδας του εξωτερικού-της Ελληνοαμερικάνας αφηγήτριας – που τυγχάνει να ανήκει και σε μια μειονότητα που σπανίζει στην ελληνική λογοτεχνία -τη λεσβιακή-, για μένα το πιο ελκυστικό στοιχείο του βιβλίου είναι η σκιαγράφηση μιας άκρως ενδιαφέρουσας-όσο και αμφιλεγόμενης- γυναικείας προσωπικότητας. Αυτής της γνωστής- άγνωστης ποιήτριας που είναι και η ουσιαστική πρωταγωνίστρια του βιβλίου. Η ποιήτρια με το ιδιότροπο όνομα Θαλασσία Ύλη διαγράφεται μέσα από αποσπασματικές αναμνήσεις της αφηγήτριας και ερευνήτριας, μέσα από ανακοινώσεις συνεδρίων, σκόρπιους στοίχους της και απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις που τελικώς σχηματίζουν ένα από τα γοητευτικότερα- αλλά και προκλητικότερα- λογοτεχνικά γυναικεία προφίλ των τελευταίων χρόνων**.
Όπως στο φανταστικό βιβλίο Πορεία προς τον Αλ Μουτασίμ που περιγράφει στο ομώνυμο πεζό του ο Μπόρχες- συγγραφέας που τυγχάνει να είναι και δηλωμένη επιρροή της ποιήτριας μαζί με τον Σελίν και τη Ριτς- όπου τόσο ο ήρωας όσο και το βιβλίο περιγράφεται αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ, κάπως έτσι και η Θαλασσία Ύλη διαρκώς δεσπόζει χωρίς να υπάρχει μέσα στο βιβλίο. Και αυτή αλλά και το έργο της, που περιγράφεται ενίοτε ή δίνεται μόνο σε αποσπάσματα. Ακόμα και οι συνεντεύξεις της παρουσιάζονται ως ντοκουμέντα –στοιχεία της κόρης της και όχι ως δράση.
Προσωπικότητα με ένα μάλλον δυσμεταχείριστο βάρος αφού με την έντασή της καταστρέφει τόσο τον πυρομανή γιο όσο και την ομοφυλόφιλη κόρη μέσα από πράξεις πέραν ήθους και θεσμικών επιταγών. Πέρα από τις σεξουαλικές της ιδιαιτερότητες – ίσως και λόγω αυτών- η ποιήτρια ζει μια διπλή ζωή αυτή μιας καταπιεσμένης μητέρας-νοικοκυράς των Ελλήνων της διασποράς από τη μία και εκείνη μιας εκκεντρικής μυστηριώδους περσόνας διανοούμενης και ακτιβίστριας που γράφει ποιήματά της στους δρόμους ή τα δημοσιεύει σε φανζίν περιοδικά.
Η κόρη-αφηγήτρια περιφέρεται στην Αθήνα ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας της, από το Κολωνάκι στα Εξάρχεια, μεταξύ πανάκριβων βιτρινών και δακρυγόνων σαν μέσα σε τρανς. Νοικιάζει ένα παρακμιακό διαμέρισμα στην πλατεία Θεάτρου, αγανακτεί με τις εταιρίες τηλεφωνίας, πάει σε πάρτι, τρομάζει με τους καυγάδες από το φωταγωγό, δεν της φτάνει ο μισθός της, γίνεται ανάδοχος γονέας ενός παιδιού από την Αφρική, προσπαθεί να κάνει φίλους, να επικοινωνήσει με την νεαρή –και «μέσα στα πράγματα»- ξαδέρφη της, να συμφιλιωθεί γενικώς με την παράλογη-εκ των πραγμάτων- Αθηναϊκή πραγματικότητα και να ξεπεράσει αφενός το δηλητηριώδες μίσος της για τον φαλλοκράτη πατέρα της και αφετέρου δυο μεγάλες απώλειες. Αυτή της συντρόφου της με την οποία χώρισαν μετά από μια σοβαρή και πολύχρονη σχέση και φυσικά της μητέρας της με την οποία είχε μια απόλυτη σχέση εξάρτησης. Με άξονες λοιπόν από τη μία ένα πολύ πρόσφατο Αθηναϊκό σκηνικό – αυτό του 2006-2007 που η συγγραφέας βρισκόταν στην Ελλάδα- και από την άλλη την ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία μιας νεαρής διανοούμενης – η αφηγήτρια μόλις παράτησε ένα διδακτορικό στην ποίηση λόγω υπερβολικής εμπλοκής στο θέμα- ομοφυλόφιλης γυναίκας –φιγούρας που τόσο λείπει από την ελληνική λογοτεχνία όπως η ίδια η συγγραφέας υποδεικνύει– η οποία παλεύει να κατανοήσει έναν κόσμο στον οποίο δεν μπορεί επ’ουδενί να ενσωματωθεί –και όχι μόνο λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας- η Δημητρακάκη σχολιάζει εύστοχα και χωρίς καμία επιείκεια τη σύγχρονη παντελή απουσία κουλτούρας του μέσου Έλληνα, την γυναικεία ομοφυλοφιλία και πέρα από αυτό τα αδιέξοδα μιας μερίδας ανθρώπων που δεν μπορούν να βρουν θέση στο σύγχρονο τοπίο.
Η απολύτως διάφανη ματιά στα πράγματα βέβαια μόνο οδυνηρή μπορεί να είναι τελικώς -πόσο μάλλον για μια μειονότητα όπως η λεσβιακή που ακόμα στην Ελλάδα-ως τόπο και ως συλλογικό ασυνείδητο- δεν δείχνει να έχει βρει ακόμα μια επαρκή αποδοχή.
Τόσο η μορφή του βιβλίου-πιστή στις μεταμοντέρνες επιταγές του νέου μυθιστορήματος- επιστολογραφική στην αρχή, ημερολογιακή στη συνέχεια με ένα είδος appendix στο τέλος που περιλαμβάνει την ανακοίνωση της ερευνήτριας-κόρης της ποιήτριας σε συνέδριο ποίησης και τις συνεντεύξεις της Θαλασσίας Ύλης, όσο και η άμεση σύγχρονη γλώσσα -που η Δημητρακάκη είχε κατακτήσει από την Ανταρκτική κιόλας - νομίζω ότι κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη που αν και καταλαβαίνει από νωρίς τη σχέση της τυπικής με την πραγματική πρωταγωνίστρια δεν παύει να εκπλήσσεται διαρκώς με τα κομμάτια του μωσαϊκού της ιστορίας που προσφέρονται σταδιακά και επιτήδεια από τη συγγραφέα.


* http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=22/05/2009&id=46833

** ένα επίσης από τα πιο γοητευτικά γυναικεία προφίλ που έχω συναντήσει στις τελευταίες αναζητήσεις μου αναζητήσεις στην Ελληνική λογοτεχνία ήταν πέρσι στο Λίγο από το αίμα σου της Σώτης Τριανταφύλλου η υπέροχη Μπέθανι.

(Τίτλος πίνακα: Νεαρά κορίτσια κόντα σε νερά-Auguste Renoir)

Sunday, July 19, 2009

Μπλέντερ


Εδώ είμαι και πάλι, να συνομιλώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τις φωνές του μυαλού μου. Ρινίσματα υπνωτικού χαπιού και άσπρη σκόνη έχουν πασπαλείψει τον εγκέφαλό μου σαν ταλκ. Είναι για ν' αρθρώνει αβίαστα τις εικόνες που αυτή την ώρα μου χαρίζει με μωρουδένια υπερένταση.

Μου αφηγείται πόσο σημαντικό είναι να έχεις μια γερή αίσθηση, μια συμπαγή και ξεκάθαρη εικόνα στο μυαλό σου προτού αποφασίσεις να την επικοινωνήσεις. Αν θα 'ναι με μορφή λέξεων, χρειάζεται χειρουργική ακρίβεια η επιλογή και σύνθεσή τους. Αν θα 'ναι μέσα από μια ζωγραφιά, τότε πρέπει να εστιάσεις πολύ σ' εκείνο το χοντρό κορμό του δέντρου που γέρνει προς ένα ιριδίζον τοπίο κάποιο λυκόφως. Είναι δηλαδή σημαντικό να διοχετεύσεις ποσότητες σκέψης και να τις συγκεντρώσεις όσο μπορείς περισσότερο. Έτσι θα 'χεις μπροστά σου κάτι απτό που θα προσεγγίζει πιστά την πραγματική μορφή του. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος όταν εργάζεσαι, να συγκεντρώνεσαι όταν συνομιλείς, όταν ζεις την εβδομαδιαία σου καθημερινότητα. Γιατί αν δεν είσαι συγκεντρωμένος, εκεί που θα θέλεις να πλάσεις ακόμα και την πιο κοινή λέξη, όπως "καλημέρα", μπορεί να μπλεχτείς και να μπερδέψεις κομμάτι ξένης σκέψης. Αναλογίζεσαι παράλληλα τα υπέροχα χέρια του που δεν ξέρεις αν υπάρχει ποτέ περίπτωση να σ' αγγίξουν ξανά κι έτσι παραγκωνίζεται αβίαστα το "καλή" και σου μένει σκέτη η "μέρα". Θα 'ναι μια μέρα που μετά από αυτό το ανακάτεμα θα περιέχει ίσως και άλλα μέρη του σώματός του, όπως το θεσπέσιο λαιμό που φίλαγες, τα χείλη που χάιδευες, τα μάτια που σε κοιτούσαν με γλύκα και που λαχταράς. Θα 'ναι μια μέρα που, μόλις κλείσεις την πόρτα της εισόδου το βράδυ και αφήσεις να γλιστρήσουν τα κλειδιά στο μπολ, θα 'χει περάσει χωρίς καν να την έχεις ζήσει. θα 'σαι ζαβλακωμένος. Η σκέτη "μέρα" που ψέλλισες σα μουντρούχος το πρωί ήταν μόνο το ένα κομμάτι της σκέψης-υβριδίου σου. Τη συμπληρώνει αυτό το χέρι που ήταν μέσα στο κεφάλι σου. Πέραν του ότι ανακάτευε με τα δάχτυλα το σύμπαν εκεί μέσα, σ' έκανε να ζήσεις τη μέρα εν μέρει. Η μισή ήταν σ' έναν κόσμο πραγματικό που αντιμετώπιζες με κοφτά λόγια και προφανή δυσθημία. Η άλλη μισή ήταν χαμένη μέσα στο μπλέντερ που σε χτύπαγε με αβγά εκείνο το χεράκι... (t.b.c.)

Thursday, July 16, 2009

το φάντασμα



Τελευταία έχω να κάνω με πολλά φαντάσματα.
Έρχονται και μου κάνουν παρέα, εκεί, στον καναπέ. Παρακολουθούμε μαζί τις καλοκαιρινές επαναλήψεις των σειρών του Μέγκα. Και όταν βαρεθούμε μου διηγούνται ιστορίες. Ιστορίες για φαντάσματα. Αληθινές ιστορίες για φαντάσματα!

Ένα ακόμη ανολοκλήρωτο κειμενάκι. Επίκαιρο! Αύριο είναι της Αγιάς Μαρίνας. Βαρύ μεσημέρι! Μην βλαστημήσετε κάτω από συκιά!



- Μωρή μάνα, μη τους λες τέτοια πράγματα, το βράδυ δεν θα μπορούνε να κοιμηθούνε πάλι!
- Εγώ; Ευτούνα μου το ζητάνε συνέχεια! Το λοιπό, έφυγε, έφυγε, ακούτε! Έτσι λέγανε, ότι τση Αγίας Μαρίνας, στις 17 του Ιούλη, στη μέση ακριβώς του καλοκαιριού, πιάνουμε τα μάγια! Τα πάνε οι μάγισσες και τα πετάνε αχαράματα στη θάλασσα και μετά, άμα πας εσύ, σε πιάνουνε. Γι αυτό εκείνη τη μέρα να μη πηγαίνετε για μπάνιο. Ξέρω εγώ, τι πάει και κάνει εκεινή εκεί, η Φασούλαινα, που μας μισεί! Αφού λένε ότι την έχουνε δει να βγαίνει από μία που δένει μάγια, στη στροφή, στην ανηφόρα για το λόφο του Στράνη.
- Γιαγιά, γιαγιά, εσύ έχεις δει ποτέ νεράιδα;
- Αμήήή! Ναι, ένα μεσημέρι, Αγίας Μαρίνας! Μικρές ήμασταν και εγώ και η θεία, η αδελφή Καρούμπα. Και, όπως και εσείς, δε θέλαμε να κοιμηθούμε το μεσημέρι, θέλαμε να βγούμε όξω και να παίξουμε. «Μωρέ, μη βγείτε όξω, είναι βαρύ τούτο το μεσημέρι» μας έλεγε ο κακομοίρης ο πατέρας μας, ο μακαρίτης, να ναι καλά η ψυχούλα του. Αλλά που να πάρουμε χαμπάρι εμείς. Και μόλις ανοίγουμε την πόρτα τσοι είδαμε! Χεστήκαμε απάνου μας!
- Πώς ήταν, πώς ήταν;!
- Ουουου, τεράστιες, ψηλές σα κυπαρίσσι. Λιγνές. Και πανέμορφες, με μακριά, κατάμαυρα μαλλια!
- Και τι σας είπανε;
- Τίποτα, τι να μας πούνε; Νόημα μας κάνανε, να πάμε μαζί τους!
- Και τι κάνατε;
- Όπου φύγει, φύγει! Δώσαμε μία πορτία και τρέξαμε στο κρεβάτι μας και σκεπαστήκαμε από το κεφάλι. Και ετρέμαμε από το φόβο μας. «Καλά να πάθετε», μας έλεγε ο κακομοίρης ο πατέρας μας! «Αφού δεν ακούτε». Γι αυτό, δεν κάνει να βγαίνετε όξω το μεσημέρι, τα καλοκαίρια!
- Και τι φορούσανε;
- Κάτασπρα φορούσανε, κεντημένα φορέματα, και αστράφτανε τόσο που σου στραβώνανε τα μάτια! Αμή μία άλλη φορά;
- Τί;
- Πάλι δεν ακούγαμε το πατέρα μας και θέλαμε να βγούμε όξω μεσημέρι, και μας λέει η μάνα μας, αφού θα βγείτε, πάρτε τούτο το καλαθάκι και πηγαίνετε στο χωράφι να μαζέψετε λίγο μπιζέλι. Και πήγαμε. Εγώ μάζευα ας πούμε εδωπά, που ήτανε ο φράχτης, και λίγο πιο πέρα η αδελφή Καρούμπα. Και όπως πλησίαζα στο φράχτη, τι να ’δω από την άλλη μεριά;!
- Τι, τί;
- Ένα διάσκατζο!
- Αααα!
- Σουουου μωρέ, θα μας φέρουνε την αστυνομία, κοιμούνται, μεσημέρι είναι! Μη φωνάζετε, δεν θα σας πω τίποτα άλλο!
- Και πώς ήτανε γιαγιά;
- Δεν μπορείτε να φανταστείτε! Ήτανε ένα μικρό ανθρωπάκι, τόσο μικρό, με μία φάτσα ζαρωμένη, σα γέρος, με κόκκινα ρούχα και μακριά κόκκινα νύχια και μου έλεγε «έεεελα, έεεελαααα» και μου έκανε έτσι τα νύχια, γρούτσου, γρούτσου!
- Και τι έκανες εσύ;
- Λέω «μωρή αδελφή, έλα να δεις» και με το που το βλέπει και η αδελφή Καρούμπα, πετάξαμε αλλού το καλαθάκι, αλλού το μπιζέλι και πήγαμε του σκοτωμού στη μάνα μας!
- Μωρή γιαγιά, μήπως είχε έρθει ο πατέρας σας να σας φοβίσει;
- Όχι παιδάκι μου! Γιατί πες στα μούτρα να είχε βάλει μουτσούνα και είχε κολλήσει και ψεύτικα νύχια, αλλά πώς ήτανε μικρό ανθρωπάκι; Άμα δε με πιστεύετε, ρωτήστε την αδελφή Καρούμπα την άλλη φορά που θα έρθει.

Όλο να τη ρωτήσουμε θέλαμε την αδελφή Καρούμπα αλλά όλο το ξεχνάγαμε όποτε ερχόταν. Γιατί φώναζε από μακριά τη γιαγιά «Αθηνάαα. Αθηνάαα» αγκομαχώντας που ανέβαινε την ανηφόρα, μήπως και δεν ήτανε στο σπίτι η γιαγιά και ανέβαινε τσάμπα. Και η γιαγιά απαντούσε με μία φωνή που έβγαινε από τα σπλάχνα της και τώρα θα την έλεγα φωνή όπερας «έεεεελαααα μωρήηηη Καρούουουμπαααα»! Εμείς τρέχαμε και στριφογυρίζαμε γύρω από τη θεία και φωνάζαμε «ήρθε η αδελφή Καρούμπα, ήρθε η αδελφή Καρούμπα»! Και αφού ξελίγωνε η θεία άρχιζε να λέει πικάντικες ιστορίες, για τότενες που πηγαίνανε για αγριολάχανα με τη γιαγιά στα χωράφια του Παπα-Μπάμπη και εκείνος κρυβότανε πίσω από τα δέντρα για να βλέπει τα μηρία τους, που σκύβανε για να κόψουνε τα λάχανα. Και κατέληγε πάντα να σκαρφαλώνει πάνω στο τσιμεντένιο τραπέζι που είχε χτίσει ο παππούς στη μέση της αυλής και να λέει ένα τραγουδάκι πολύ αστείο, που και τι δεν θα έδινα να το ξαναάκουγα. Θυμάμαι μόνο που έλεγε κάτι για «από πίσω και από μπρος» με κατάλληλες κινήσεις και χειρονομίες, και η επίσκεψη τελείωνε με ατελείωτα χαχανητά και ξεκαρδίσματα απ’ όλη τη γειτονιά και με τις βλαστήμιες του παππού, που μην άκουγε άνθρωπο να γελάσει, του έμπαινε ο διάολος μέσα του!





Μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι που να θυμηθείς να ρωτήσεις την αδελφή Καρούμπα για το διαολάκι στο χωράφι με το Μπιζέλι όταν ήτανε μικρή. Και τώρα πια είναι αργά για να τη ρωτήσω είτε για ανθρωπάκια, είτε για το τραγουδάκι με το «από πίσω και από μπρος». Μετά από καμιά δεκαετία που η θεια σταμάτησε να μιλάει και να σηκώνεται από το κρεβάτι της, από τότε που γύρισε από την κηδεία του γιου της, πέθανε και ησύχασε, και πήρε μαζί της τις όμορφες και φασαριόζικες ιστορίες της. Δεν μου το είχαν πει αμέσως οι δικοί μου. Με θεωρούν πολύ ευαίσθητο και μου τα λένε πάντα με μια καθυστέρηση μερικών μηνών από το τηλέφωνο. Ξαφνικά, εκεί που δεν συμβαίνει τίποτα, καθώς μιλάμε με την μητέρα στο τηλέφωνο, αρχίζει τα κλάματα. «Θυμάσαι τότε, πριν τρεις μήνες, που δεν με άκουσες στο τηλέφωνο καλά και με ρώτησες τι έχω και σου είπα τίποτα; E, είχε πεθάνει η αδελφή Καρούμπα».

Για τη μαμά πάντα είμαι εκείνο το αγοράκι που όλο ήθελε να ακούει τις ιστορίες με φαντάσματα της γιαγιάς και το βράδυ δεν ήθελε να κοιμηθεί μόνος του στο κρεβάτι και έκλαιγε. Μα η αλήθεια είναι ότι δεν φοβόμουνα από μόνος μου τόσο εκείνα τα βράδια. Ο αδελφός μου με φόβιζε. Πάνω από το κρεβάτι μου περνούσε το πουρί μιας σόμπας. Μαύρο. Ε, εκεί που γλάρωνα άκουγα τον αδελφό μου να μου λέει με μία υποχθόνια φωνή «νάτο, νάτο, το βλέπω, βγαίνει ένα χέρι από το σωλήνα, έρχεται καταπάνω σου»! Και τι δεν είχα κάνει σε κείνο το πουρί για να μην το φοβάμαι, του κρέμαγα μπαλόνια, κουκλάκια, οτιδήποτε. Στην αρχή προσπαθούσα να μην φωνάζω γιατί φοβόμουνα μην έρθει ο μπαμπάς και μου δώσει καμιά με την ζώνη του, πάνω από τα σκεπάσματα (παρόλα αυτά και αυτό πονούσε). Οπότε απλά κοιτούσα το πουρί και κατάφερνα να συνηθίσω τα μάτια μου στο σκοτάδι να το διακρίνουν και να παρακολουθώ αν θα βγει κανένα χέρι. Όμως από την άλλη ερχόταν ο αδελφός μου. Σέρνονταν στο πάτωμα, και πετάγονταν ξαφνικά το χέρι του να με αρπάξει μέσα στο σκοτάδι. Ε, τότε άρχιζα τα ουριαχτά, τις έτρωγα από τον μπαμπά - βεβαίως ο αδελφός μου επέμενε ότι δεν είχε κάνει τίποτα και η μαμά μονολογούσε ότι έφταιγε η γιαγιά με τις ιστορίες της – και τελικά κοιμόμουνα στο κρεβάτι της μαμάς και του μπαμπά, από την πλευρά της μαμάς, αφού ο μπαμπάς ήταν θυμωμένος.

Εκεί, με την ασφάλεια της μαμάς, δίπλα, σκεφτόμουνα και τις άλλες ιστορίες της γιαγιάς, και δεν φοβόμουνα. Όχι, όχι, φήμες ήταν ότι ήμουν φοβητσιάρης…

- Εκείνα τα χρόνια που ήμουνα μικρή λέγανε ότι όταν χτίζανε σπίτι, άμα τύχαινε να πλακώσει την σκιά ζωντανού η πρώτη πλάκα, θα πέθαινε μέσα στο χρόνο και θα στοίχειωνε το σπίτι. Ε, τότε που ο πατέρας μου έχτιζε το σπίτι μας, πλακώθηκε η σκιά ενός μεγάλου, πανέμορφου σκύλου. Είχε δύο τεράστια μάτια, σαν σμαράγδια! Όταν εμπήκαμε μέσα στο σπίτι, στη σάλα είχαμε ένα μεγάλο, ξύλινο κομό. Ωραίο, σκαλιστό, πολύ παλιό. Και αποκάτου, το βράδυ, άμα κοίταζες έβλεπες τα μάτια του σκύλου που λάμπανε καταπράσινα!
- Και τί κάνατε;
- Τίποτα. Σκύβαμε όλα τα αδέλφια, γιατί δεν ήμασταν μόνο εγώ, η αδελφή Καρούμπα και ο Αντώνιος ο Σκαπατσώνης. Είχαμε και άλλα αδέλφια, από τον πατέρα μας, που είχανε άλλη μάνα. Την είχε χωρίσει ο συχωρεμένος γιατί όλα τα παιδιά τους βγαίνανε μουρλά και μετά πήρε τη μάνα μας. Τρία αδέλφια είχαμε, πιο πολύ θυμάμαι το Μίμη, τ’ άλλα πεθάνανε στη Κατοχή...
- Γιαγιά και τί κάνατε στα μάτια του σκύλου;
- Τα κοιτάγαμε και μας κοιτάγανε. Και λέγαμε στο Μίμη που ήτανε παρμένος «πιάστα μωρέ Μίμη να δούμε, μπορείς» και έκανε εκείνος έτσι αλλά δεν τα έπιανε, ήτανε αέρας, πέρναγε από μέσα τους το χέρι του!
- Και δεν φοβόσαστε;
- Όχι, τί να φοβηθούμε, αφού δεν μας έκαναν τίποτα, ξέραμε ότι ήταν το στοιχειό του σπιτιού.
- Εγώ γιαγιάκα θα φοβόμουνα πολύ!
- Όχι, δεν ήταν κακό το στοιχειό. Άλλα στοιχειά ήταν κακά. Κάτσετε να σας πω! Εδωπά, αποπάνου, στις σκάλες, ήτανε προσεισμικά το σπίτι μίας γριάς, της Κουμούταινας. Ξαφνικά, από μία εποχή και μετά η Κουμούταινα πλούτισε. Τί τουαλέτες, καπελίνα με φτερά, μεταξωτά, παλτά, γούνες, χρυσαφικά, ω, ω! Και δώστου χτενίσματα και οπερέτες. «Μωρέ που τα βρίσκει η Κουμούταινα τα λεφτά, μωρέ που τα βρίσκει», λέγαμε ούλη η γειτονιά! Μία μέρα, ξαφνικά, ένα μεσημέρι ακούστηκαν φωνές, βογγητά, «ω με σκοτώνει» φώναζε η Κουμούταινα! Έτρεξε ούλη η γειτονιά! Και τί να δούμε!
- Τί, τί;
- Τη Κουμούταινα, χάμου, σακατεμένη! Αιματοκυλισμένη! Μπλάβα ήτανε ούλα τα κρέατά της! Και τα ξέρασε ούλα. Είχε λέει στο σπίτι της ένα ανθρωπάκι που της έφερνε συνέχεια λεφτά. Δεν την πείραζε αλλά πήγαινε και της έσβηνε πάντα το καντήλι, δε το ήθελε αναμμένο. Ε, μέχρι και μία μέρα είχε το νευρικό της η Κουμούταινα και το έστειλε στο διάολο! Ε, με το που το έστειλε στο διάολο, εκείνο τη σάπισε στο ξύλο, πήρε και τα λεφτά και πήγε καλιά του!
- Γιατί γιαγιά;
- Ε, μα δε το ξέρετε; Δεν είναι για καλό παιδάκι μου ευτούνα. Στη αρχή ο διάσκατζος σου δίνει καλά, λεφτά, λούσα, μέχρι να σε κάνει του χεριού του και μετά σε καταστρέφει!

Οι ιστορίες με τα μικρά ανθρωπάκια είναι από το αγαπημένο μοτίβο στο νησί. Τόσο που σε κάνει να το πιστέψεις. Και σαν μικρό παιδί να παραπονιέσαι που δεν συναντάς και εσύ ένα μικρό ανθρωπάκι, να σαν εκείνο το κοκκινομάλλικο, τον Φρου-φρού! Μια εντυπωσιακή διήγηση είχα ακούσει και από τον νονό ενός ξαδέλφου, σε ένα εορταστικό σαλόνι του νησιού. Ορκίζονταν ο άνθρωπος ότι στο παλιό σπίτι που ζούσε, στο ισόγειο είχανε το στάβλο, με τα άλογα. Και κάθε βράδυ τα άλογα αφηνιάζανε. Κατέβαινε να δει τί γινόταν και τα έβλεπε με κοτσιδάκια, πλεξούδες δεμένες τα μαλλιά τους και ένα ανθρωπάκι να πηδάει από άλογο σε άλογο και να τους τραβάει τις τρίχες! Και εκείνα χλιμιντρούσαν αφηνιασμένα. Εκείνον δεν τον πείραζε το ανθρωπάκι, αλλά το φοβότανε και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η γυναίκα του ορκιζόταν ότι ήταν αλήθεια και ότι και εκείνη είχε δει τις πλεξούδες στα άλογα αλλά δεν έβλεπε το ανθρωπάκι. Εμφανιζόταν μόνο σε εκείνον που ήτανε ελαφροΐσκιοτος. Και πήρανε απόφαση να πουλήσουνε το σπίτι και να πάρουνε άλλο για να ησυχάσουνε.


Απορούσα που αυτό το ανθρωπάκι το φοβότανε. Εμένα μου ακούγονταν αστείο διαολάκι. Και έκανα με την φαντασία μου μικρά ανθρωπάκια τα πλέιμομπίλ μου, τα έβαζα στη τσέπη μου και τους έβγαζα το κεφαλάκι έξω από την τσέπη μου για να βλέπουν. Τα μεσημέρια, στο φαγητό, έβαζα ένα τραπεζάκι και καρεκλίτσες, πιατάκια και ποτήρια, για να φάνε μαζί μας. Και ο μπαμπάς μου έκοβε κομματάκια από το φαγητό του και το έβαζε στα πιατάκια τους. «Φάτε» μας έλεγε, «μη τα μηρυκάζετε»! Και με έστελνε πάντα να του φέρω νερό ή ένα πιρούνι, γιατί το δικό του είχε πέσει κάτω, και μέχρι να γυρίσω τα πλέιμομπίλ είχαν φάει το φαγητό τους! Και μου έλεγε «άντε, αυτά το φάγανε, φάε και εσύ»!

Η μαμά, που είχε βαρεθεί να μαζεύει τα πλέιμομπίλ μου από παντού μέσα στο σπίτι αλλά και λυπόταν να χαλάει τις παραστάσεις που έφτιαχνα μαζί τους, μου άδειασε μια ντιβανοκασέλα από τα παλιά ρούχα που φύλαγε για χρόνια εκειμέσα, και μου είπε ότι εκεί μπορούσα να στήσω το παλάτι των πλέιμομπίλ μου. Ήταν τέλειο! Είχα δύο ολόκληρα σχεδόν μέτρα μέσα στο κουτί του ντιβανιού για τα δικά μου ανθρωπάκια! Και μια από τις σκέψεις που με καθησύχαζαν τα βράδια που φοβόμουν ήταν ότι τα πλέιμομπίλ μου ζωντάνευαν. Ευχόμουν να μπορούσα έστω για λίγο και εγώ, με έναν μαγικό τρόπο να μίκραινα και να έπαιζα μαζί τους. Μπορώ να πω ότι σχεδόν ήμουν ερωτευμένος με την πρωταγωνίστρια των πλέιμομπίλ μου, την Φρου – Φρίνα! Νομίζω ότι και οι πρώτες μου σεξουαλικές αναζητήσεις και πειραματισμοί με τα πλέιμομπίλ μου πραγματοποιήθηκαν. Άλλωστε… δεν μπορούσαν τα αδιάκριτα βλέμματα του σπιτιού να δουν πώς κοιμόταν τα πλέιμοπμίλ μου μέσα στην ντιβανοκασέλα. Τότε λοιπόν, καλά ήταν με τα μικρά φαντασματάκια μου. Αργότερα ήρθαν τα αληθινά φαντάσματα στη ζωή μου…





***οι φωτο από τα εγγλέζικα μνήματα, στη Ζάκυνθο.

Tuesday, June 23, 2009

Και ξυπόλυτη χορεύω...


Πρόβλημα. Ο ακριβής ορισμός του απουσιάζει πλήρως από το λεξικό της μέχρι τώρα ζωής μου. Σίγουρα είναι υποκειμενικός. Και σίγουρα μοναδικός κάθε φορά. Περιστρέφεται γύρω απ’ τον καθένα μας δίνοντας την αίσθηση πως είμαστε κάτι ξεχωριστό για το πρόβλημα. Όπως και εκείνο, για εμάς. Δεν υπάρχει ολόιδιο του πουθενά σε όλο το σύμπαν. Όσο και να ψάξεις, η μοναδικότητα του, εκείνο το χαρακτηριστικό που το κάνει τόσο ιδιαίτερο, τόσο δυναμικό, ώστε να σου καθορίσει τη μέρα, την εβδομάδα, τον μήνα, τη ζωή, είναι ένα. Εσύ. Άλλωστε όλα τα υπαρκτά προβλήματα, είναι πάντα, μόνο τα δικά μας.
Κάθε τι δικό μας, πρέπει οπωσδήποτε να διαφέρει από οτιδήποτε άλλο υπάρχον. Ακόμη και αν αυτό είναι ένα ζευγάρι παπούτσια που βγαίνει σε χιλιάδες πανομοιότυπα και κοπιές. Είναι δικό σου, άρα μοναδικό. Ξεχωρίζει από χιλιόμετρα και σε κάνει να λάμπεις. Ένα ζευγάρι παπούτσια είναι το πρόβλημα. Τα φοράς, τα βγάζεις, τα λερώνεις, σου κάνουν ωραίο πόδι, σε κόβουν στο κουντεπιέ, τα πετάς γιατί παλιώσανε. Και όμως, όταν τα ανακαλύπτεις πρώτη φορά στη βιτρίνα, νομίζεις ότι είναι κάτι το συναρπαστικό. Κάτι που αξίζει να ασχοληθείς μαζί του. Εκείνη τη στιγμή που τα μάτια σου λάμπουν και σχηματίζεται στις κόρες το σύμβολο του ευρώ μαζί με ένα μείον μπροστά δε σκέφτεσαι ότι μπορεί να τα έχει ήδη κάποιος αγοράσει, να τα έχει φορέσει, να τα έχει βαρεθεί. Ίσως να μην τον διευκόλυναν στο περπάτημα, αντίθετα να του δημιούργησαν πληγές στα πόδια.
Έστω ότι η βιτρίνα είναι ίσως ο κόσμος που κατοικούν τα προβλήματα. Εκείνα με την απλησίαστη τιμή είναι τα πιο δύσκολα προβλήματα. Δε μπορούν να τα αγοράσουν όλοι. Και όταν το κάνουν δε μπορούν εύκολα να πείσουν το πόδι τους να τα συνηθίσει. Δε μπορούν να τα ξεφορτωθούν από την παπουτσοθήκη γιατί η απόδειξη είχε τριψήφιο αριθμό πάνω. Τα υπομένουν. Ώσπου κάποια στιγμή, μένουν στο ράφι ή απλά η συνεχής τριβή με την άσφαλτο τα φθείρει. Οι σόλες τους εξαφανίζονται. Στο ράφι με τα τριψήφια βρίσκεται η πείνα, η φτώχεια, η απόλυση με ένα τρέχον δάνειο, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η κατάθλιψη, η μοναξιά, η στέρηση της ελευθερίας. Εκείνα με την φυσιολογική τιμή είναι προσιτά στους περισσοτέρους. Είναι τα συνηθισμένα προβλήματα, που απασχολούν σχεδόν τους πάντες. Δε λύνονται από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά κάποια στιγμή εξαφανίζονται. Αυτά τα παπούτσια είναι εύχρηστα, φοριούνται όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Πολλές φορές όταν δε μπορείς να τα φορέσεις πια, είτε γιατί το πόδι σου μεγάλωσε, είτε γιατί τρυπήσανε από την υπερβολική χρήση, στεναχωριέσαι που δεν τα έχεις. Είχες με κάτι να ασχολείσαι τουλάχιστον… Στο δεύτερο ράφι, στέκονται προβλήματα που νομίζουμε ότι ανήκουν στο προηγούμενο. Πλεονεξία, εγωισμός, δε-με-καταλαβαίνει-κάνεις- ενώ-στην-ουσία-το-κάνουν-πολλοί-αλλά-δε-θέλω-να-το-παραδεχτώ. Όσο για εκείνα με την εξευτελιστική τιμή ή αλλιώς ευκαιρίας, είναι τα σχεδόν ανύπαρκτα. Ό, τι παίρνεις αγοράζεις, λένε. Έχουν δίκιο. Τη μία ημέρα υπάρχουν, την άλλη έχουν χαθεί. Δια παντός. Μαγικά. Απουσιάζουν, τέλος πάντων. Πότε-θα-με-πάρει-τηλέφωνο, είμαι-άσχημος/η, τι-να-βάλω-απόψε-δεν-έχω-τίποτα, πρέπει-να-ζητήσω-από-τον-πατέρα-μου-να-αλλάξει-λάδια-στην-πόρσε, έχω-κυτταρίτιδα. Τρίτο ράφι, αριστερά.
Κάθε φορά που πλησιάζεις στη βιτρίνα, δε ξέρεις τι να πρωτοπάρεις. Είναι όλα τόσο φανταχτερά. Το τι θα σε οδηγήσει, όμως, στο ταμείο, ίσως είναι διαφορετικό από αυτό που πίστευες ότι αγόρασες. Μήπως τελικά να αρχίσω να κυκλοφορώ ξυπόλητη;

Saturday, May 30, 2009

Μεταμορφώσεις


Είμαι φτερό. Πετάω. Ελεύθερο. Ξέφυγα από το λοφίο τρυποκάρυδου που κυνηγούσε μία γκρίζα γάτα. Όσο κάνω ζικ ζαγκ στον ουρανό, μεταλλάσσομαι στον κυνηγό μου. Μαύρη. Τρέχω. Ελεύθερη. Το τρίχωμα μου δεν είναι γυαλιστερό. Λείπει ένα κομμάτι γούνας στην ουρά μου, μα είμαι ελεύθερη, δε με νοιάζουν οι τρίχες. Όσο κοιμάμαι στον ήλιο, μεταμορφώνομαι σε ποντίκι. Άσπρο. Ροκανίζω τυρί. Ελεύθερο. Όχι για πολύ. Πιάνομαι στη φάκα. Ουρλιάζω, μα δεν ακούγομαι.
Χάνω τις μορφές μου και γίνομαι πάλι εγώ. Μα συνεχίζω να είμαι στην φάκα. Ήταν μικροσκοπική. Τώρα, είναι ίση με το μέγεθος μου. Προεξέχει το κεφάλι μου. Φυσάει αέρας και τα μαλλιά μου πέφτουν στο πρόσωπο μου. Κλείνω τα μάτια μου, μήπως ξυπνήσω. Οι βλεφαρίδες μου μοιάζουν με τσουκνίδες και τσούζουν τα μάγουλα. Μοιάζουν γδαρμένα από τα νύχια μου, μα δεν είναι. Προσπαθώ να ελευθερωθώ. Φωνάζω, μα η φωνή δεν βγαίνει. Λείπουν άραγε οι φωνητικές μου χορδές από τη θέση τους; Και ύστερα μετατρέπομαι σε βιολί και τραγουδώ λυπητερά με απούσες χορδές, για να δώσω τη θέση μου σε ψηλή βελανιδιά χωρίς φύλλα. Μα δεν είναι φθινόπωρο. Κάνει ζέστη και δεν ακούω το ποτάμι να τρέχει. Είμαι σταγόνα τώρα και έχω μόνο μια φορά να προχωρήσω. Δε θέλω να γυρίζω πίσω, κι αυτό με βολεύει. Χοροπηδάω και πέφτω στο δέλτα. Γίνομαι λάσπη, ανακατεμένη με κλαδιά. Τα τυλίγω, να τα ζεστάνω μα αυτά πηδούν στο νερό για να ξεπλυθούν. Δεν είχα σκοπό να τα μολύνω, μόνο να τα αγκαλιάσω. Ήθελα. Είμαι κάστορας και τα χτυπάω με την ουρά μου για να φτιάξω φράγμα. Τώρα δεν πονάνε - μόνο ως λάσπη τα ενοχλούσα. Χτυπάω τα δύο μπροστινά δόντια μου δυνατά για να τα τεμαχίσω και αλλάζω σε καρότο στο στόμα λαγού. Γίνομαι λαγούμι και τα τοιχώματα μου φιλοξενούν εκείνον που πριν με καταβρόχθισε. Γκρεμίζομαι και γίνομαι πέτρινη σπηλιά, σπίτι αρκούδας. Πρώτα καφετιάς, ύστερα ιγκλού πολικής. Ζω στον πάγο σαν αρκούδα. Είμαι λευκή. Ελεύθερη. Μέχρι να ξανά αλλάξω μορφή.
Είμαι κλουβί και μέσα μου κλειδώνω όσους προσπαθούν να φύγουν. Δεν γνωρίζουν πως και γω προσπαθώ εναγωνίως να τους απομακρύνω. Καμία φορά, προσποιούμαι ότι ξεχνάω να κλειδώσω και τρέχουν μακριά μου. Πότε μοιάζει χαρούμενη η φυγή τους, πότε όχι. Φεύγουν μακριά και έχω την άδεια τους να μετατραπώ σε τσιγάρο στο στόμα μανιακού καπνιστή. Η ζωή μου φτάνει ως το φίλτρο για να τελειώσει. Με κάθε κλικ του αναπτήρα, ζω για είκοσι λεπτά το πολύ. Πεταμένη γόπα μεταλλάσσεται σε ψαλίδι που κόβει την κορδέλα της καινούργιας πόλης. Εκείνης που δεν υπάρχει. Είμαι χωριό, λεηλατημένο, καμένο, γεμάτο στάχτες. Με ξανά χτίζουν από την αρχή για να μετατραπώ σε χωράφι που οργώνεται από τους περαστικούς γιατί δεν έχει δικό του αφέντη. Δεν προλαβαίνω να τους πω , ότι εγώ είμαι αφέντης του εαυτού μου, μόνο προσποιούνται τον κάλλιστο ζευγολάτη. Και ύστερα είμαι κορνίζα εποχής για να θυμούνται τα παλιά και παίρνω την μορφή αυτού που θέλουν να μνημονεύουν - αγνοώντας την πραγματική δική μου.
Θέλω να επιστρέψω σε ό, τι είμαι, μα δεν μπορώ. Έχω αλλάξει τόσες μορφές και δεν μπορώ να ξανά γυρίσω στην αληθινή. Ίσως επειδή, ούτε και εκείνη ήταν η αληθινή. Μοιάζω να έχω κατάρα μεταμόρφωσης, ωσότου να βρω εκείνη την μορφή που πραγματικά δεν θα με αφήσει για κάποια άλλη. Ο χρόνος περνάει. Αλλάζω. Περιμένω. Επιμένω. Θα με βρω. Θα με ανακαλύψω. Και αν με μάθω, θα στο φωνάξω: « εδώ είμαι, έλα να με βρεις». Και αν δεν έρθεις, θα ναι επειδή και συ ακόμα μεταμορφώνεσαι στις δικές σου επιφάνειες. Μα μην αργήσεις πολύ. Στις μεταμορφώσεις μου, σα με βρήκα, έχασα την υπομονή μου. Εσύ τι θα χάσεις άραγε, αναρωτήθηκες ποτέ;

Tuesday, May 19, 2009

Το νόημα

Ο Τάκης ήθελε να το κάνουμε «επιτέλους-έτσι το έθεσε-‘κανονικά’». Ο Τάκης δεν είχε ποτέ καμία τέτοια απαίτηση. Τι τον έπιασε ξαφνικά;
Θα μου πεις, πως μπορείς να κρατήσεις σχέση έξι χρόνων-και πέντε ημερών-χωρίς σεξ;
Μα τι είναι σεξ; Τι ορίζεται έτσι ξέχωρα και αποκομμένα;

Θυμάμαι, ήταν κεραυνοβόλο φλερτ. Γνωριστήκαμε στο σούπερ μάρκετ, δίπλα από τον πάγκο με τα λαχανικά. Έπαιρνα ραπανάκια. Εκείνος, έπαιρνε μπέικον, διότι, δίπλα απ’ τον πάγκο με τα λαχανικά, είναι το ψυγείο με τα αλλαντικά.
-Πώς σε λένε;
-Σοφία. Εσένα;
-Τάκη.
Οι πρώτοι μήνες ήταν απίστευτοι! Βγαίναμε παντού, είχαμε γνωρίσει όλα τα κουλτουριάρικα και ελαφρολαϊκά. Η εγκεφαλική μας χημεία ήταν στο ζενίθ!
Μιλάγαμε ώρες, πηγαίναμε για καφέ και συζητούσαμε για βιβλία, ταινίες, θέατρα, γκαλερί, μουσική…! Για οτιδήποτε! Με άκουγε προσεκτικά. Τον άκουγα και θαύμαζα κάθε λέξη του. Με εντυπωσίαζε αυτός ο άντρας!
Γυρίζαμε, γυρίζαμε, γυρίζαμε. Όλη μέρα μαζί. Παντού μαζί!
Ο Τάκης, δεν είναι τίποτα απ’ αυτούς τους μπηχτές. Δεν το σκεφτόταν. Ή το σκεφτόταν αλλά δεν έλεγε κάτι. Δε με πίεζε. Φαινόταν να μην ενοχλείται.
Κι έτσι, γυρίζαμε, γυρίζαμε, γυρίζαμε. Σε κατάφυτα πάρκα, σε μουσεία, σε λέσχες… Τι έρωτας;! Τι συγκίνηση;! Τα σκεφτόμουν σοβαρά πως ήταν ο άνθρωπός μου! Και όλα γύριζαν… Και’ γω γύριζα.. Όλα ζάλη!
Και μέσα στο ανακάτεμα, πέρασαν οι πρώτοι έξι μήνες. Δεν ερχόταν σπίτι ποτέ. Δεν του έλεγα και δεν το ζητούσε. Του άρεσε που ήμουν έτσι, με την απλότητα του εφηβικού έρωτα. Χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς το σεξουαλικό βάρος.
Και μια μέρα- στον έκτο μήνα και στη δέκατη πέμπτη μέρα- τον προσκάλεσα. Ήρθε το πρωί, με λουλούδια και γλυκά, όμορφος, χτενισμένος, με ανοιχτόχρωμη μπλούζα και βερμούδα- καλοκαίρι γάρ.
Ήπιαμε καφέ στον καναπέ συζητώντας μεταξύ ρουφηξιών και σπιτικών κουλουριών. Ξαναγεμίσαμε τα φλιτζάνια και καθίσαμε να τα πούμε. Έπειτα, ήταν η ώρα του μεσημεριανού. Φάγαμε. Συζητήσαμε. Ξαναγεμίσαμε τα πιάτα και τα ποτήρια με κρασί που είχα αγοράσει από τη διπλανή κάβα-λευκό ημίγλυκο. Μετά, ήταν η ώρα του γλυκού. Πάστες σοκολάτας, που είχε φέρει ο Τάκης. Ξαναγεμίσαμε τα ποτήρια και κάτσαμε στον καναπέ. Συζητήσαμε λίγο ακόμα. Ξαναήπιαμε καφέ. Ξαναφάγαμε κουλουράκια. Έπειτα φρούτα. Μετά παγωτό. Το βράδυ παραγγείλαμε κινέζικο. Ξαναφάγαμε. Ξανασυζητήσαμε. Ξαναήπιαμε κρασί.
Ήρεμα.
Τέλος, ο Τάκης θα’ φευγε. Θα με φιλούσε πριν φύγει. Και έτσι έκανε. Ήμασταν στον καναπέ. Ήμασταν στον καναπέ όλη μέρα. Το φιλί του όμως, αυτή τη φορά, είχε γίνει έντονο. Η γλώσσα του ήταν πιο βαθιά και περιεργαζόταν το στόμα μου με μανία. Και’ γω το ίδιο. Μου άρεσε. Ήταν ωραίο φιλί. Έτσι που γυρίζαμε έξω όλη την ώρα, δεν με είχε φιλήσει ποτέ κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τα χέρια του άρχιζαν να μαλάζουν την πλάτη μου. Έπιανε τα κόκαλα στις κουτάλες μου και με τρυφερά χάδια κατέβηκε ως τις γούβες που έχει χαμηλά η πλάτη.
Και έτσι απλά, ο Τάκης έχυσε. Μου είπε πως ήταν απ’ τον ενθουσιασμό του. Ότι του άρεσε που με άγγιζε και με φιλούσε. Πήγε στην τουαλέτα, σκούπισε τα απομεινάρια από το σπέρμα του, μου ζήτησε συγγνώμη για την αδημονία του, με φίλησε κι έφυγε.
Δε με πείραξε. Δεν τον θεώρησα ανίκανο. Μου άρεσε που του άρεσα τόσο. Ήταν ερεθιστικό όπως και να’ χε. Δεν θα άλλαζε τη σχέση μας κάτι τέτοιο.

Συνεχίζαμε να γυρίζουμε, να γυρίζουμε, να γυρίζουμε και να μιλάμε για τα πάντα. Μου έλεγε για την παιδική του ηλικία, για τα τραύματα του. Μου εκμυστηρευόταν τα πάντα, τα πιο μοιχεία και το ελάχιστο, τις κρυφές του σκέψεις.. ήταν τόσο δοτικός. Και ήθελα τόσο να τον ακούω!
Μετά από ένα μήνα, ο Τάκης ξαναήρθε σπίτι και, αφού φάγαμε και ήπιαμε πολλές φορές, άρχισε πάλι να με φιλάει. Βαθιά, όπως τις προάλλες. Αυτή τη φορά, όμως, τα χέρια του μετακινήθηκαν στο στέρνο μου. Με φίλησε πολύ ώρα στο λαιμό. Μου άρεσε. Με διέγειρε. Και λίγο πριν φτάσει στο στήθος μου, έχυσε. Είχε το απλό χαμόγελο της πρώτης φοράς. Μου είπε ότι τον ερεθίζω πολύ. Του είπα πως και’ μένα το ίδιο. Ήταν απλό, η σχέση μας δεν θ’ άλλαζε.
Έπειτα, γυρίζαμε πάλι. Όμως, ο Τάκης, γύριζε όλο και πιο συχνά στο σπίτι μου. Οι συζητήσεις μας είχαν καθιερωθεί. Εκείνη τη μέρα, πριν φύγει, έβαλα το χέρι μου για να νιώσω τη στύση του. Ήταν τρομερά διεγερτικό. Φυσικά, ο Τάκης, έχυσε.
Την επόμενη βδομάδα, το χέρι μου ήταν μέσα στο παντελόνι του και τα χέρια του κάτω απ’ την μπλούζα μου.
Οι επισκέψεις του Τάκη γίνονταν όλο και πιο συχνές και-όπως γίνεται αντιληπτό- οι στύσεις του το ίδιο.
Είχε γίνει μια πρόοδος, παρόλα αυτά. Στον ενάμιση χρόνο και δεκαοκτώ μέρες της σχέσης μας, ο Τάκης, έβαζε τα χέρια του και έπιανε τα πισινά μου κάτω απ’ το ρούχο. Στα δυόμιση χρόνια-ακριβώς- καβαλούσα από πάνω του. Στα τρία χρόνια και είκοσι εννιά μέρες, ο Τάκης, έχυνε με μεγάλη ευκολία.
Ήμουν στην κουζίνα και έπλενα τα πιάτα και, εκεί που κάναμε μια συναρπαστική κουβέντα, ήρθε από πίσω μου, έτριψε με δύναμη τις ρόγες μου και, καθώς το πουλί του ακούμπαγε απλά στα πισινά μου, έχυσε.
Η κουβέντα συνεχίστηκε με την ίδια ένταση και ευχαρίστηση. Ποτέ δε με πίεζε.
Στα τέσσερα χρόνια, έπεφτε πάνω μου στον καναπέ και τριβόταν με δύναμη και, έτσι απλά, τελείωνε. Ειδικά όταν τριβόταν πάνω στην παλάμη μου, ήταν ακόμα μεγαλύτερη η ευτυχία του. Η αλήθεια είναι ότι είχα μάθει να του τραβάω μαλακία πολύ καλά. Ήταν ικανοποιημένος. Και’ γω χαρούμενη που τον ικανοποιούσα τόσο εύκολα.
Στα τέσσερα χρόνια και δέκα μήνες, βγάλαμε για πρώτη φορά τα ρούχα μας. Ο Τάκης με ακούμπησε στο αιδοίο. Τελείωσε.
Τη δεύτερη φορά τρίφτηκε δυνατά στον κώλο μου. Την Τρίτη φορά, ανάμεσα στα μπούτια μου. Την επόμενη, μου ζήτησε ισπανικό. Έκανα, βέβαια.
Στα πέντε χρόνια, ο Τάκης, άρχισε να με χύνει στο σαγόνι, ενώ ταυτόχρονα το δάχτυλό του περιεργαζόταν τον κόλπο μου. Κάπως εξωτερικά, θα έλεγα. Την κλειτορίδα μου δεν την πολύ ακουμπούσε. Καμιά φορά μόνο, καθώς το δάχτυλό του ανεβοκατέβαινε σε όλο το ύψος του μουνιού μου.
Εγώ;…Δεν είχα τελειώσει ποτέ μαζί του, παρά μόνο όταν μου ζητούσε να αυνανίζομαι, καθώς έκανε και εκείνος το ίδιο, με ή χωρίς ρούχα, χωρίς να με πιέζει.
Στα πέντε χρόνια, τέσσερεις μήνες και τρεις εβδομάδες, είχαμε πάψει να γυρίζουμε, εντούτοις, το πουλί του Τάκη γύριζε παντού στο σώμα μου. Μια φορά τελείωσε στην πλάτη μου. Την άλλη στη μασχάλη μου. Μετά στις πατούσες μου- άβολη στάση για τους αστραγάλους και ανυπόφορο όταν έχεις κάλλους απ’ τα τακούνια. Βέβαια, του Τάκη του άρεσε αυτή τη τραχύτητα στην τριβή.
Την ημέρα μετά το κομμωτήριο, ο Τάκης αποφάσισε πως θέλει να τριφτεί πάνω στο χνούδι του κοντοκουρεμένου μου σβέρκου.
Κανένα πρόβλημα. Ο Τάκης με είχε κατ’ ουσίαν χύσει παντού, χωρίς να εξαιρείται το τρίψιμο στο πίσω μέρος των αυτιών-εκατέρωθεν-και ανάμεσα στη δίπλα που δημιουργούταν μεταξύ της κοιλιάς μου και του στομαχιού, καθώς κουλουριαζόμουν.
Σαφέστατα, δεν με είχε πιέσει ποτέ να έχει κολπική διείσδυση, ούτε πρωκτικό, ούτε στοματικό. Το πιο κοντινό στην πίπα, δηλαδή που το πουλί του είχε φτάσει όσο πιο κοντά στο στόμα μου, ήταν στα πέντε χρόνια και εφτά μήνες, όπου χτυπούσε με ταχύτητα και παλινδρομικά το κεφάλι του πέους του στη μύτη μου και, συνακόλουθα, έχυσε ανάμεσα στα φρύδια και τη φράντζα μου.
Μάλλον, αυτή η στιγμή της σχέσης μας αποτέλεσε μια κορύφωση, μιας και τους επόμενους μήνες, ο Τάκης, έχυνε με οποιαδήποτε επαφή.
Έτριβε τον ώμο μου και έχυνε. Έγλειφε τα δάχτυλά μου και έχυνε. Χάιδευε τον αγκώνα μου και έχυνε. Κάποια στιγμή, πήγε να τριφτεί στην γωνία που δημιουργεί το μπράτσο με το βραχίονα, αλλά με το που ακούμπησε το δέρμα μου, τελείωσε.
Νομίζω ότι αναστατώθηκα κάπως, όχι γιατί εγώ δεν είχα τελειώσει παρά μόνο το ένα τριακοστό των φορών που τελείωνε ο Τάκης, αλλά πλέον επειδή δεν ήξερα πώς να το χειριστώ αυτό μέσα σε κόσμο!
Μπορεί να είχε στύση επειδή απλά μου χάιδευε το μάγουλο. Πλέον, δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω στον δρόμο μαζί του, γιατί δεν ήθελα να σκεφτώ τι θα συνέβαινε αν τυχόν μου έπιανε το χέρι με τρυφερότητα. Σαφώς, δεν με πίεσε ποτέ να κυκλοφορήσω μαζί του, αν δεν το ήθελα.
Ξαφνικά, όμως, όλα είχαν πάψει να γυρίζουν. Είχαν καθίσει ακίνητα. Κατάλαβα, πως ο Τάκης έβλεπε όλο μου το σώμα σαν σεξουαλικό σημείο. Είχα διαβάσει για ανθρώπους που είχαν καταφέρει να έχουν οργασμό ακουμπώντας μη ερωτογόνες περιοχές τους, μαθαίνοντας στο σώμα τους να είναι ολόκληρο μια ερωτογόνα περιοχή. Όμως, με τον Τάκη, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: Είχε μονάχα ένα ερωτογενές σημείο, ενώ αντίστοιχα θεωρούσε περιοχή με σεξουαλική υποδήλωση ολόκληρο το σώμα μου! Σαν να αυτοϊκανοποιείται ένα πράγμα!
Δεν είχε ανακαλύψει δικές μου καινούριες πηγές απόλαυσης, αλλά δικές του, ερεθιζόμενος πλέον από κάθε μου πόρο!
Σίγουρα, δεν ήμασταν στο ίδιο κορμί για να ταυτιστώ με αυτήν την ιδέα. Φυσικά, ούτε για αυτό με πίεσε.
Με τα πολλά-πολλά, ο Τάκης, στα έξι χρόνια και πέντε ημέρες της σχέσης μας, μου ζήτησε να το κάνουμε ‘κανονικά’
Στα έξι χρόνια και πέντε ημέρες, μετά από είκοσι δύο δευτερόλεπτα αναμονής, του είπα ‘όχι’.
Ήταν η πρώτη φορά που είδα την απογοήτευση στο βλέμμα του. Ήταν η πρώτη φορά που ήθελε πραγματικά να πιέσει για κάτι.
Στην πραγματικότητα, δεν κατάλαβα ποτέ τι μου ζητούσε, ούτε γιατί τώρα, ούτε τι εννοούσε με τον όρο ‘κανονικά’. Δεν ξέρω από ποια ανάγκη του προέκυψε αυτό. Σίγουρα όχι σεξουαλική.
Για πρώτη φορά, μετά από έξι χρόνια και πέντε ημέρες, ένιωσα να πιέζομαι. Όχι πως δεν είχα ξαναπάει με άντρα ‘κανονικά’, όχι ότι δεν ήθελα τον Τάκη, απλά δεν καταλάβαινα το νόημα.

Tuesday, May 5, 2009

Μάτι


Στην οδό των ηδονοβλεψιών δεν έχει καμία ελπίδα. Τα θηρία των ματιών τους, τα τηλεσκόπιά τους, τα κυάλια τους, οι κλειδαρότρυπες ακόμα, κλείνουν αντί να ανοίγουν. Κλείνουν μόλις την βλέπουν. Κλείνουν γιατί την βλέπουν.
Μόνο το μάτι του καθρέφτη δεν ραγίζει. Την έχει συνηθίσει. Κι εκείνη στέκεται αρκετά λεπτά την ημέρα μπροστά του και παρατηρεί το σώμα της. Δεν το θαυμάζει πια στα 62. Κάποτε καθόταν περισσότερα λεπτά. Αναγνώριζε τις αδυναμίες του που δεν κατάφερνε να το διατηρήσει λεπτό και σφριγηλό αλλά της άρεσε η ζουμερότητά του, την ανακούφιζε η χαλαρότητά του. Τώρα εκείνο φθίνει. Η βαρύτητα θέλει να το γονατίσει, να το πλησιάσει στο χώμα.
Τα δύο κομμάτια του στήθους της είναι πια σχεδόν δύο ανάποδα τρίγωνα που οι κορυφές τους δείχνουν τα πλακάκια του μπάνιου. Μερικές φορές νομίζει ότι τα πλακάκια σχηματίζουν μικρούς κρατήρες που τελικά θα ρουφήξουν το στήθος της και θα μείνει για το υπόλοιπο της ζωής της κολλημένη εκεί. Μπρούμυτα στα πλακάκια.
Νομίζει ότι έχει κοντύνει κι οι φλέβες στα πόδια της είναι πολύ πιο μελανές τα τρία τελευταία χρόνια. Πετάγονται επικίνδυνα σαν το δέρμα που τις κλείνει να μην μπορεί να τις αντέξει. Πριν τρία χρόνια ήταν η τελευταία φορά που γαμήθηκε. Νόμιζε ότι η επιθυμία είχε στραγγιχτεί από το σώμα της αλλά έκανε λάθος.
Ήταν ένας μικρότερος άντρας, γύρω στα 40, από τους ωραιότερους άντρες που είχε συναντήσει και γαμηθεί μαζί τους. Δεν είχαν πιει πολύ εκείνο το βράδυ και της έκανε εντύπωση που εκείνος θέλησε πολύ γρήγορα να μπει μέσα της παρόλο που ήταν λίγο ελκυστική εκείνο το βράδυ. Την πήρε στο απόλυτο σκοτάδι, εκείνη τον παρακάλεσε, και καταλάβαιναν κι οι δυο γιατί. Έφυγε λίγες ώρες μετά πριν προλάβει να του πει ότι ήθελε κι άντεχε κι άλλο.
Της φαίνεται πως τα ακούει κάθε βράδυ ή τα βλέπει στο σκοτάδι. Είναι τα μεταλλικά τηλεσκόπια, οι φακοί από τα κυάλια που γυαλίζουν, χτυπάνε πάνω σε τζάμια, αντανακλώνται, κι οι στιγμιαίες τους λάμψεις σχεδόν τρυπάνε τα τζάμια και την τυφλώνουν. Το αισθάνεται όμως. Η κατεύθυνσή τους δεν είναι προς το παράθυρό της που μένει πάντα ανοιχτό.
Δεν είναι μόνο το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας που μένει πάντα ανοιχτό. Είναι όλα τα παράθυρα, ακόμα κι αυτό της τουαλέτας, κι όλες οι μπαλκονόπορτες του σπιτιού. Μένουν ορθάνοιχτα, χωρίς να καλύπτονται από κουρτίνες ή πατζούρια δηλαδή. Τελευταία αποφάσισε και κατέβασε τις κουρτίνες. Τις έσκισε. Δεν θα της ξαναχρειαστεί, έτσι κι αλλιώς είχε μήνες να της τραβήξει μπροστά από τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες. Σκέφτεται να ξηλώσει ακόμα και τα πατζούρια.
Κυκλοφορεί γυμνή. Στη αρχή, πριν μερικούς μήνες κυκλοφορούσε με τα εσώρουχα ή με ένα κοντομάνικο μακρύ μπλουζάκι. Τώρα η θέρμανση στο σπίτι δουλεύει δυνατά για να την κρατάει σε θερμοκρασία που υποφέρεται χωρίς ρούχα. Αλλά ακόμα κι αν δεν υπήρχε ζέστη στο σπίτι δεν θα την νοσταλγούσε. Ο καθημερινός αυνανισμός την διατηρεί σε καλή θερμοκρασία σαν να είναι κρασί.
Ξεκίνησε με την κρεβατοκάμαρα, ενίοτε και το μπάνιο, και αποφάσισε να επεκταθεί και στα υπόλοιπα δωμάτια όταν έμαθε για τους ηδονοβλεψίες των γειτονικών πολυκατοικιών. Δεν ήταν ότι της άρεσε ποτέ να παίρνει μάτι ούτε και θυμάται να την έχουν πάρει ποτέ. Αλλά από την πρώτη φορά που είδε φακούς και γυαλιά τζαμιών να αστράφτουν θέλησε να δοκιμάσει κι ας ήξερε ότι δεν θα στόχευαν εκείνη.
Στην αρχή η επιθυμία να την δουν ξεπερνούσε την επιθυμία να ικανοποιηθεί. Μετά αυξήθηκε η αυνανιστική συχνότητα. Μαζί με την συχνότητα ογκώθηκε και η ποικιλία εργαλείων. Πρώτα ήταν το μαξιλάρι, μετά ένα μπουκάλι καθώς ήταν καθισμένη στην καρέκλα στη μέση του καθιστικού, αργότερα αγόρασε μια μπαταρία που δεν την συνέδεσε ποτέ με την βρύση της μπανιέρας. Μεγάλωσαν και οι δύο επιθυμίες. Τρεις φορές την ημέρα δεν αρκούσαν. Και κανένα τηλεσκόπιο δεν είχε σκύψει προς το μέρος της, ήταν σίγουρη. Κι έπρεπε να επιμείνει. Και στις δύο επιθυμίες.
Φοβάται ότι η εξάντληση που της φέρνει σταδιακά αυτή η συχνότητα θα υπερβεί τις επιθυμίες της. Όσο μεγαλώνει η κάβλα, μεγαλώνει η επιθυμία να την δουν και τελευταία, η κούραση. Πρέπει όμως να προσπαθήσει περισσότερο. Ίσως πρέπει να γίνουν οι κινήσεις της ακόμα πιο έντονες κι ο οργασμός της πιο ηχηρός, ίσως τότε κάποιος κοιτάξει και βιώσει το ξέσκισμα, τον σπαραγμό που τελείται στα σκέλια της καθημερινά. Δεν πρέπει να καταβληθεί. Κάποιος θα κοιτάξει.
Θα μπορούσε να ανατρέψει τα βιολογικά δεδομένα. Αν ήξεραν. Αλλά πρώτα πρέπει να κοιτάξουν. Να κοιτάξει κάποιος. Πως μια γυναίκα 62 ετών μπορεί πλέον να φτάσει τους πέντε οργασμούς ημερησίως, να χαϊδεύεται σαν εικοσάχρονη στριπτιτζού και να χώνει μέσα της βαθιά τα πιο χοντρά αντικείμενα που μπορεί να βρει σαν να παίζει σε σκληρό πορνό. Μόνο που κανείς δεν κοιτάζει.
Θα περιμένει. Όταν δεν θα αντέχει πια, θα συρθεί μέχρι το κρεβάτι, εκεί από όπου ξεκίνησε, θα μαλακιστεί πανηγυρικά για μια τελευταία φορά και μετά θα κοιμηθεί. Μπορεί να μην την δουν, αλλά θα την βρουν από τη μυρωδιά.

Άμεμπτος




Ω, μα δεν είχε καμιά ανάγκη να το σκέφτεται πια. Ήταν γεγονός. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να προσβάλει τον ήσυχο μακροχρόνιο και τόσο βολικό του γάμο με μια πεπερασμένη απιστία που ίσως και να μη μαθευόταν ποτέ, αλλά θα λέκιαζε ανεπιστρεπτί έστω και στο μυαλό του, το αστραφτερό του επαγγελματικό και συζυγικό μητρώο.
Όσο κι αν την είχε ποθήσει μηχανικά και ασυνείδητα κάποτε, εμμονικά και μελαγχολικά μετά, βουλιμικά και άγρια στο τέλος, τώρα πια ο πόθος του όφειλε να καταλαγιάσει. Το είχε αποφασίσει μετά από βαθιά περίσκεψη και ενδοσκόπηση. Μετά από ώρες και ώρες αγρύπνιας και ανησυχίας. Μήνες τώρα.
Δε θα λιγωνόταν πλέον κάθε που έπεφτε το χαλαρό της μανίκι και εμφανιζόταν τρωτός και λαχταριστός ο αστραφτερός της ώμος. Δεν θα ανυπομονούσε να αναδυθεί το διαμαντάκι που κοσμούσε τον μικρό αφαλό της κάθε που εκείνη τεντωνόταν για να πιάσει κάποιο βιβλίο από τα ψηλά ράφια που ίσως εσκεμμένα της είχε ζητήσει. Δεν θα ευχόταν να τινάξει την ξανθιά μακριά αλογοουρά της για να μυρίσει έστω και στιγμιαία το μέλι των ατελείωτων μαλλιών της. Ούτε θα στεκόταν ξανά, τυχαία, στην πόρτα του γραφείου, την ώρα που εκείνη περνούσε φέρνοντας τα γραπτά, για να ακουμπήσει ασυναίσθητα την παλάμη του στη λυγερή της μέση. Και να ανατριχιάσει ολόκληρος-μετά από τόσα χρόνια. Μόνο από την αύρα ενός κορμιού.
Όχι αγαπητοί μου, δεν χρειαζόταν να τα ξαναπεράσει όλα αυτά, γιατί ήταν ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που με την μαθηματική απαράβατη λογική του ήταν σε θέση να ελέγξει απολύτως τα αισθήματά του. Τις πηγές κάθε ανθρώπινης αδυναμίας δηλαδή. Αυτό εξάλλου ήταν που ονόμαζε πάντα δύναμη χαρακτήρα. Και πλέον είχε την ευκαιρία να αποδείξει ατράνταχτα ότι την κατείχε. Αφ’ ενός στον εαυτό του και μετά στους μικροπρεπείς, σάτυρους φίλους του που τον εκνεύριζαν συστηματικά –χωρίς βεβαίως ποτέ να εκδηλώνεται-με λάγνα σχόλια για την καραμελένια βοηθό του. Μήπως αυτοί δεν ήταν που του προκάλεσαν στο κάτω κάτω εξ’ αρχής αυτή την αρρώστια; Με τις πορνογραφικές τους φλυαρίες για τα «υποσχόμενα» μάτια της, και τα «γενναιόδωρα» χείλη της και τον «λαχταριστό» λαιμό της και το «φιλόξενο» στήθος της και τις «αγαλματένιες» γάμπες της και, και, και… και τέλος πάντων πότε προλάβαιναν οι πρεσβύωπες πορνόγεροι και τα έβλεπαν και τα ανακαλούσαν τόσο αναλυτικά όλα αυτά, αφού ούτε δεκάλεπτο δεν τους άφηνε να μείνουν στο γραφείο του; Ε; Ή μήπως την έβλεπαν και «αλλού» και «αλλιώς»; …
Αλλά όχι, δεν τον ενδιέφερε αυτό. Δεν θα ενέδιδε σε τέτοιου είδους ύπουλους και ταπεινούς αντιπερισπασμούς του πόθου. Αυτός ήταν Πιστός. Στην ουσία της οικογένειας, στα επαγγελματικά του όρια και στην ανδρική του αξιοπρέπεια. Και έτσι θα έμενε. Δεν θα άφηνε ποτέ κανένα πειρασμό να τον κλονίσει. Καμία ονείρωξη να του στρεβλώσει την λαμπρή του πραγματικότητα. Ήδη πενήντα ετών, κοντά είκοσι χρόνια στο Πανεπιστήμιο, δεν είχε δώσει ποτέ, κανένα δικαίωμα σε κανέναν να αμφισβητήσει το ήθος του. Άμεμπτος. Είχαν όλοι να το λένε. Κι αν πέρασαν φοιτήτριες και φοιτήτριες από αυτή την πόρτα Με όλες τις πιθανές διαθέσεις και αμφιέσεις. Δεν έριξε ποτέ ούτε ματιά σε ντεκολτέ-ούτε στα πιο αβυσσαλέα-, δεν χάζεψε ποτέ νεανικά οπίσθια-ακόμα και των πιο καλλίπυγων. Ακόμα και στα νιάτα του. Αυτά ήταν για τους αδύναμους.
Δεν θα χαλούσε τώρα δα αυτή την τέλεια αυστηρή εικόνα που έφτιαξε με τόσο σκληρή δουλειά και εγκράτεια για μία χαζομάρα, έναν γεροντοέρωτα.
Και μάλιστα φτιαχτό, υποβαλλόμενο από ένα τσούρμο λυσσαλέων ηλιθίων που περνάνε κρίση ηλικίας και ξεδιάντροπα λιγουρεύονται κοριτσάκια με τα μισά τους χρόνια. Αυτός δεν ήταν σαν κι αυτούς. Αυτός αγαπούσε τη γυναίκα του, τη σύντροφο με την οποία είχε περάσει τη μισή του ζωή, που του είχε κάνει τα παιδιά του, που τον είχε στηρίξει σε κάθε αναποδιά προσωπική και επαγγελματική, που μπορούσε πάντα να της πει τα πάντα. Εκτός από αυτό τώρα… Τη σεβόταν τη γυναίκα του και δεν είχε σκοπό να τη θίξει ποτέ μα ποτέ.
Μπορεί να μην είχαν την πιο έντονη ερωτική ζωή τα τελευταία χρόνια, αλλά ήταν μια γυναίκα αφοπλιστικά έξυπνη και για την ηλικία της ωραιοτάτη και ναι, μπορούσε ίσως και να την ποθεί ακόμα και να ανανέωνε άρδην τη σεξουαλικότητά τους άμα ήθελε. Και μπορεί τελικώς αυτή η τόσο μακροχρόνια αποχή τους από το σεξ -που άλλωστε ας μη ξεχνάμε είναι μια οργανική ανάγκη σαν το φαγητό και το νερό-να έφταιγε για το γεροντοξεκούτιασμά του. Ναι αυτό ήταν. Το σώμα του πεινούσε. Τόσο απλό.
Αποφάσισε λοιπόν να μη χάσει καιρό. Απόψε κιόλας θα έκανε επιτέλους ξανά έρωτα με τη γυναίκα του μετά από τόσους μήνες-τι μήνες μπορεί να είχε περάσει και χρόνος αν όχι παραπάνω...Και μετά ίσως να πήγαιναν και ένα ταξίδι μαζί. Να θυμηθούν τα παλιά. Και θα ξεχνούσε μια για πάντα τη μικρή σειρήνα. Και κατ’ ανάγκη θα την απάλλασσε κιόλας από τα καθήκοντά της. Ουδείς αναντικατάστατος. Όσο και αν αυτό αντιτασσόταν στις αρχές του…Τέλος πάντων θα προφασιζόταν κάτι σοβαρό, θα έβρισκε λύση… αν κάτι τώρα επειγόταν ήταν να πάει να αγκαλιάσει τη γυναίκα του και όλα τα επακόλουθα. Να ξαναβρεί τον εαυτό του. Ήδη του έλειπε. Πως δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα;
Έφτασε σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Η γυναίκα του καθόταν στον υπολογιστή και κάτι κοίταζε–τον καλωσόρισε αφηρημένα. Στάθηκε και την κοίταξε για λίγο πριν πλησιάσει. Ε, καλά, δεν ήταν φρέσκια όπως όταν την είχε πρωτογνωρίσει, 25 ετών κοριτσόπουλο, αλλά εξακολουθούσε να είναι αδύνατη καλοστεκούμενη και με τα μάτια της να λάμπουν. Πλησίασε και κλείνοντας τα μάτια τη χάιδεψε και τη φίλησε απαλά πίσω από το αυτί κατεβαίνοντας μέχρι τη βάση του λαιμού και παραμένοντας για λίγο εκεί. Μετά, πιάνοντάς την σφιχτά από το χέρι, την τράβηξε ανυπόμονα χωρίς καν να την κοιτάει προς την κρεβατοκάμαρα. Αυτή από την αρχή σάστισε, έκανε μερικές περιπαιχτικές γκριμάτσες απορίας, έκανε να πει κάτι, γέλασε αλλά τελικώς ακολούθησε πρόθυμα. Πήγαινε τόσος καιρός βλέπεις…
Ο καθηγητής έκλεισε ασυναίσθητα αλλά εσπευσμένα το φως και την έριξε στο κρεβάτι. Ήταν ήδη ερεθισμένος. Της έβγαλε την μπλούζα σχεδόν βίαια φιλώντας της λαίμαργα και για ασυνήθιστα πολύ ώρα τους ώμους, της άφησε μια ρουφηξιά στο λαιμό, της χάιδεψε βιαστικά το στήθος και βούτηξε το πρόσωπό του στα μαλλιά της, τραβήχτηκε όμως γρήγορα από εκεί μανιασμένος λες και δεν βρήκε αυτό που έψαχνε… Εκείνη, ενώ άλλοτε ήταν αυτή που έπαιρνε τις πρωτοβουλίες, είχε αφεθεί τώρα στα χέρια του σχεδόν τρομαγμένη, μην έχοντάς τον δει ποτέ ξανά έτσι ορμητικό και σθεναρό. Ακόμα και τότε, τον καιρό εκείνο των πρώτων ερώτων, οι συνευρέσεις τους ήταν ήσυχες και τρυφερές. Χωρίς πάθος. Τώρα η γλώσσα του ήταν στον αφαλό της και τα χέρια του μάλαζαν άγρια τη μέση της. Σχεδόν την πονούσε. Κατάλαβε ότι η στύση του ήταν ήδη υπέρ τω δέων σφριγηλή και από την μία χαιρόταν και τον λαχταρούσε- είχε ανάψει εξάλλου και αυτή και θυμήθηκε ξανά πόσο της άρεσε αυτή η έξαψη- από την άλλη όμως κάτι την εμπόδιζε να κολακευτεί-αντιλαμβανόταν δύσθυμα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά σε όλο αυτόν τον ξαφνικό του πόθο.
Ήταν και αυτές οι βραδινές πρόσφατες ανησυχίες του… Ανασταλτικές αμφιβολίες άρχισαν να της γρατζουνούν ενοχλητικά το μυαλό.
Έτσι, όταν μετά από μια, μάλλον σύντομη, συνοπτική θα έλεγες, περιήγηση του στο υπόλοιπο σώμα της –πάλι σα να έψαχνε κάτι απεγνωσμένα και να μη το έβρισκε, χέρια βιαστικά εδώ και κει-μπήκε μέσα της τελικά με δύναμη, απλώς κατεβάζοντας το παντελόνι του-δεν είχε καν προλάβει να γδυθεί από τη βιασύνη του-, βογκώντας και με τα μάτια ερμητικά κλειστά, εκείνη του φώναξε οργισμένη
«Κοίταξέ με, θέλω να με κοιτάς –άνοιξε τα μάτια, σε παρακαλώ …
κοίταζέ με αλλιώς άσε με -άσε με άσε με σου λέω δεν θέλω-με πονάς με πονάς- μη...»
Αλλά εκείνος φυσικά ούτε την άκουγε ούτε την έβλεπε. Εκείνη τη στιγμή τελείωνε ασθμαίνοντας ικανοποιημένος στη γλώσσα της ηδονής στο αλαβάστρινο κορμάκι της σειρήνας του. Χωρίς καμία ενοχή. Άμεμπτος όπως πάντα.

Tuesday, April 28, 2009

Μανιβέλα


Πιάσ' τη μανιβέλα
κι έλα
έχει λαβή που ξέρει πού να μπει
κι άμα ολισθήσει
και διεισδύσει
μη φοβηθείς
κοίτα ν’ ανταποκριθείς
κι αν χρειαστείς ανεφοδιασμό
τρέχα στο φοριαμό
έχω αφήσει ενισχύσεις
για μεγαλειώδεις εφορμήσεις
τελετουργικές επενδύσεις
και μεγαλόπρεπες στύσεις

Tuesday, April 14, 2009

Καληνύχτα Τόμας

-Πες, Τόμας. Μοιράσου την εμπειρία σου, Τόμας. Όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί. Δικαιούνται να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Και’ συ το ίδιο. Μην έχεις ενοχές. Θα σε ακούσουμε. Είμαστε εδώ για να σε ακούσουμε!
-Εγώ.. Τι να πω; Δεν είναι κάτι να πω… δεν ξέρω.. προέκυψε απλά.. δεν ήμουν σίγουρος τι έκανα.. Θα μπορούσε μάλλον να ήταν αλλιώς…αλλά…αλλά δεν ήταν.
-Πες μας Τόμας. Μοιράσου.
- Ήταν.. ήμουν.. Θα μπορούσα να ήμουν κάποιος άλλος.
-Περίεργη παραδοχή Τόμας! Και δεν πιστεύεις, Τόμας, πως αν ήσουν κάποιος άλλος, δεν θα ήσουν εσύ Τόμας; Όλοι οι άνθρωποι το πιστεύουν αυτό.
-Εγώ… Το πιστεύω.. Όμως, αν.. αν ήμουν κάποιος άλλος, θα ήμουν πιο ελεύθερος. Το’ χω σκεφτεί εκατοντάδες φορές! Είναι συνεχώς αυτές… αυτές…είναι αυτές όλες! Όλες τους! Δεν είναι μία, ούτε δύο. Είναι συνεχείς!
-Ποιες είναι ‘αυτές’, Τόμας; Τις ξέρεις! Τις γνώρισες! Πες μας! Μίλα μας γι αυτές.
- Εγώ και αυτές… είμαστε το ίδιο! Μάλλον, αυτές με καθορίζουν περισσότερο από αυτό που θα θεωρούσα πως είναι το απόλυτο, βαθύτερό μου είναι. Επιλέγω σημαίνει διαλέγω. Κάνω αυτό που θεωρώ. Μάλιστα, αυτό που, κατά περίπτωση, πιστεύω ως καλύτερο και ποιο…ποιο.. λογικό! Οι επιλογές μου ήταν καθοριστικές! Ε…ε.. ήταν. Είναι δηλαδή.
-Φοβάσαι να το παραδεχτείς, Τόμας;! Δεν είναι δειλό αυτό εκ μέρους σου; Δεν υποστηρίζεις αυτά που έπραξες, Τόμας;
Τόμας, έχεις όνομα. Είναι το μόνο όνομα που θα αποκτήσεις ποτέ στη ζωή σου. Πρέπει να είναι δικό σου. Πρέπει να το κάνεις κάθε μέρα δικό σου, Τόμας. Οι επιλογές- και πόσο μάλλον οι πράξεις σου- είσαι εσύ.
-Να.. ήταν… ένας δρόμος! Μεγάλος δρόμος! Ήταν με πολλά αυτοκίνητα και το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Το φανάρι ήταν κόκκινο. Περιμέναμε να ανοίξει και να φύγουμε με μεγάλη ταχύτητα για να μη μας προσπεράσει ο διπλανός. Ήμασταν έτοιμοι να κορνάρουμε, αν κάποιος καθυστερούσε! Το έβλεπα στα χέρια τον οδηγών και στη εκνευρισμένη φάτσα τους. Ή νόμιζα ότι το έβλεπα, όμως ήμουν σχεδόν σίγουρος. Η αριστερή λωρίδα ήταν πολύ γεμάτη. Τα αυτοκίνητα συνέχιζαν σωρός πίσω, πίσω, πίσω… Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να μετρήσουμε όλη αυτή τη μεγάλη ουρά που είχε δημιουργηθεί. Κανείς μας! Ξέρω, βέβαια, γιατί ήταν έτσι. Όλοι θα έστριβαν από κει που θα έστριβα και’ γω, για να πάμε στις δουλειές μας. Ήταν ο δρόμος προς τα εμπορικά καταστήματα. Πηγαίναμε στις δουλειές μας!
Η αριστερή λωρίδα πάλι, ήταν άδεια! Δεν ήταν πολλών οι δουλειές από την εθνική οδό. Το ξέρω. Δεν θα έπρεπε να πάω από’ κει. Δεν είχα κάτι να κάνω από’ κει. Όμως…όμως…η καταραμένη η συμμετρία! Ήξερα ότι υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έπαιρνα ποτέ τη δεξιά πλευρά. Δεν μου χρειαζόταν! Όμως..όμως τα αυτοκίνητα ήταν σαφώς λιγότερα από εκείνη την πλευρά. Δεν υπήρχε συμμετρία! Δεν ήταν δυνατόν η ουρά απ’ τη μια να ήταν τεράστια και από την άλλη να μην υπάρχει ψυχή! Όσο για το νόμο των πιθανοτήτων, θα μπορούσα να εξηγήσω το γεγονός καλύτερα, αν ήξερα τι γίνεται με την κίνηση παρακάτω!
Όμως..όμως…να.. έτσι… ενστικτωδώς να το πω…πήρα την δεξιά λωρίδα!
-Και τι σημαίνει αυτό, Τόμας; Δεν ήταν μία δική σου επιλογή Τόμας; Ήταν καθαρά δική σου! Συνέχισε Τόμας. Μοιράσου, Τόμας. Είμαστε εδώ για να σε ακούσουμε, Τόμας.
- Ήταν… ήμουν.. Θυμάμαι πως ήμουν στο παλιό μου διαμέρισμα. Και στην απέναντι πολυκατοικία το φως ήταν πάντα ανοιχτό. Έβλεπα το παράθυρο πάντα με το φως ανοιχτό. Η κυρία του διαμερίσματος τις νύχτες διάβαζε, έπλενε, τραγουδούσε ή μιλούσε.. δε θυμάμαι… ίσως να έπρεπε να θυμάμαι, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ. Ήταν πάντα με τα φώτα ανοιχτά. Ένα βράδυ… το είχα σκεφτεί καιρό… Το σκεφτόμουν καιρό. Ήταν.. Είναι δική μου επιλογή. Ένα βράδυ θα καθόμουν μέχρι αργά. Να τη δω. Ήθελα να δω τι κάνει. Ήταν όλο το βράδυ ξύπνια και κοιμόταν το πρωί; Ήθελα να την δω. Με τρόμαζε ένας άνθρωπος που ζούσε τη νύχτα. Τη νύχτα ξεκουραζόμαστε. Έχω μάθει ότι τη νύχτα κοιμόμαστε. Το πρωί πάμε δουλειά.
Έτσι, έμεινα όλη νύχτα ξύπνιος. Ήθελα να μείνω όλη τη νύχτα ξύπνιος. Ήμουν περίεργος. Την είδα να προχωράει σε όλο το δωμάτιο. Πήγαινε συνέχεια αριστερά δεξιά και κούναγε τα χέρια της σα να έπλεκε κάτι. Δεν κρεμόταν όμως τίποτα από το χέρι της. Δεν έβλεπα τίποτα. Δεν μπορούσα να δω κάτι. Ήταν σα να φοβόταν κάτι. Το καταλάβαινα στις κινήσεις της. Με τρόμαζε που φοβόταν κάτι. Είναι τρομακτικό να συνειδητοποιείς ότι ένας άνθρωπος που βρίσκεται ακριβώς απέναντι σου, φοβάται κάτι μέσα στη νύχτα. Για να έχει ανοιχτό το φως, κάτι υπάρχει!
Κάποια στιγμή οι κινήσεις σταμάτησαν. Τα βήματα σταμάτησαν. Είχε ξαπλώσει στον καναπέ. Κοιμήθηκε με τα φώτα ανοιχτά! Δηλαδή, πιστεύω πως κοιμήθηκε, διότι δεν κουνήθηκε για αρκετή ώρα.
Το επόμενο πρωί, νυσταγμένος, την είδα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Φορούσε μαύρα γυαλιά και όλο το σώμα της ήταν καλυμμένο με ρούχα. Ακόμα και τα δάχτυλα των χεριών της… Φορούσε γάντια! Είχε τρομερή ζέστη εκείνη την ημέρα… Πώς ήταν δυνατόν να φοράει γάντια; Από μακριά, κοίταξα το διαμέρισμά της. Όλες οι κουρτίνες ήταν κλειστές! Ήταν μεγάλες χοντρές κουρτίνες που δεν άφηναν να περάσει ο ήλιος στο διαμέρισμά της.
Είχα ακούσει από τη γειτονιά να την φωνάζουν βαμπίρ. Με ανατρίχιασε η ιδέα! Όχι δεν πίστευα σε τέτοια πράγματα. Είμαι λογικός άνθρωπος! Δεν υπήρχαν τέτοια πλάσματα. Και εξάλλου, μες τη νύχτα, τι να φοβάται ένα βαμπίρ; Ήταν μια γριά γυναίκα! Τα βαμπίρ δε γερνάνε! Όμως.. τι θα μπορούσε να ήταν; Και αν φορούσε όλα αυτά τα ρούχα επειδή θα την έκαιγε ο ήλιος; Ή αν το δέρμα της ήταν απλά τόσο κρύο που δεν ήθελε να την αγγίζει κανείς για να μην το καταλάβει;
Το ίδιο βράδυ έψαξα στο ίντερνετ. Η περιγραφή της ταίριαζε σε μία σπάνια ασθένεια αλλεργίας στον ήλιο. Δεν μπορούσε να είναι στον ήλιο ή να αντικρίσει τον ήλιο ποτέ. Ήταν σα να την έβλαπτε το ότι αναπνέει.
Τη παρακολουθούσα για πολύ καιρό. Το φως έμενε πάντα ανοιχτό.
Ένα βράδυ, την ώρα που κοιμόταν. Μπήκαν μες στο σπίτι της κάποιοι από τη γειτονιά που τη φώναζαν βαμπίρ. Ήταν μερικά παιδιά. Δεν θυμάμαι πόσα ή πόσο χρονών ήταν. Ίσως θα έπρεπε να θυμάμαι.. αλλά δεν μπορώ..
Κατέβασαν όλες τις κουρτίνες με θόρυβο. Την ξύπνησαν. Τη έπιασαν και την έδεσαν μπροστά στο παράθυρο. Μου φάνηκε βίαιο. Όμως… όμως στ’ αλήθεια δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Ήταν πολλοί μαζί. Ήταν κάποιοι φανατικοί από τους Διαμαρτυρόμενους της τοπικής εκκλησίας. Θα την άφηναν το πρωί στον ήλιο.
Η αλήθεια είναι ότι….όσο παράλογο και να ήταν…ε..ήθελα.. Θέλω να ξέρω.. Ήθελα να ξέρω.. Με τρόμαζε. Όσο και να είναι παράλογο… ήθελα να δω αν ο ήλιος θα την σκότωνε.
Είχε έρθει η αστυνομία το επόμενο πρωί. Εγώ… γύρισα από τη δουλειά. Είχε… είχε όντως πεθάνει.. Απλά δεν θα μαθαίναμε ποτέ για ποιο λόγω τελικά πέθανε.
-Τι ήταν αυτό που πραγματικά ήθελες, Τόμας; Μίλησε μας, Τόμας. Όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί και ελεύθεροι. Τι πραγματικά ήταν αυτό που ήθελες, Τόμας;
-Εγώ…θα ήθελα να βοηθήσω… Θέλω να βοηθήσω..
-Και τι έκανες, Τόμας; Πες μας, Τόμας. Ποια ήταν η πραγματική σου πράξη, Τόμας;
-Θα ήθελα να ξέρω για ποιον λόγο στ’ αλήθεια πέθανε.

Wednesday, April 8, 2009

Η μπαλαντέζα



Σήμερα θέλω μπαλαντέζα
βλέπεις τελείωσε η πρέζα
ηλεκτροφόρο μακρύ καλώδιο
πριν ανοίξει το τριώδιο
άσε με να σου ντυθώ
και μετά να γυμνωθώ
κοίτα να την εφαρμόσεις καλά
για να την ακούσουμε ξαπλωτά
κι αν με χτυπήσει ρεύμα
ρίξε νεύμα
και μετά οινόπνευμα

Friday, April 3, 2009

Λίμνη, Λάβα, Λίβας, Λάσπη


Κάτι γύρω μου με κυκλώνει. Δε με τετραγωνίζει, με κυκλώνει. Άλλωστε, δεν έχω λογική. Το νιώθω να με αγκαλιάζει πιο σφιχτά από οποιαδήποτε άλλη αγκαλιά έχει προηγηθεί στο παρελθόν. Τούτη είναι διαφορετική. Αποπνικτική, διόλου ανακουφιστική, ζοφερή. Τόσο σκοτεινή. Πως με τρομάζει, θεωρώ. Μα δεν το λέω. Προσποιούμαι τον ατάραχο, γρανιτένιο σε χρώμα, βράχο. Μα δεν είμαι τόσο ψηλά ώστε να μην με αγγίζει ούτε το παραπαίδι των κυμάτων. Δε μπορώ να κουνηθώ. Βράχος να είμαι, επέλεξα. Και τα βράχια παραμένουν ακούνητα. Μια ζωή.
Πόσες ζωές να έχω ζήσει άραγε, δίχως να το θυμάμαι. Ήμουνα σε όλες βράχος ή υπήρξα κόκκος άμμου σε πυθμένα ανέβαθης θάλασσας; Ίσως ήμουνα και κοχύλι. Μακάρι να ήμουνα από εκείνα που τραγουδάνε. Παράφωνο κοχύλι, αν υπήρξε ποτέ, εγώ θα ήμουνα αυτό. Παραφωνία στην άβυσσο του ωκεανού. Δε με ακουμπάγανε τα πτερύγια των ψαριών ή τα φύκια για μαλλιά των γοργόνων. Ποιος θέλει για συντροφιά ένα παράφωνο κοχύλι;
Θάλασσα δε θα μπορούσα να είμαι ποτέ μου. Είναι απέραντη. Πότε ταραγμένη, πότε γαλήνια. Σκοτεινή και υπογάλαζη. Κρύβει τόσα μέσα της που δε θα φανούν ποτέ στην επιφάνεια. Ποσειδώνας και ξένιος Δίας ταυτοχρόνως μα και ζωή για Σκύλες και Χάρυβδες. Ίσως, να μπορούσα να είμαι και θάλασσα. Βαθιά. Μα η θάλασσα είναι ζωντανή και μάνα. Κυλάει αργά κα γρήγορα ανάλογα με τα κέφι της προηγούμενης νύχτας. Μα να πονάει όταν την σκίζουν τα καράβια, άραγε; Μπορεί για αυτό να λυσσομανάει μερικές φορές. Μα ύστερα ησυχάζει. Και τα ξεχνάει όλα. Ποιος θα μπορούσε να στέκει δίπλα σε μια αναποφάσιστη θάλασσα;
Κάτι με καίει μέσα μου. Είναι φωτιά. Από εκείνες που δεν σβήνουν ποτέ. Τυλίγομαι στις φλόγες και δεν υπάρχει νερό για να λυτρωθώ. Μα το νερό δεν την αγγίζει. Τη φοβάται, αλήθεια. Απομακρύνεται χωρίς να μιλήσει, να τραγουδήσει, να ψιθυρίσει. Απλά, αποχωρεί. Απουσιάζει. Μοιάζει επικίνδυνη. Μα είναι αυτό που την κάνει τόσο προσιτή. Δεν είναι. Θα ‘θελε. Μα δεν είναι. Όταν είσαι φωτιά, εύχεσαι να ήσουν πουλί. Φοίνικας. Κι ας γεννιέσαι πάλι, άσχημος, πάνω σε στάχτες. Μα δε πεθαίνεις ποτέ. Είναι μαρτύριο και αυτό. Πιο ατέρμονο απ’ τα άλλα. Ποιος πλησιάζει τον περικυκλωμένο από ενδοφλόγες;
Από εδώ και από εκεί. Πλανιέμαι. Σαν τις σκέψεις μου. Δε μένω σε ένα μέρος. Πάντα μου άρεσε να ταξιδεύω, αλλά δεν κατάφερνα να πάω πολύ μακριά. Στένευαν τα περιθώρια με κλειστά σύνορα. Μα είμαι αέρας και δε με σταματάει τίποτα. Δεν μπορεί να με πιάσει κανείς, αν αποφασίσω να φύγω. Δεν τους αφήνω χνάρια για να με ακολουθήσουν, οι πολεμοχαρείς κυνηγοί μου, μόνο του περιπαίζω τραγουδώντας σαν τον πατέρα όλων σαν εμάς, τον Αίολο. Τρελαίνονται στον ήχο του σφυρίγματος μου. Σαλεύουν με απόχες για να με κλειδώσουν σε χωρίς οξυγόνο κελί. Μα είμαι εγώ γεμάτη τρύπες, δύσκολη να ακουμπήσεις, και χάνω ήδη την πνοή. Αλλά είμαι αέρας. Φυσάω στον εαυτό μου και ξαναγεννιέμαι πάλι. Μέχρι να πέσω. Είναι κουραστικό – τόσο- να σηκώνεσαι κάθε φορά μόνος σου. Αλλά ποιος να πιάσει το άυλο χέρι μου, όταν ξέρεις πως θα του γλιστρήσω;
Χτίζω κάστρο. Φρούριο ψηλό. Απομακρυσμένο. Αγεφύρωτο. Του βάζω τάφρο απ’ έξω με κροκόδειλους. Για να μη το πλησιάσει κανείς. Όποιος επιχειρεί, προδίδεται από τις βλέψεις του. Έχω ακοντιστές και τοξότες στις γωνίες και στο κέντρο. Και σαν αποφασίσω πως θέλω να με πλησιάσουν, δεν έρχονται. Κανείς τους. Δεν πατάς την διεκδικημένη γη. Είναι ανώφελοι οι πόλεμοι στις εποχές μας. Κι αν ζω σε άλλη εποχή – μπροστά ή πίσω , από αυτή- πώς να τους δώσω να το καταλάβουν; Είμαι γη, γόνιμη και άγονη που ζει στα πόδια της τα φονικά. Κυλάνε κόκκινα ποτάμια δακρύων. Ποιανού είναι τα δάκρυα, δεν ξέρω. Ίσως να ξέρω και να μη θέλω να παραδεχτώ. Μη το ρωτάς αυτό. Δε θέλω να απαντήσω. Είμαι κάστρο, όχι χωράφι. Ποιος να πατήσει μια γη γεμάτη παράπλευρους κινδύνους εξωτερικά και εσωτερικά;
Από αυτά αποτελούμαι τελικά; Κι αν διασπαστώ, θα ξανά ενωθώ και πάλι χωρίς να χάσω την αρχική μου υπόσταση; Θα είναι τα δάκρυα μου πότε υγρά, πότε πύρινα, μα και αέρινα και χωματένια. Συνήθισα τον παλιό μου εαυτό, μα μοιάζω να τον χάνω. Και με τρομάζω μόνο εγώ, κυκλώνοντάς με με φωτιά, σβήνοντας με με νερό, φυσώντας μου άερα, πετάγοντας μου λάσπη δροσερή. Μα συνεχίζω να ανασαίνω. Κάτι λείπει. Το πέμπτο στοιχείο που τα ενώνει, απουσιάζει συνεχώς. Μένει στην ίδια τάξη κάθε χρονιά από τις απουσίες. Κυλάει στις φλέβες τις δικές μου ή πρέπει να σκοτώσω για να ρουφήξω ξένο αίμα και να το βρω; Μα είμαι νερό, φωτιά, αέρας, γη. Όχι φονιάς. Όχι φονιάς.

Δεν είμαι πια παιδί...


Πάντα μου άρεσε το καλαίσθητο. Σήμερα, μου φαίνονται όλα κακόγουστα. Το δωμάτιο μου. Έχει γωνιές παιδικότητας, εκείνα τα κομμάτια του που έχει επιμεληθεί η μάνα. Δεν είμαι πια παιδί. Ας της το πει κάποιος. Και εκείνες οι στάλες δικιάς μου επιδίωξης να αλλάξει ο χώρος μοιάζουν τόσο αταίριαστες. Μοιάζουν εμένα. Μα δεν είμαι πια παιδί. Οι άλλοι. Γιατί με κυκλώνουν και με σφίγγουν. Δεν αντιλαμβάνονται πόσο δυσκολεύουν την αναπνοή μου; Είμαι σαν την Χιονάτη στο γυάλινο της φέρετρο. Περιμένω να ‘ρθει για να καταπιώ. Μα δεν είμαι πια παιδί. Εγώ. Αποφεύγω του καθρέπτες μετά μανίας. Τρομάζω στην ιδέα, ότι το είδωλο μου, θα μου απαντήσεις στις αέναες ερωτήσεις που του θέτω. Ίσως και να θέλω να μου απαντήσεις. Μα δεν είμαι πια παιδί.
Μεγάλωσα απότομα. Σε μια εποχή. Νομίζω ήταν χειμώνας. Ίσως, είναι μεγάλο διάστημα. Αλλά στα παιδικά μου μάτια φαντάζει σαν την Θαμπελίνα. Διαβάζω παραμύθια για να βρω τη χαμένη μου αθωότητα. Τα γράφω για να ζήσω μέσα από αυτά. Μα δεν είμαι πια παιδί. Το ξέρω, κατά βάθος. Πως δεν είμαι.
Όταν μεγάλωσα, το σώμα μου δεν άλλαξε. Δεν μάκρυναν τα άκρα μου, δε μέστωσε το βλέμμα μου, δεν σβήστηκαν οι αναμνήσεις της παιδικής χαράς. Όμως, κάτι δάκρυσε. Και έσπασε. Τι είναι αυτό που δακρύζει και σπάει ταυτόχρονα; Πόσο θα θελα να μην είχα. Να ήμουν σαν το ψωμί που ξεριζώνει ο πιτσιρίκος και αφήνει την κόρα του μονάχα, αν δεν έχει σουσάμι. Κόρα θα θελα να ήμουν. Μα δεν είμαι. Ούτε κόρα, ούτε παιδί, δεν είμαι.
Τα δάκρυα με τα κομμάτια εξαφανίστηκαν. Σαν τον καθρέπτη της Βασίλισσας του Χιονιού. Εκείνη, βρήκε τον Κάι, πρόθυμο και μη, να κολλήσει και πάλι τον καθρέπτη. Και εγώ, να ψάξω τεμπελιάζω. Γιατί δεν είμαι πια παιδί, να πιστεύω σε παραμύθια, δράκοντες και ιππότες. Αν σπάσει ο καθρέπτης, φέρνει επτά ολόκληρα χρόνια γρουσουζιάς. Μα δεν έσπασε ο καθρέπτης μου, εμένα – ευτυχώς. Ό, τι έσπασε, δάκρυσε παράλληλα. Ήταν ο γόος υπόκωφος, τυφλός ζητιάνος, τα τύμπανα μου, τα τρυπούσε. Δεν είμαι πια παιδί για να ακούω απόκοσμες φωνές και θρήνους. Όχι, δεν είμαι.
Είναι φορές που, πόσο άρρωστη είμαι, αναρωτιέμαι. Απαίτησα ετούτη τη φορά να μην καλέσουμε κατ’ οίκον τον παιδίατρο. Θα τον επισκεφτώ εγώ. Αφού δεν είμαι πια παιδί…
Μερικές φορές, ξεχνάω και να γράφω. Το χέρι μου παγώνει και δε μπορεί να σχηματίσει το κουλουράκι και την μαγκουρίτσα, ή τα δύο μισοφέγγαρα. Δε ξέρω, γιατί αυτό συμβαίνει. Μήπως είμαι τελικά ένα παιδί;
Πώς είναι τα παιδιά, δεν ενθυμούμαι. Πως χαίρονται, ξεχνώ, πως κλαίνε, λησμονώ.
Μα ξέρω ‘γω, πως δεν ανήκω σε αυτά. Απουσιάζει η ανεμελιά. Την επιπλήττει ο στοχασμός, ανύπαρκτος κι αυτός. Και εγώ που ανέμελη στοχάζομαι, παιδί, είμαι ή δεν;
Γιατί να μην είσαι αυτό που θες;
Δυνατή πιο. Θα ‘θελα. Αισιόδοξη πιο. Θα ‘θελα. Συγκρατημένη πιο. Θα ‘ θελα. Παιδί – πιο. Θα ‘ θελα;
Μα η αλήθεια είναι, πως παιδί δεν είμαι πια. Πως φέρομαι, σαν παιδί. Ναι, ξέρω. Πως ζω, δεν ξέρω. Παιδικές δεν μοιάζουν οι ανάγκες μου. Τον Κάι, ψάχνω για να βρω, τα κομμάτια να ενώσει. Μα ‘χουν χαθεί από καιρό. Έχω ξεχάσει και το σχήμα τους. Άραγε, είναι μικρά; Είναι μεγάλα; Λοξά; Δε θυμάμαι. Μα θα τα βρω. Κι ας μην είμαι πια παιδί.

Wednesday, April 1, 2009

Τσουγκρανοφαγούρα

Την πρώτη φορά τους πήγα τσιζ κέικ. Στη διαδρομή έλιωσε όλο μέσα στο αυτοκίνητο –το αυτοκίνητο δεν καθάρισε, κι εγώ δεν είχα μούτρα να εμφανιστώ. Η κρέμα, δεν έδεσε η κρέμα. Βεβαιώς, για να εμφανιστώ με το διαλυμένο τσιζ κέικ, ούτε λόγος. Γύρισα σπίτι να καθαρίσω το αμάξι, που είχε γίνει χάλια.
Κάτι πιο σταθερό, λέω. Πήρα λοιπόν δύο κοχύλια από τη συλλογή του πατέρα μου. Κανείς ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά τη συλλογή του πατέρα μου. Όλοι νόμιζαν ότι το έκανε επειδή ήταν ανίκανος να πιάσει ψάρια, χταπόδια, ή τέλος πάντων κάτι που να τρώγεται. Αμ δε! Μου λες πού το κατάλαβε; Έξαλλος έγινε. «Πού, ποιος, γιατί, θα τρελαθώ, πού πήγαν τα κοχύλια;», σταματημό δεν είχε. Και βρέθηκα ξαφνικά να έχω ετοιμαστεί να πάω επίσκεψη και να έχω μείνει με άδεια χέρια. Αυτό όμως δεν γίνεται. Εγώ με άδεια χέρια δεν πάω. Τα μάσησα από δω, δικαιολογήθηκα από κει (κούραση, ορθοστασία, βροχή, γρίππη –ξεχνώντας τον βασικό κανόνα της δικαιολογίας, που είναι ότι όταν λες πολλές δικαιολογίες όλοι καταλαβαίνουν ότι λες ψέματα) και, με λίγα λόγια, κάθισα πάλι σπίτι.
Αποφάσισα τότε στην επόμενη ευκαιρία να βάλω μπρος το σχέδιο με τα λουλούδια, που είναι κλασικό δώρο. Με το που έγινε η πρόσκληση, αρπάζω μια ανθοδέσμη μεγάλη σαν βιολοντσέλο με τη θήκη, και βουρ.
Στην αρχή φταρνίστηκα. Μετά ένιωσα φαγούρα. Λέω δεν μπορεί, θα είναι ιδέα μου. Μετά άρχισαν να εμφανίζονται μεγάλες καντήλες σε όλο μου το κορμί, με φαγούρα φοβερή, μέχρι αποκολλήσεως της σαρκός μου, η λεγόμενη τσουγκρανοφαγούρα, αυτή που περνάει μόνο με τσουγκράνα. Και ξαφνικά άρχισα να φωνάζω μες στο δρόμο: αλλεργία! Αλλεργία! Διάολε, αλλεργία! Βεβαίως, ούτε λόγος για επίσκεψη. Θα με παρεξηγήσουν; Να με παρεξηγήσουν! Τι να κάνω; Να πεθάνω; Θα πρέπει να είναι τρελός κανείς για να πάει επίσκεψη σε αυτή την κατάσταση. Πέταξα τα σκατολούλουδα στα σκουπίδια και πήγα σπίτι μου, αφού πρώτα πέρασα από ένα φαρμακείο. Αυτή τη φορά ούτε που πήρα τηλέφωνο να ειδοποιήσω. Τι να πεις πια, οι άνθρωποι θα νόμιζαν ότι τους κοροϊδεύω, πού να καταλάβουν; Από το επεισόδιο με τα λουλούδια έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά εγώ δεν έχω χάσει το πείσμα μου. Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα βρεθούμε και όλα θα είναι όπως παλιά, σαν να μη συνέβη τίποτε.

Wednesday, March 18, 2009

οδός Απολλωφάνους, κοργιαλός, κεραμυδάκι, Ζάκυνθος


Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από μια νουβέλα που "παλεύω" τελευταία, με τίτλο προσωρινό "Ανθούλα". Δύο γυναίκες της Ζακύνθου του 1910 συζητάνε. Η οδός Απολλωφάνους, στον Κοριαλό ή Κεραμυδάκι, στο νησί, πάνω από την παλιά την βρύση είναι η γειτονιά όπου μεγάλωσα.


- Ω, Κοντέσα μου, να κάτσω λιίγο να ξελιιγώσω! Πολιύ φοβάμαι για την Αθηνούλα μου. Τώρα τελευταία όλο παράξενα πράματα μου λέει. Περίεργα ονείρατα βλέπει, δε ξέρω τι την έχει πιάσει.


- Τι σου λέει δηλαδή, ρώτησε η Κουμούτενα, αν και γνώριζε την απάντηση αλλά είχε τελειώσει τις δουλειές, η Ανθούλα κοιμόταν ακόμη, είχε όρεξη για χάζι.


- Να, τσοι προάλλες έλεγε ότι ήρθανε Θεοί και δαίμονες στον ύπνο τση και σα θεατρικό, να πούμε, τση δείξανε γιατί εδώ ο δρόμος μας λέγεται Απωλλοφάνους, μουρλαμάρες σου λέω!


- Γιατί, μωρή Σκαατσώνενα, για πέσμου.


- Ότι εδώ και χρόνια ένας πρίγκιπας που ελεγότουνα Ζάκυθος και έχασε απ’ τσου οχτρούς του τη πατρίδα του, ξεκίνιησε με καράβια να έβρει καινούρια πατρίδα. Και ότι επαρακαλούσε εκείνο το Θεό των αρχαίωνε που ελεγότανε Απόλλωνας να τονε βοηθήσει. Και έβαλε τάμα να του φτιάξει στη νέα πατρίδα ένα μνημείο, να πούμε, στην πιο όμορφη τοποθεσία. Τέτοια μου έλεγε, τι κάθουμε και στα λέω και σένανε κυρά μου;


- Όχι, όχι, πες μου ούλιη την ιστορία να καταλάβω!


- Ε, μου ’πε, το λιοιπό, ότι με τη βοήθεια του Θεού, βρήκε το νιησί μας, αλλά όταν επάτησε στέρεη γιης ο πρίγκιπας, μετά από πολλές ταλαιπώριες στη θάλασσα, εξέχασε το τάμα του. Έχτισε κάστρο και έβγαινε για κυνήγι και όταν εκουραζότανε, ερχότανε να ξαποστάσει στη γειτονιά μας, στο κεραμυδάκι, γιατί ήτανε το πιο όμορφο μέρος στο νιησί τότενες, με τα νερά που το δροσίζουνε το καλοκαίρι και το απάγκιο απ’ το βοριά που κάνιει το κάστρο. Κάποτε θύμωσε ο Θεός και εφανερώθηκε μπροστά στο πρίγκιπα και του είπε ότι η τιμωρία του που εξέχασε το τάμα όταν επάτησε στέρεη γιης είναι αυτή η γιής να μην είναι πάντα στέρεη παρά να κουνιέται και έτσι έχουμε τσοι κουνιισίες στο νιησί μας, για να θυμόμαστε τα τάματά μας και να μη τα ολβιδάρουμε. Και πειδής ευτό το φανέριω του Θεού εγίνηκε εδώ ονομάστηκε ο δρόμος Απωλλοφάνους. Ευτά μου λέει το σκασμένο και με μουρλαίνιει!


- Σώπα καημένιη Σκαπατσώνενα, αυτή η ιστορία είναι πολίυ ωραία. Εγώ πιστεύω ότι θα τση έκανε καλό να τη στείλετε στο σκολειό και εκεί θα ηρεμίσει το κορίτσι σου.

Tuesday, March 17, 2009

Μπουζόκλειδο



Μέρα-νύχτα
Νύχτα-μέρα
Μια ωδή στη μαλακία
Μια σωρεία από τάπερ
Μια ολοήμερη εκδρομή στην αταξία
Παρέα με το μπουζόκλειδο
Ανοιχτά παράθυρα διθέσιου
Ανοιχτό πίσω μέρος
Τα μηχανολογικά είναι εκεί
Σφίξε το μπουζί

Thursday, March 12, 2009

Το ρεμπελιό των Ποπολάρων

Σκίτσο της Ελισάβετ Μουτζάν -Μαρτινέγκου που φιλοτέχνησε η Ελ। Γούναρη (Μουσείο Επιφανών Ζακυνθίων)

Τα καλοκαιρινά μεσημέρια των παιδικών μου χρόνων ήταν ολόκληρα ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή την νόνα Αθηνά.

Μετά από το μπάνιο στη θάλασσα, στη Στήλη, πίσω από τον Άγιο Νικόλαο του Μόλου, εκεί που δείχνει ο Διονυσάκης μας στην πλαταία του, στη Ζάκυνθο, και αφού όλη η γειτονιά είχε πρηστεί στα κεφτεδάκια και τις ντοματοσαλάτες και ροχάλιζε του καλού καιρού, όλα τα ξαδέλφια, καμιά δεκαριά τσούρμο, αρχίζαμε την δράση μας. Μαζεύαμε κορόμηλα, νέσπολες, κεράσια, όλες τις αγουρίδες από το περιβόλι του παππού, η γιαγιά τα έπλενε με παγωμένο νερό από την πηγή και άρχιζε τις διηγήσεις.

Και πρώτα πρώτα οι δικές μας ιστορίες. Πώς γνωρίστηκαν οι γονείς μας, τι συνέβη την μέρα που γεννηθήκαμε, γιατί μάλωσαν οι συμπεθέρες στα βαφτίσια μας... Μετά περνάγαμε στα δικά της... Η κακή πεθερά της, η κατοχή, η φτωχή μάνα της... Καταλήγαμε στην παλιά Ζάκυνθο, στα κοντέικα, στα ανώγια και κατώγια, στους επαναστάτες ποπολάρους... Και βέβαια στα γαργαλιστικά μυστικά των κοντεοπούλωνε... Από το δάκρυ στο γέλιο και από το γέλιο στο δάκρυ η γιαγιά, και εμείς σιγοντάραμε...

Το ρεμπελιό των Ποπολάρων μου θυμίζει τις ιστορίες της γιαγιάς. Γι αυτό και της αφιερώνω αυτή την ανάρτηση.

ZΑΚΥΝΘΟΣ 1628
ΤΟ ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ




Τα Επτάνησα είχαν την τύχη να μην γνωρίσουν τον οθωμανικό ζυγό, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε και υποτιμούμε τα «πολιτισμένα χριστιανικά δεσμά» της Γαληνότατης Δημοκρατίας, την Ενετοκρατία, που διήρκησε από το 1484 έως το 1797.

Είναι αλήθεια ότι η οργανωμένη διοίκηση των Ενετών και η παραχώρηση ανεξιθρησκίας στους κατοίκους έφερε ηρεμία στη νήσο της Ζακύνθου, ενώ η αυτοδιοικούμενη κοινότητα με Συμβούλιο Ευγενών, που έκανε την εκλογή των Αρχών μαζί με τον Βενετό Προβλεπτή, ωφέλησε κυρίως τις ανώτερες τάξεις του Ζακυνθινού λαού.

Οι ευγενείς, οι Nobili, είχαν αποκλειστικά εισοδήματα από ακίνητη περιουσία και ποτέ, ούτε οι ίδιοι ούτε οι πρόγονοί τους, δεν είχαν ασκήσει «βάναυση τέχνη», δηλαδή χειρωνακτικό επάγγελμα. Οι τίτλοι τους κατοχυρώνονταν με την εγγραφή του ονόματος της οικογενείας στην Χρυσή Βίβλο, το Libro D´ Oro.

Οι αστοί ή Civili αποτελούσαν την μεσαία τάξη. Ήταν μεγαλέμποροι, χρυσοχόοι, συμβολαιογράφοι. Υιοθετούσαν τις συνήθειες της ζωής των ευγενών και διακαή πόθο τους αποτελούσε η εγγραφή τους στο Libro D´ Oro.

Στην πιο δεινή θέση βρίσκονταν οι λαϊκοί ή ποπολάροι. Χωρίς πολιτικά δικαιώματα ήταν αυτοί που στρατολογούνταν για να υπερασπίσουν το νησί από τις εχθρικές επιδρομές. Οι γεωργοί αποκαλούνται όχλος και σκυλολόγιον. Οι αφέντες τους έχουν πάνω τους δικαιώματα ζωής και θανάτου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οργανώνεται και πραγματοποιείται η πρώτη κοινωνική επανάσταση στο νεότερο ελληνικό χώρο και χρόνο (1628 – 1632). Η επανάσταση εκείνη που ονομάστηκε «το ρεμπελιό των ποπολάρων», μας έγινε γνωστή κυρίως από το χρονικό που κατέγραψε ο άρχοντας Άγγελος Σουμάκης, ο οποίος φανερά παίρνει το μέρος των αρχόντων. Ωστόσο το κείμενο αυτό είναι ένα σπάνιο και σημαντικό ντοκουμέντο. Είναι γραμμένο στην ιδιότυπη και γλαφυρή ζακυνθινή διάλεκτο της εποχής και μας προσφέρει πλήθος πληροφοριών για τους πρωταγωνιστές του κινήματος, της εξέλιξής του, τον τρόπο σκέψης της εποχής καθώς και άλλα ιστορικά και οικονομικοκοινωνικά στοιχεία της Ζακύνθου της εποχής εκείνης.

Αφορμή για το «ρεμπελιό των ποπολάρων» στάθηκε η πληροφορία ότι Σαρακηνοί Πειρατές ετοιμάζονταν να επιτεθούν στο νησί. Οι άρχοντες αποφασίζουν να καταγράψουν τον πληθυσμό για να μπορέσουν, όπως ισχυρίζονται, να οργανώσουν την προστασία του νησιού. Οι ποπολάροι θεωρούν ότι η καταγραφή είναι τέχνασμα για περισσότερο έλεγχο του πληθυσμού, επιβολή νέων φόρων και στρατολόγησης. Έτσι ξεσπούν επεισόδια.

Τελικά η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα από τον καινούργιο προβλεπτή που έστειλε η Βενετία. Θα περάσουν πολλά χρόνια ακόμα μέχρι οι Γάλλοι να φτάσουν στο νησί και οι ζακυνθινοί να τους υποδεχτούν ως απελευθερωτές. Τότε καίγεται στον Πλατύφορο το Libro D´ Oro και φυτεύεται το δέντρο της ελευθερίας. Μετά το σύντομο πέρασμα των Γάλλων Δημοκρατικών από το νησί (1797 – 1798) θα ακολουθήσει η Ρωσοτουρκική κυριαρχία (1798 – 1800), η «αυτόνομη» Εφτανησιακή Πολιτεία υπό τον αυτοκράτορα της Ρωσίας (1800 – 1807), η αυτοκρατορική πια Γαλλική κυριαρχία (1807 – 1809) και τέλος η Αγγλοκρατία (1809 – 1864) μέχρι την 21η Μαΐου του 1864, όταν τα Επτάνησα δωρίθηκαν στο νέο Βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α΄ και ενσωματώθηκαν με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο.

Ουσιαστικά οι κοινωνικές ανισότητες και τα υπολείμματα αφεντάδων – ποπολάρων σβήστηκαν με το σεισμό του 1953। Οι ηλικιωμένοι Ζακυνθινοί, ακόμη και σήμερα, αναφέρουν αλυσοδεμένους ανθρώπινους σκελετούς και σωρούς από κόκκαλα ανθρώπων που βρέθηκαν στα ερείπια των υπόγειων πολλών αρχοντικών.


Ακολουθεί η διήγηση στην πρωτότυπη και γραφική για εμάς γραφή του । Καλή ανάγνωση...


Την παρούσαν διήγησην εβουλήθηκέ μου, εμέ του Άντζολου Σουμάκη του ποτέ σινιόρ Τζόρτζη από το άνωθεν νησί της Ζακύνθου, να την βάλλω εις εθύμιση. Δια ποία αφορμή και αιτία ο λαός όλος της χώρας του άνωθεν νησίου εσηκώθησαν κατ’ απάνου του πρίντζιπό τους και των αρχόντων τους με βουλή και γνώμη να κόψουν τους άρχοντές τους, και εις ποίον καιρόν εσυνέβη η υπόθεσις ετούτη.

Εις τον χρόνον τον 1628 οι Αφρικοί τόποι, ήγουν της Μπαρμπαρίας, ηβρισκόμενοι να έχουν πλησίον λαόν κουρσάρων, οι οποίοι τόσον με καράβια, ωσάν και με κάτεγα έδωσαν μεγάλαις ζημίαις ολονών των χριστιανών, τόσον του βασιλέως της Σπάνιας, ωσάν Φράντζας, Βενετζιάνων και πάσα άλλων χριστιανών, ήτον μεγάλον θαύμα εις ταις ζημίαις όπου έκαναν. Τόσον από πτωχότατοι, όπου ήσαν, τώρα ευρέθησαν όλοι πλούσιοι από τα περισσά κουρσέματα, όπου έκαναν των χριστιανών, και η αιτία ήτον οπού το έθνος ετούτο των κουρσάρον επλήθυναν, ότι ο ρήγας της Σπάνιας δια να διώξει από τους τόπους του 70 χιλιάδες λαόν και πλέον από τους Γρανατσέρους, ετότε επλήθυναν την Αφρικήν και ετέρους τόπους της Τουρκίας. Οι οποίοι Γρανατίνοι δια να συμπλησιάζουν με την Μπαρμπαριάν έπιασαν την πίστη του Μουαμέτη, και εκάνανε Τούρκικα εις το κρυφό. Όμως ο βασιλεύς μετά καιρόν ξανοίγωντάς τους όλους τους εδίωξε από τους τόπους άνδρες και γυναικόπαιδα. Πολλοί λέγουν πως εδίωξε εκατόν πενήντα χιλιάδες ψυχαίς, και άλλοι λέγουν εννενήντα. Και άφησαν τα καλά τους και εσκορπιστήκανε εις τον κόσμον, και επήγαν εις μέρη και χώραις των Τούρκων, ως είπα. Αμή το πλέον μέρος εκατοίκησε εις τας χώρας και τόπους της Μπαρμπαρίας, ήγουν της Αφρικής, και ωσάν όπου ήσαν άνθρωποι τεχνεμένοι εις σε πολλαίς επιστήμαις, επλήθυναν και ηύξηναν όλαις εκείναις αι χώραις από πάσα τέχνην και αξίαις αρκεταίς, οπού προτήτερα δεν τας είχεν. Ήσαν και καλοί μαστόροι των καραβιών και κατέργων, από τα οποία έκαμαν πλήθια από αυτά, και έδωσαν περίσσιαις ζημίαις, ως είπα, και εις όλον το έθνος των χριστιανών, τόσον της γης ωσάν και του πελάγου. Και εκεί όπου πρώτα αρμάτοναν έξη επτά κάτεργα μόνον, τώρα αρματώνουν εις όλην την Αφρικήν είκοσι δύο μεγάλα και ανδρειωμένα κάτεργα.

Εις τον καιρόν ετούτον είχαν βέβαια γνώμην οι αυτοί κουρσάροι της Αφρικής ότι να κτυπήσουνε με την Αρμάδα τους και το νησί της Ζακύνθου, ως είχαμε τα μαντάτα συχνά από πλέον τόπους. Δια το οποίον πράγμα εβάλθη ο λαός της χώρας εις ορδινία από τον αφέντη τον κενεράλε τον Πόντε, οπού εις τον καιρόν εκείνον ευρισκότουν εις την Ζάκυνθο, στελμένος από την γαληνοτάτη αυθεντεία της Βενετίας δια να κρίνη εκείνον τον λαόν εις τα παραπονέματά τους, διότι εις καιρόν όπου ήθελαν έλθει οι εχθροί να είμεσθε έτοιμοι να τους δώσωμε πρόσωπο και να τους πολεμήσωμε, ως πρέπει.

Τοιμάσας δια την αφορμή ετούτην 14 καπετανέους εις όλον τον λαόν της χώρας, ήγουν εις πάσαν ενορίαν έναν, διότι να ήνε έτοιμοι κάθε καιρόν οπού να έλθουν οι εχθροί να συμμαζωχθούν με τάξιν ο πάσα ένα εις τον καπετάνιόν του, και ο κάθε καπετάνιος να συντρέχη με όλην την συντροφίαν να βρίσκη τον κουβερναδόρον του νησιού δια να λαβαίνη ορδινία εις σε ποίον τόπον έχει να υπάγη δια να φυλάξη την χώραν και να εναντιωθή των εχθρών, ως κυβερνήτης του πολέμου, με υπόσχεσιν ότι κάθε βράδυ να κρατούνε φύλαξι δύο καπεταναίοι όλον τον καιρόν του καλοκαιρίου, οπού είνε ο φόβος. Ήγουν ο ένος καπετάνιος να πηγαίνη με όλην την συντροφίαν δια να φυλάξη έξω εις το Σταυρωμένο, οπού είνε η άκρη της χώρας. Και εκείνος οπού είνε εις τον Σταυρωμένον να πέμψη είκοσι ή εικοσι πέντε ανθρώπους πάσα βράδυ απάνω εις τον κάμβο της Πούντας, δια να ξανοίγουν όλον το πέλαγος, και ερχόμενον κανένα ενάντιο να δίδουν το αβίζο του καπετάνιου του εις τον Σταυρωμένον με τους επιλοίπους συντρόφους, και εκείνος πάλιν εις τον ίδιο καιρό να δίδη λόγο εις το κάστρο του αφεντός του πρεβεδούρου και του κουβερναδούρου της χώρας, ομοίως και του καπετάνιου του αλλουνού του συντρόφου του, οπού είνε εις το Μόλο, και εις ετούτο τον τρόπον να κυβερνούνται όλοι. Και εις το άλλο μέρος της χώρας πάλιν, ήγουν έξω εις το Ποτάμι, την μερίαν του σιρόκκου, οπού είνε η έτερη άκρη της χώρας, έστεκαν ένα μέρος από τους καβαλαρέους της στρατειάς, ακόμη και έτεροι απεζοί λεγόμενοι κουριέριδες από τα χωρία, ως ήταν η παλαιά συνήθεια, από τους οποίους στρατιώταις εστέρνανε ένα μέρος παρόξω, ήγουν εις τον άγιο Σπυρίδωνα ένα μίλι πλέον και ολιγώτερον αλάργου από την χώραν εις την παραθαλασσίαν δια πλέον καλλίτερη φύλαξι, και παραμπρός πάλι από εκεί απάνω εις το κάμβο εις το βουνό λεγόμενο Ραφτόπουλο, όπου ξανοίγει όλο το πέλαγο. Εκει εκρατούσαν ετέρους δέκα δώδεκα άντρες και έτερα τέσσερα άλογα σιμά τους, ο οποίος τόπος και κάβος κλείει δαμάκι το πορτός της χώρας. Εις τον επίλοιπο τόπο της χώρας τριγύρο εις αυτό στέκονται έτεραι βίγλαις, οπού παντοτινά γίνονται από τους ανθρώπους των χωρίων, και εις τούτον τον τρόπον κυβερνούνται δια κάθε κουρσάρον και επίλοιπον εχθρόν κάθε χρόνον με πάσαν επιτηδειοσύνην.

Εις ετούταις ταις βίγλαις οπού πάσα βράδυ και έτερα παλληκάρια του λαού αρματωμένα, και έτεροι από άλλαις ενορίαις της χώρας, οι οποίοι επηγαίνανε δια χαράν τους και εσυντροφεύανε τον καπετάνιο εκείνης της βραδεινής. Ποίος επήγαιν’ εις τον ένα, και ποίος εις τον άλλο, κατά την αγάπην όπου κάθε εις επρόσφερε ή του ενού ή του άλλου, δια να αξιόνουν τον καπετάνιο εκείνον, ως φίλον τους, και δια να φαίνονται και εκείνοι άξιοι του πολέμου. Και έστεκαν εις την βίγλαν ως μισή ώρα της ημέρας, έπειτα εβάνοντο εις εύμορφο ορδινία και ηρχόντανε εις το Φόρο, και εκεί κατ’ έμπροσθεν του λαού έκανον πέντε έξη γύρους κτυπώντας ο κάθε ένας τους περισσιαίς αρκουμποσίαις, και έδειχνε ο καθένας την παρουσίαν και την ανδρείαν του. Και εις τον τρόπον ετούτον ωρεγόντανε οι νέοι να το κάνουνε το συχνό με περισσή ευχαρίστησι του επιλοίπου λαού, οπού τους εθεωρούσαν. Και εις τον τόπον ετούτον εδείχνανε μεγάλην παρρησίαν ο κάθε καπετάνιος, διότι έσερνε περισσούς ανθρώπους ο καθένας εις την συντροφίαν την ώραν εκείνην, και εις τον τρόπο ετούτον απερνούσανε το συχνό. Και βλέποντάς του ο γουβερναδόρος του νησιού, ο οποίος έχει την προτίμησιν της κυβερνήσεως του πολέμου, εθαυμαζότουνα εις τους περισσίους ανθρώπους οπού ήσαν με κάθε καπετάνιο πάσα αυγή, μη ηξεύρωντας το πως μέρος απ’ αυτούς ήσαν δανεικοί από άλλαις συντροφίαις, και εχαιρότουνα κατά πολλά το πως η χώρα ετούτη έχει περισσον λαόν, και δύσκολο το είχε ότι να καταπατηθή από τους εχθρούς. Ομοίως μετά καιρόν έμαθε πως επέρνα η δουλεία και περίσσια του εκακοφάνη, διότι εις τρόπον ετούτον δεν ημπόρειε να καταλάβη βέβαια πόσος λαός ευρίσκεται εις την χώρα ετούτη, δια να κυβερνηθή εις ώρα χρείαν και να εναντιωθούν εις τον εχθρόν πάσαν καιρόν οπού έρθουν. Δια τούτο ελογίαζε ότι να εύρη στράτα και μέθοδο να διορθώση την δουλειά ετούτη, και τέλος πάντων ο λογισμός του ήτανε δικαιολογημένος, διότι ωσάν απεσταλμένος και πλερωμένος από την αυθεντείαν δια την υπόθεσιν ετούτην, δια να βλέπη το δίκαιόν τους εις οποίον τόπον τον πέμπει δια να κυβερνήση και να διορθώση ως πρέπει τα πάντα όλα. Ήτον το λοιπόν χριστιανικόν να τα βλέπουν τα πάντα όλα σωστά και μετρημένα και να διορθώνουν τα ψεύματα εις αληθοσύνης, ως έχουν το βάρος απάνου τους της κυβερνήσεως. Διότι αν συνέβη κανένα κακόν ενάντιο, πρέπει ότι αυτός να πληρώνει με την παίδεψίν του, έξω οπού χάνει και την τιμήν του και πλέον κυβέρνησι δεν του δίδουν. Ο οποίος γουβερναδόρος οπού εις καιρόν ετούτονε ευρισκότουνα, ωνομαζότουνα κόντε Πορτζενίγο, είνε από τα μέρη της Φραγγίας, σούδιτος Βενετζιάνος, και άρχοντας κατά πολλά φρόνιμος και επιτήδειος εις πάσσα του κάμωμα και αρεταίς. Και εις τον καιρόν ετούτον ήλθε άλλος κυβερνήτης εις τον τόπο αυτού, διότι ετούτου του πρώτου ο καιρός εσώθη. Και του δευτέρου το όνομα κόντε Στρασόλδο, άρχοντας και ετούτος περίσσα ευγενικός και άξιος της Κυβερνήσεως, με αρεταίς. Και όταν έσωσε ο κόντε Προτζένιγος εις την Βενετίαν έδωσε είδησι της αυθεντείας εις τα γενόμενα ετούτα, οπού εγενόταν εις την χώραν της Ζακύνθου, δια το οποίον είπε πως ήτανε χρειαστικό να γράψουν του πρεβεδούρου της Ζακύνθου, ότι με πάσα τρόπο και μόδο να κυττάξη να γράψη, ήγουν να αρολάρη όλον τον λαόν της χώρας, κράζωντας πάσα καπετάνιο με την συντροφίαν του όλην, και να τους γράψη κατά όνομα, και τούτο δια να βεβαιωθεί το πόσος λαός ευρίσκεται εις την χώραν της Ζακύνθου, και να δώση παρευθύς βέβαιαν και καθαράν απόκρισιν της αυθεντείας εις ετούτο, δια να ηξεύρουν να κυβερνηθούν εκείνοι, οπού έχουν το βάρος του πολέμου, δίδωντας λόγον των συνδίχων της χώρας και έννοιαν, και όχι δια άλλο τέλος.

Όμως ο πρεβεδούρος εκείνος δια να ποιήση την προσταγήν την αυθεντικήν, οπού αλλέως δεν ημπόρειε να κάμη, ο οποίος ωνομαζότουνα Πιέρος Μαλιπιέρος, ήτον εξήντα χρονών ηλικίαν άνθρωπος, το λοιπόν έκραξε με πάσαν σπουδήν τους συνδίχους της χώρας και τους εξεκαθάρισε την έννοιαν την αυθεντικήν, ως είχε την ορδινίαν εκείνην, ότι το ογληγορότερο οπού να ήνε βολετός οι οποίοι συνδίχοι του εβάλαν καμπόσην δυσκολίαν, και ήτον ετούτη, το πως αν ο λαός αγροικήση ετούτο, δύσκολα συγκλίνονται να το πήσουν δια περισίαις αφορμαίς, και αγαπούσαν αν ήτον μόδος, να μην ήθελε γένει. Αμή πάλι γνωρίζοντας ότι ήταν πολύ χριστιανικό δια την καλήν φύλαξιν και κυβέρνησιν του λαού, δεν ημπορούσανε πάλε να τον εναντιωθούνε και να τον αντισκόψουνε. Και πάλε όμως όχι δια τούτο να μην γένη η πρόσταξις η αυθεντική, η οποία ήτον δικαιολογημένη και κατά πολλά χριστιανική, επειδή δεν ήταν δια κακό τέλος. Αμή διατί εγνώριζαν την φύσιν των ανθρώπον πως ήτον δύσκολον να συγκλίνουν εις τέτοιο έργο, εκλάψανε με πάσαν επιτηδειοσύνην να διορθωθεί η δουλιά ετούτη, και μην ημπορώντας το λοιπόν να γένη, δια να μην τους κακοφχαριστήσουν και εκείνους, διότι το έργος ετούτο δεν έγινε άλλη φορά, δια το οποίον θέλει τους φανή δύσκολο, και με δεξιόν τρόπον να διορθώσουν την υπόθεσιν οι πατέρες του λαού. Όμως ευρήκανε στράτα δια πλέον καλλίτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την αλήθειαν, το πως από το σενάτο της Βενετίας τους αβιζάρανε, ότι η αρμάδα της Μπαρμπαρίας έχουνε γνώμη να κτυπήσουν την χρονίαν εκείνην, το 1628, εις το νησί της χώρας της Ζακύνθου, και δια τούτο ήτανε αναγκαίον να γραπτή ο λαός όλος δια να ηξεύρουν με πάσαν αληθοσύνην πόσος λαός ευρίσκεται, και ετούτο ήτανε πρεπούμενο να γένει, και να γραφούν την ημέραν εκείνην οπού θέλει έχει την βίαν του, και ετούτο να γένεται εις τα όξω μέρη της χώρας, η οπού αλλού έχουν την όρεξίν τους και ευχαρίστησίν τους, και ετούτο δια να μην τους βλέπουν οι έτεροι από την χώρα.

Τούτο ελογαριάσθη από τους συνδίχους δια να γένη με σκεπαστικόν τρόπον. Μ’ όλον ταύτα ακούοντάς το ο λαός δεν τους άρεσε καμμίας λογής να γένη τέτοιο πράγμα. Όμως ο λόγος ετούτος εσπάρθηκε εις όλην την χώραν και εμουρμουριζότουνα ανάμεσα τον λαόν το πως δεν τους αρέσει λογαριάζοντας εις τον εαυτόν τους, ότι το έργο ετούτο ναν τους ήνε εις σε κακό και εις καταφρόνεσι μεγάλη, δια περισσίαις αφορμαίς οπού εδιαμετριότανε εις ενάντιό τους. Και οι λογισμοί ετούτοι ήτον κατά πολλά ενάντιοι από το ότι ελογιάζανε, διότι πάντα όλα εγενότανε με τέλος καλό, και δια καλήν κυβέρνησιν, κουστόδια εδική τους και των παιδιών τους. Και οι συνδίχοι, ως καλοί πατέρες και κυβερνητάδες οπού γίνονται δια όλον τον λαόν, αν ήθελαν γνωρίσει το πως η υπόθεσι ετούτη δεν ήτον πρεπούμενη και εις σε ωφελείαν ολονών δεν επισκιζόντανε ούτε εμβαλλόντανε εις τέτοιο έργο, άπασα βολά όπου ήθελε είσται ενάντιο του λαού, διότι η έννοιά τους δεν είναι εις άλλο, παρά δια να ευχαριστήσουν όλους εις πάσα τρόπο, και εις το καλλίτερο, οπού να ημπορέσουν δια ωφέλεια ολονών. Αμή γνωρίζοντες το πως είνε αναγκαίο, εσυγκλίνανε να γένη και τούτο, πάλε με πάσα καλόν τρόπον και ευχαρίστησίν τους. Και τούτο το βάρος ύστερον έπεσε απάνου εις τους άρχοντες. Λέγωντας και κρατώντας βέβαιον λογισμόν ο λαός ετούτος το πως η αιτία και το συμβούλιο ετούτο να ήνε δοσμένο από τους αυτούς άρχοντες, κάνοντάς το με σκοπόν και αιτία δια να τους έχουν αποκάτου τους, και εις την εξουσίαν τους, με ετέρους άλλους λογισμούς οπού επήγαιναν διαμετρώντας, μακρά κατά πολλά από την αλήθεια, ως ένε θεός αληθινός.

Οι συδίχοι του καιρού εκείνου ήταν ο Σ. Μικέλης ο Φασόης του ποτέ Σ. Κωνσταντή, ο Σ. Τομάζος Μοτζενίγος του ποτέ Σ. Δομενέγου, αβοκάτος και άξιος άνθρωπος κατά πολλά, και ο Σ. Γεώργιος ο Μαρτελάος του ποτέ Σ. Πιέρου. Και αναγκάζωντας ο αυθέντης ο πρεβεδούρος την δουλιά να γένη με πάσα σπουδή και τρόπον και με εκείνο το μόδο το καλλίτερον, όσο είνε βολετός, ως καθώς εσταθερώσανε με τους συδίχους, ότι ναν τους γράψη έξω από την χώρα. Αμή αυτός έκαμε το ενάντιο, και εκατέβη μίαν αυγή εις το Φόρο και έπεμψε και έκραξε τον Σ. Νούτζο τον Σιγούρο, έναν από τους καπετανέους, από τον Σταυρωμένον, οπού εκεί ευρισκότουνα και έκανε την βίγλα του την νύκτα εκείνην, ότι να έλθει εις τον Φόρον με όλην του την συντροφιάν, ως καθώς ευρισκότουνα. Και μην ημπορώντας να κάμη αλλέως ήλθε εις την υποταγήν, κατά την πράξιν του, και έτζι τους έγραψεν όσοι και αν ευρέθηκαν την αυγή εκείνην την πρώτην.

Η τάξις ετούτη περίσσια εκακοφάνη ολουνού του λαού, και περίσσια εσκληρευτήκανε η καρδίαις τους, και των εντράπηκαν κατά πολλά. Ομοίως εκακοφάνη και των συνδίχων, διότι δεν έκαμεν ο πρεβεδούρος ως εμιλήθη η δουλιά, μόνον αληλούησε και έκαμε την αρέσιάν του. Και ετούτο έδωσε αιτία του σκανδάλου ετούτου, και ο λαός έλεγε το πως δεν θέλουν πλέον να περάσουν, και κατά πολλά ανακατωθήκανε, και εσυμβουλευθήκανε να πάνε εις το κάστρο να το παραπονεθούν του πρεβεδούρου, και όχι να πάνε με τάξι ταπεινή δέκα και δώδεκα απ’ αυτούς και από τους πλέον γεροντότερους ταχτικούς, και να μιλήσουν πρώτα με τους συνδίχους, οπού είνε πατέρας ολονών του λαού, οι οποίοι ήθελαν να προσπαθήση να κάμουν να λάβουν πάσα ευχαρίστησι, οπού απεθυμούσαν, δίχως να σηγείρουν σκάνδαλα. Αμή όταν οργίσθη ο Θεός τους ανθρώπους δια τας αμαρτίας τους, τους πέρνει τον νουν τους και τους δίδει θλίψαις, και σκάνδαλα και βάσανα να έχουν ανάμεσόν τους. Δια τούτο δεν άφησε να γένει η δουλιά με ταπεινότητα και με ευχαρίστησι ολονών. Και εσηκωθήκαν καμμία εκατοστή, καλοί κακοί από αυτούς και επήγαν να μιλήσουν του πρεβεδούρου με τρόπον σκληρόν και άπρεπον, και σκανδαλοποιόν το παράπονόν τους. Οι συνδίχοι, οπού δύο απ’ αυτούς ευρεθήκανε εκεί εις το παλάτι το αυθεντικό και εκαρτερούσαν να εύγη ο πρεβεδούρος εις την σάλα οπού ήτον ο λαός, ήγουν ο Φασόης, και ο Μαρτελάος, βλέποντας και αγροικώντας την άπρεπην τάξιν, με την οποίαν ήλθανε να προσφέρουν του αφεντός την έννοια και την παραπόνεσίν τους, τους εμίλησαν με τάξιν και έννοιαν καλήν αγαθήν δια να καταπραΰνη τους λογισμούς τους τους κακούς, οπού είχανε καρφώσει εις το κεφάλι τους αδίκως, και δια να τους δώσουν πάσαν ευχαρίστησιν ημπορεζόμενην.

Όμως ετούτοι με πάσα θυμό και σκληρότητα τους εναντιονότανε, διότι, ως είπα, εκρατούσαν γνώμη το πως το έργο τούτο γίνεται από βουλή εδική τους. Ως τόσο οι σύνδιχοι επροφήτευσαν την αλήθεια, κατά τα λόγια οπού είπαν προτήτερο του πρεβεδούρου δια την υπόθεσιν ετούτην, το πως θέλει τους κακοφάνη και θέλει γίνει ανακάτωσις, και δια τούτο περίσσια το επικραινότανε. Να ήθελε πάγει να τους γράψη όξω από την χώρα δια να μην τους δώση αιτία να τους κακοφανή, μόνον έκαμε το εναντίο, και εστάθη η αιτία της σύγχυσης ετούτης. Όμως, πριν να εύγη ο αυθέντης ο πρεβεδούρος από την σάλα ναν του μιλήσουνε, ήρθανε εις τα χοντρά με τους συνδίχους, δίχως να τους κρατήσουν κανένα ρεσπέτο, φοβερίζοντας και υβρίζοντας τους άρχοντες, λέγοντας εις το φανερό το πως δεν θέλουν να περάσουν καμμίας λογής οπού να ήνε, διότι δεν είναι ομπλιγάδοι, μήτε σολδάδοι πλερωμένοι να πέρνουν την ρεσίνια αφεντικήν, να τους τραβήξουνε εις σε ρόλο, μόνον να ήνε σούδιτοι και ελεύθεροι, και ει δεν τους αρέση ο Βενετζιάνος, πάνε οπού τους φαίνεται, με τον Σπάνια, η με τον Τούρκο, και δια τούτο δεν χρειαζότουνα να γένη εις του λόγου τους τέτοια υπηρεσία, και τον είχαν εις εντροπή μεγάλη, και το πως οι άρχοντες δεν τον έκαναν με άλλο τέλος, παρά δια ναν τους βάλλουν εις την υποταγήν τους, ωσάν τους ξεχωρίταις, δια να τους σέρνουν οπού και αν θέλουν εις σε πόλεμο και εις δούλεψι, και εις πάσαν άλλην υπόθεσι, και έτερα άλλα περίσσια άπρεπα και ψέματα, οπού εμετριότανε, και έπεσε όλο το κατάβαρο εις τους άρχοντας το πως να ήνε αιτία τους και η βουλή να γίνουνται ετούτα τα καμώματα. Έπειτα εκατέβηκαν εις την χώρα με πολύ θυμό και σκληροσύνη σμίγονται με τους επιλοίπους του λαού, κάνοντα το ένα τους εναντίον των αρχόντων, λέγοντας και φοβερίζοντάς τους, ότι ναν τους σκοτώσουν, και ετούτο δίχως φταίσιμο κανένα, μήτε είχανε αφορμή και δίκαιο κανένα να παραπονούνται από αυτούς. Διότι αν ηθέλανε γραφτη κι όλας εις το χαρτί το αυθεντικό, δεν τους έφερνε καμμία ζημία, μήτε κανένα βλάψιμο, μήτε εντροπή και μήτε ποτέ από τους συνδίχους ελογιάσθη τέτοια δουλιά. Εξόχως έγινε καθώς προείπα προτήτερα, από γνώμη και βουλή του άνωθεν κόντε Πορτζένιγου του γουβερναδόρου, και η ορδίνια η αυθεντική, οπού εδόθη κατά την θύμησιν εις το σενάτο. Και ετούτο ήτον με πάσα δίκαιον να γένη, διότι δεν τους έδιδε ζημία καμμία, αμή ήταν θέλησιν θεού, ως άνωθεν είπα, και μας ωργίστη δια να καταφρονεθούμεν από τους κατωτέρους μας, ως έγινε κι όλας.

Το κατάβαρο ετούτο περίσσια επλήθυνε εις τον λαόν και ενάντιο των αρχόντων. Και ετούτο, διατί δεν ημπορούσανε να ξεθυμάνουν με το αφεντικό, ερρίξανε το βάρος των αρχόντωνε, και από ημέρα την ημέρα εσκληρυνότανε η καρδίαι του ενού και αλλουνού μέρους εις περισσότερη θλίψη και θυμό, διότι ο λαός επήγαινε καταφρονώντας και βρίζωντας φανερά και κατά πολλά άσκημα τους άρχοντας και φοβερίζοντάς τους. Και εκείνοι γροικώντας τους περίσσια εσκληρευόντανε η καρδία τους εις αυτούς δια την πολύτητα του λαού, και οι άρχοντες ήσαν ολίγοι, έως τριακόσιοι, μάλιστα και σκορπισμένοι εις σε περισσούς τόπους της χώρας. Οπού αν ήθελεν είσται ανταμωμένοι ήθελαν συνέβη περίσσια φονικά, και περισσότερα σκάνδαλα. Αμή δια να μην τους δίδη χέρι ο τρόπος, ήτανε χρεία ότι όλα ναν τα υπομένουν με το στανιόν τους, έχοντας ελπίδα, ότι η δικαιοσύνη ναν τους ξεδικηώση και να τους παιδέψη, ως πταίσαις. Και δεν ηθελήσανε καμμία λογής να περάσουνε πλέον δια να γραφθούνε, ως ήταν η θέλησις και οδρινία η αυθεντική.

Ο πρεβεδούρος βλέπωντας την άπρεπην τάξιν του λαού ετούτου, και ολίγην υποταγήν οπού έδιδε εις αυθεντικαίς ορδινίαις, και το πως δίχως καμμία αιτία δίκαιου αποτζιπωθήκανε εις τον τρόπον ετούτον, οπού περίσσια του εκακοφάνη και κατά πολλά εθυμώθη λέγωντας, ότι να γράψη εις σε ενάντιό τους εις την Βενετίαν δια να παιδευθούν κατά πολλά, ως τους πρέπει.

Εις τον καιρόν ετούτον ευρέθη εις την Ζάκυνθο ο εκλαμπρότατος αυθέντης Αντώνιος Τζιβράν κομεσάριος, ο οποίος ήλθε δια να μαζώξη τα χρέγια τα αφεντικά, και εθαυμαζότουνα περίσσια εις την μεγάλην απρέπειαν και αποτζιποσύνην του λαού ετούτου, αδημόνησε κατά πολλά προς σε δαύτους, λέγωντας, ότι αν ήθελε έχει εξουσία καταπάνου τους την ώρα εκείνη ήξευρε το τι ήτανε πρεπούμενο να κάμη εις αυτούς, δια ταις άπρεπαις αντάραις όπου έκαμναν. Και ο πρεβεδούρος οπού έλεγε να γράψη εις την Βενετία εναντίον τους δια να τους παιδεύση κατά πολλά, δεν το έκαμε. Διότι γροικώντας το ο λαός εφοβήθηκε και ελογίαζαν ότι συντορνευσίσουν όλοι ανάμεσόν τους να μαζώξουν τορνέσια περισσά να δώσουν μία καλή πλερωμή του πρεβεδούρου ομοίως και τζη πρεβεδούρας δια ναν την τραβήξουν εις τα θελήματά του, και να καταπραΰνουν την οργήν του εναντίο τους, και να εύρουν γιάτρεμα εις τα φθαισίματά τους, και εναντίον των αρχόντων να γυρίση, ωσάν το έκαμαν λογιάζοντας να ρίξουνε το κατάβαρο εις σε δαύτους δια να γλυτώσουν την παίδευσι. Και από τα άσπρα ετούτα οπού εμάζωξαν εκράτησαν απ’ αυτά και οι καπουριόνοι μία καλή σούμα. Αμή ο πρεβεδούρος τέτοιαν γνώμη δεν την είχε. Μόνον η αρχόντισσά του, οπού τον ώριζε, τον εσύμπεσε, διότι, ως είπα, εχάρισαν και εις αυτήν 500 ρεάλια και του πρεβεδέρου χίλια. Ως έκαμε η Ευα με τον Αδάμ και έφαγε το ξύλον της παραδείσου εναντίον της θελήσεως του Θεού, αμή ύστερα το εμετάνωσε ο Αδάμ. Εις τέτοιον τρόπον το έπαθε και ο πρεβεδούρος ετούτος με την γυναίκα του, ο οποίος δια την λαιμαργίαν ετούτην επήγε κακήν κακού, και απόθανε εις την Βενετία από το φαρμάκι του εις το Πρεζεντάδο οπού ευρισκότουνα δια την υπόθεσιν ετούτην εις μίαν φυλακήν. Ακόμη εδώσανε και άλλα εκατό ρεάλια ενού ανθρώπου του σπιτιού του άνωθεν πρεβεδούρου, του οποίου ο λόγος επέρνα κατά πολλά εις τον αφέντη, ονομαζόμενος Γερόλυμος, ήταν και καπετάνιος. Και τα δόσια ετούτα έκαμαν τον αυτόν πρεβεδούρον και εγύρισε παρευθύς με τον λαόν. Και εκεί οπού οι άρχοντες εκαρτερούσαν την βοήθειάν του και την δικαιοσύνην του, τους έδιδε άδικο και το πως το πταίσιμο είνε από αιτία εδική τους. Και με τον τρόπον ετούτον επροσπάθει να φτιάση τα πταισίματα του λαού, και να μείνουν οι άρχοντες με την ανυποληψίαν και ατιμία από τον λαόν. Όμως οι άρχοντες, βλέποντες και γροικώντας τα λόγια ετούτα και το πως ο πρεβεδούρος εγύρισε εις βοήθειαν του λαού παρρησία, το εθαυμαχτήκανε και το επικραθήκανε βλέποντας την αμετρίαν του και την αγνωσύνην του αυτού πρεβεδούρου. Πράγμα οπού δεν το εκαρτερούσαν, και δεν ήξευραν δια ποίαν αιτία ο αφέντης ετούτος έπεσε εις τέτοιο μεγάλο σφάλμα. Παντού υστέρου εμάθανε όλα τα γενόμενα, και το εθαυμαζότουνα περίσσια, και επροσπαθήσανε με πάσα εύμορον τρόπον δια να τον συμπέσουν από τον κακόν και άπρεπον λογισμόν, οπού είχε και έβαλλε εναντίον του δίκιου. Όμως δεν ήτον βολετός να αγροικήση και να καταπραΰνη, διότι του εκακοφαινότανε να στρέψη τα άσπρα οπίσω, τα οποία τον εξεγκούμπησαν και του επήραν την τιμήν του, παντού ύστερον θέλομεν διηγηθή παρεμπρός. Ας έλθωμε εις το προκείμενον μίλημα.

Βλέποντας το λοιπόν οι άρχοντες την γνώμην του πρεβεδούρου ετούτην την απρεπήν και αμέτρητην, οπού έπιασε και δεν ήθελε να συμπέση, εσυντρέξανε εις τον άνωθεν αφέντη Τζιβράν τον κομεσάριον δια να εύρουν δικαιοσύνην εις τοσούτον παράπονο και δίκαιο οπού είχαν , διηγούντας του τα πάθη τους και τα παραπονέματά τους, οπού είχαν με τον πρεβεδόρο, δια να ήναι μαρτυρία πάσα καιρόν χρεία εις το τοσούτο δίκαιο, διότι αν ο πρεβεδούρος γράψη εναντίο τους και εισέ βοήθειαν του λαού, να σερβέρη δια μάρτυρας, ως εκείνος οπού είδε τα πάντα όλα. Και το πως θέλουν να κάμουν αμπασαρία και θέλουν τον γυρέψει δια κριτήν τους δια να κρίνη την υπόθεσιν, ως εκείνος οπού είδε τα πάντα όλα, διότι καλλίτερον κριτήν απ’ αύτον δεν ημπορούσαν να εύρουν. Και γροικώντας ο αυθέντης ετούτος την βουλή οπού έπιασε ο πρεβεδούρος κατά πολλά εθαύμαξε και εθυμώθη προς εδαύτονε. Και δια την αφορμήν ετούτην ωχτρεφτήκανε οι ποπολάροι με τους άρχοντας κατά πολλά περισσότερο από την πρώτη φορά.

Εις το μέσον ετούτο ο λαός εσυμβουλευτήκανε καθημερινώς εναντίον των αρχόντων με τι τρόπον έχουν να κυβερνηθούν δια να εύρουν αιτία δια να ρίξουν όλα τα κατάβαρα εις του λόγου τους, και να λυτρωθούνε ατοί τους από τα σφάλματά τους, και να κρύψουν ταις απρεπείαις τους. Ηύρηκαν μίαν μέθοδο και αβανία, ότι πως ο Σιν. Γιούλιος ο Πανάρετος, ένας από τους εδικούς μας άρχοντες, εμπήκε εισέ μιας φτωχής σπίτι και επροσπάθησε να κάμη με δαύτηνε με δυναστικόν τρόπον, εναντίον της θελήσεώς της, δια το οποίον πράγμα η δικαιοσύνη τον έπιασε και τον κράτησε εις το κάτεργο εισέ φυλάξι και καλή κουστοδία. Όμως μετά καιρόν ελυτρώθη από την αβανίαν ετούτη, γνωρίζοντάς τονε η δικαιοσύνη άφταιστον, και φανερά εγνωρίσθη πως ήτανε αδικημένος. Η οποία γυναίκα ήτανε κατατρεμένη, ήτανε και προτήτερα αμαρτωλή, και Κρητικιά. Ο άνδρας της ωνομαζότουνα ο Εξηδάχτυλος, πτωχός. Και εις ετούτη την αμαρτωλή ευρήκανε πάτημα δια να σκεπάσουν την απρέπεια τους, επειδή και άλλο δεν ευρήκανε. Μονοντούτο οπού επερπατούσανε λέγοντες περίσσιαις συκοφαντίαις και αβανιαίς των αρχόντων το πως εκάμανε ενού και αλλουνού ποπολάρου, και το πως περίσσιοι επήγαιναν και εκατηγορούσαν τα σπίτια τους, και έπερνον το πράγμα τους με το στανιό. Όμως κανένα από ετούτα δεν ημπόρεσαν να δείξουν της δικαιοσύνης, επειδή κανένα δεν ήτον αληθινό, μόνον εκείνο του Πανάρετου, και μήτε εκείνο ήτον αληθινό, ως είπα, διότι εκείνος, ως φρόνιμος οπού ήταν, δεν επήγαινε να κάμη ένα πράγμα, ωσάν εκείνο το άπρεπο. Επειδή ημπόρειε να το κάμη κρυφά, χωρίς να αγροικηθή, διότι ο τρόπος του εβόλειε να το κάμη, ως ήτανε η όρεξίς του, ως φανερά το ηξεύραμε όλοι πως ήτον αμαρτωλή, και δεν είχε καμμία δυσκολία. Και εις τούτον τον καιρόν ελογιάσανε να ψηφίσουνε και τέσσερους κουμέσους του λαού από τους πρώτους τους, οι οποίοι να ήνε χρεώσταις να γυρεύουν τα δικαιώματά τους, και ετούτο οι ίδιοι ανάγκαζαν να τους κάμουν δια να τους τρώνε διότι είχανε περίσσιο διάφορο αντάμος με τους καπουριόνους από όλον τον λαόν. Οι οποίοι ήταν ο Γεώργιος Χριστόδουλος Χιόνης Κορφιάτης, αμή κατοικούμενος εις την Ζάκυνθο, Τζάνες Ρούσσος πραγματευτής, και Μάρκος Πιανίν. Τούτος ήτον Φράγκος, διότι και ο πατέρας ήταν και εκείνος Φράγκος και ξένος και εις την Ζάκυνθο επαιδεύτη. Και καπουριόνοι ήτον, οπού εσέρναν τον λαόν εις το κακό, εναντίον των αρχόντων, διότι με τον τρόπο ετούτο ευρίσκανε να διαφορένουνε με ταις πλάταις των πολλώνε, και με τούτο πολλοί να κάνουν το παλλικάρι με λόγια άπρεπα και σκανδαλοποιά, και δια τούτο τους απάντα να κρατούν τον λαόν συγχισμένον. Και ήτον πρώτος μεν ο Γιάννης ο Βοτάνης, Ανδρέας και Πιέρος αδελφοί Δροσίδαις, λεγόμενοι Σπυρίδαις, διότι τον πατέρα τους τον έλεγαν Σπυρί, και αν δεν τους ειπούν το Σπυρί δεν τους βρίσκουν. Η τέχνη τους είνε τσαγγάριδες, και ο Βοτάνης είνε γεωργός. Νικολέτος Αμπράμος ράφτης και Χριστόδουλος Τζίμας, λεγόμενος Κουτζομύτης, τσαγγάρης και κακόγλωσσις, οπού δια την κακήν και αναθεματισμένην του γλώσσα του έκοψαν την μύτην δια να γνωρίζεται. Αγκαλά και δεν ήτον καλός εις τα άρματα, ωσάν και τους άλλους, εβοήθα με την γλώσσαν του την φαρμακερήν και άπρεπη, τον οποίον η χώρα όλη τον εκράτειε δια κακόγλωσσον κατά πολλά. Ετούτος ήταν το άγιον του διαβόλου, και εδασκάλευε τους ποπολάρους καθημερινώς, ωσάν ο δάσκαλος τα παιδιά εις το σκόλιο, εναντίον των αρχόντων, εις τρόπον οπού τους επαρακίνα να κάμουν περισσότερα σκάνδαλα από το ότι είχανε όρεξι. Αγάπα περίσσια να βλέπη ανακατώματα, σύγχυσαις και συμφοραίς εις την χώρα, διότι τότε εκείνος εχαιρότουνα κατά πολλά. Εμοίαζε όμοια του Τιμώνου του Αθηναίου εις την αναθεματισμένην φύσιν, ο οποίος, ήτον εχθρός της ανθρώπινης φύσεως, και οπότε αγροίκα σκάνδαλα και σύγχυσαις και βάσανα εις την χώρα, τότες έστεκε χαρούμενος και με καλήν καρδίαν. Την ομοίαν φύσιν είχε και ετούτος ο αναθεματισμένος και τρισκατάρατος, τα πλέον κακά παρά από τους άλλους. Και εφέρνανε τους άρχοντας εις ένα τρόπο, ότι εστέκανε τιμωρισμένοι χειρότερα από τους Εβραίους, και δεν ετρόμασαν να ειπούν τίβοτις, στέκοντας με μεγάλην ταπεινοσύνην και τιμωρίαν, διατί δεν ήτον δικαιοσύνη εις αυτούς, δια τούτο έβριζαν και έπαψαν μετ’ εμάς.

Ακόμα επίασαν και δι’ αβουκάτον έναν φράγγον, οπώστεκε εις το κάστρο, ονομαζόμενος Πιέρος Δαλάκλιβα, ήτον καλός εις την αβοκατοσύνην. Ετούτος ήτον από την Βενετίαν μπάσταρδος ενού δουλευτή του αυθεντός του. Ο οποίος του πατέρας προτήτερα ήτον εις το οφίτζιο ονομαζόμενο δελάκβε, και όσοι εις το οφίτζιο τούτο γράφονται δια να δουλεύουσι είνε ωσάν να ήνε οι φαντάδες, ήγουν οφιτζιάλοι αφεντικοί, και αγκαλά και δεν πιάνουνε ανθρώπους κάνουν έτεραις υπηρεσίαις του λαού της χώρας, ωσάν να ορίζουνε τους ανθρώπους να έρχουνται εις την κρίσιν, ομοίως και να αμαχεύουν, και έτεραις άλλαις ομοίαις τάξεις. Έπειτα με τον καιρόν εβγήκε από το οφίτζιο ετούτο και μπήκε δούλος του άνωθεν αφεντός, ως άνωθεν είπα και από το οφίτζιο δελεάκβε επήρε το όνομα και ωνομάστη Δαλάκβιλα. Ετούτος βλέπωντες το πως από όλον τον λαόν ήταν αγαπημένος και διαφεντεμένος εις πάσα του υπηρεσία είχε και μεγάλο κέρδος. Και με τούτη τη στράτα εκέρδεσε πολλά τορνέσια και έβγαλε όλα του τα χρέγια, διότι ήτον πτωχός και δεν είχε που την κεφαλήν κλίνη. Διότι ο πατέρας του τον εδίωξε δια ταις κακαίς του πράξεις και γνώμαις και όντας απέθανε ο πατέρας του ότι του ηύρε το έπαιξε στα χαρτία, και μην έχοντας με τι να ζήση ήλθε εις την Ζάκυνθο δουλευτής αλλουνού Φράγγου και εκεί έμεινε, όντας τον έβαλε εις την φυλακήν ο σινιόρ Τζώρτζης ο Φραντζής, ονομαζόμενος Μπρουζάδος, πραγματευτής δια ένα ήμισυ ριάλι και άσπρα δεκατέσσερα οπού του εδάνεισε δια να πορευτή και δεν είχε να του το δώση. Και ετούτο το έκαμε, διότι ήβλεπε και ότι εξεδούλευε εις την καντζελαρία όλα τα έπαιξε. Εις την καντζελαρία τον εβάλλανε με το μέσο των Φράγκων δια να μην πάγη του κακού, ως εις την καντζελαρία της Ζάκυνθος φαίνεται η αυτή του ρετεντζιό. Και μην έχωντας τον μόδο να τον πλερώση να έβγη από την φυλακήν, οπού δια την αφορμήν ετούτην εστάθη εκεί έναν μήνα, εσυντορνεύσανε οι Φράγγοι και τον έβγαλαν από την φυλακήν, και του εμαζώξανε πέντε κάρτα και τα εδώσανε δια τα χρέη του του Φραντζή, και εκείνος του εχάρισε τα επίλοιπα, και τότες εβγήκε. Εις την Ζάκυνθο επαντρεύθη και επήρε μία χήρα δια γυναίκα του. Ετούτην την είχαν παντρεμένην προτήτερα με τον Μπουλδού, ήταν και αυτός Φράγγος, με τον οποίον εγέννησε δύο παιδία, ένα αρσενικό, και το άλλο θηλυκό. Το αρσενικό ωνομαζότουνα Μαρκαντώνιος Μπολδούς, κακής φύσεως άνθρωπος, και ετούτος έκαμε πολλαίς σύγχυσαις εις τον καιρόν του, και περίσσια κακά, και ποτέ δεν εσύντρεχε εις καλό, μόνον πάντα του σκάνδαλα και ανακατώματα έκαμε και παντού υστέρου έδωσε θάνατον κακό, και τον εσκότωσε ο αδελφός του, ως άνωθεν θέλομεν το ξεκαθαρίσει. Και εβγήκε και αυτός από το πρόσωπο της γης και επήγε εις το ανάθεμα. Ύστερα επανδρεύθη ετούτη η Πουλδίνα και επήρε τον άνωθεν Άκβιλα, και ετούτη δαμάκι τον εσύμπεσε με την εσοδία τζη, και τότε εβάλθη εις την στράτα της αβοκατοσύνης, και μετά καιρόν έγινε άξιος. Ετούτη η γυναίκα του ήτανε μάισσα κατά πολλά, και με δαύτονε έκαμε δύο παιδία, ένα αρσενικό, και το άλλο θηλυκό. Το αρσενικό εσκότωσε τον πρώτον του αδελφόν, τον άνωθεν Μαρκαντώνιον, τον Πουλδού, ως άνωθεν είπα, δια τον οποίον φόνο και δια έτερα κακά, οπού έκανε, η δικαιοσύνη τον επανδίρισε και πηγαίνωντας εις την Πόλιν δια σκλάβος, απέθανε εισέ πενιτεία και δυστυχία μεγάλη εις ένα αχερόσπιτο, και έδωσε τέλος εισέ τη κακή του ζωήν, ως υιός του διαβόλου, ωσάν αγγείο της κατάρας του Θεού. Και ετούτος, διατί η μάνα του με τα μαγικά τα εγέννα, ήτανε νέος έως δέκα ’φτα η δεκοχτώ χρονών. Ακόμη ετούτος περίσσιαις φοραίς εκόντεψε να σκοτώση και τον πατέρα του, και εις άλλο δεν ήταν η έννοιά του, παρά να εργάζεται εισέ κακά και αν ήθελε ζήσει, ήθελε κάμει περίσσιαι ανακατώματα, αμή ο αφέντης ο Θεός τον αγουρόκοψε. Και η θυγατέρα της ακόμα, οπού είχε με τον Μπουλδού τον πρώτον της άνδρα, εφαρμακέσθη μονάχη της και έδωσε και αυτή κακόν θάνατον από σισπεραροσύνην της. Και αυτός ο Άκβιλας πάλαι παντού υστέρου απέθανε και εκείνος εις την Βενετίαν, και το σπίτι του επήγε κακήν κακού, και ετούτο από θέλησι θεού, διότι εκείνο οπού εγνωμιαζότουνα να κάμη αδίκως των αλλωνών, ο Θεός το έκαμε εις δαύτονε. Και μετά τον θάνατον ετουτουνού του αναθεματισμένου άνθρωπου εσιωπήσανε περίσσια σκάνδαλα και περρίσια κακά, οπού ήθελαν συνέβη, και δεν εγίνηκαν, χάρις του αιωνίου Θεού και της υπερευλογημένης Θεοτόκου, και πάντων των αγίων. Και η άλλη θηλυκή επήγε εις καλό, διότι εκείνη μόνον απ’ όλα τα παιδιά οπού έκαμε η γυναίκα ετούτη, ευγήκε εισέ καλό και εις πράξαις αγαθαίς και τίμιαις.

Ομοίως εξωλόθρεψε ακόμα ο αυθέντης ο Θεός και όλους τους κουμέσους, ομοίως και τους καπουριόνους, ακόμα και ετέρους κακόγνωμους ανθρώπους του λαού ετούτου, οπού ήσαν η αιτία και η ανάγκασι των σκανδάλων ετούτων, διότι αδίκως επαρακινηθήκανε εναντίον των αρχόντων. Δια τούτο και ο Θεός τους εξωλόθρεψε και επήγαν τα σπίτια τους κακήν κακού, ως φανερά το είδαμε εις το πρόσωπόν μας.

Το λοιπόν με ετούτη τη πλάτη και θάρρος ο λαός επήγε απάνω των αρχόντων του και ήταν η αιτία και όλαις αι καλαίς ορδίνιαις του νησιού περί της κυβερνήσεως του λαού εχανότανε και δεν ταις έκαναν, διότι ο πάσα εις επούλειε το ότι του εφαινότανε κατά πως του άρεσε εις την πούλησιν, χωρίς να πέρνη στίμα από τον τζιταδούρον, ως γίνεται εις πάσα χώρα. Και ετούτο έδιδε μεγάλην ζημίαν ολωνών, και αγκαλά την ελαβαίνανε όλοι τους, μολονετούτο, δια να μας κάνουν δεσπέτο, έμειναν ευχαριστημένοι να την έχουν και εκείνοι. Το όμοιον έκαναν και εισέ έτεραις δουλιαίς και τάξαις του τόπου, όπου ήταν εις τιμήν και δόξαν ολωνών των ανθρώπων, διότι περίσσια το επήρανε απάνου τους, διότι η δικαιοσύνη δεν τους επαίδευε και την καταφρονούσαν και φόβο κανένα δεν είχαν από τινάν. Και δια πλέον βεβαιοσύνην της αλήθειας εις όσα εδιηγήθηκα δια τον λαόν ετούτον το πως υπερηφανεύθη τόσον πολλά εις τρόπον οπού άνθρωπον κανένα δεν εψηφούσαν, δια το οποίον θέλω διηγηθή, οπού εις τον καιρόν ετούτον εσυνέβη εις ένα πρεβεδούρον, οπού ήλθε δια την κυβέρνησιν του λαού ετούτου, ονομαζόμενος Γερόλυμος Πέμπτος. Το τι ανυποληψία του λαού! Ετούτος ο αφέντης εκράτησε όλον τον καιρόν της κυβερνήσεώς του πλέον λογαριασμόν από τους ποπολάρους, παρά δια τους άρχοντας. Των οποίων ποπολάρων έκαμε περίσσιαις χάραις και ετίμα πολλά αυτούς, με το ναν τους κράζη το συχνό να τρώνε εις το τραπέζι του με δαύτονε. Όμως ότι χάρι και τιμήν των χοντρών ανθρώπων δεν το γνωρίζουνε, ομοίως και πάσαν άλλην καλοσύνην. Ετούτοι πάλε δια να του αντημέψουν μέρος από ταις χάραις και αγάπαις οπού ελαβαίνανε, δεν ηθέλησαν να του πλερωθούν το κουμέρκι εις όσα πράγματα έβγαλε και έπεμψε εις την Βενετίαν, διότι την χρονιάν εκείνην είχανε παρμένο οι ποπολάροι το δάτζιο της δουάνας. Και όταν έσωσε τον καιρόν του και ήλθε ο άλλος πρεβεδούρος εις τον τόπον του, ετούτοι οι ποπολάροι ήθελαν ναν τον κατεβάσουν από το κάστρο κάτου εις την χώραν με τιμή, ως είνε η συνήθεια του τόπου οπού οι άρχοντες κάνουν πολλών αφεντάδων, όταν ο λαός λαβαίνη καλήν κυβέρνησιν απ’ αυτούς. Δια το οποίον τους ευχαρίστησε κατά πολλά εις τέτοια καλοσύνη, οπού εις τον λόγου του είχαν βουλή να κάμουν. Αμή διατί εγνώριζε, ότι η τιμή των ποπολάρων δεν ημπορείε να τον ωφελήση, ωσάν εκείνη οπού ήθελε λάβη από τους άρχοντας, όποτε εκείνοι ήθελαν να του κάμουν, δια τούτο έβαλε και του επερικάλεσε ότι να του κάμουν ετούτην την καλοσύνην. Διότι δεν έπερνα καλή αγάπη αναμέσον τους, διότι εις όλον τον καιρόν της κυβέρνησίς του εστάθη πάντοτε ενάντιός τους, και εις ωφέλειαν των ποπολάρων. Μολοντούτο από περίσσιαις παρακάλεσαις οι άρχοντες υπεσχέθησαν να του κάμουν, λογαριάζοντας πως να έχη και την αγάπην του λαού εις έναν καιρόν, και έτζι οι άρχοντες τον εκατέβασαν με παρρησσίαν πολλήν. Των ποπολάρων εκακοφάνη, διατί ηθέλησε κάλλιον να λάβη τους άρχοντας παρά αυτούς. Δια τούτο εστάθησαν εις έναν τόπον της χώρας, εις το έξω μακελιό, εις την ενορίαν του Αγίου Παντελεήμονος, και εκεί τον εκαρτερούσαν οπού είχαν να τον απεράσουν, και στέκοντας κατ’ έμπροσθεν του προσώπου του και τον επερίπαιζαν λέγοντάς του λόγια αναμπαικτικά ωσάν να μην ήθελαν τον γνωρίζει, και να μην ήθελαν λάβη από τον αυτόν αφέντη καμμία τιμή και καλοσύνη, μόνον να τον είχαν εχθρόν, και μήτε τον εντράπηκαν. Και αφόντας τον επιθώσανε εις το σπίτι εκείνο, οπού ήτον ετοιμασμένο να κατοικήση, διότι τον εκατέβασαν με παρρησία επί θρόνου εις μία καθήκλα, ήλθον οι καπουριόνοι κατ’ έμπροσθεν του λαού ολουνού, οπού ήτον γιομάτο το παλάτι, και του λέγουν με τρόπον σκληρόν και αδιάντροπον δος μας τα άσπρα οπού μας χρεωστάς δια το κουμέρκι εις το πράγμα οπού εύγαλες και έπεμψες εις την Βενετία, αλλέως δεν θέλομεν σε αφήσει να ευγάλης τα ρούχα σου απεδώθε και ήξευρέ το! Και παρευθύς ευγήκαν από το παλάτι και επήγαν έξω, και όσοι ευρέθηκαν εκεί εις το πράγμα τούτο εφρίξανε εις τόσην αποτζιποσύνη, οπού είδον των ανθρώπων τούτων, και ο αφέντης έμεινεν ως νεκρός, και εκείνος τους απηλογήθη, ότι μετά χαράς να σας τα δώσω. Και όταν ηθέλησε να λάβη τα ρούχα του εις το καράβι δεν τ’ αφήσανε να τα βάλη ώστε οπού τους τα έδωκεν απάνω εις ένα άσπρο. Μάλιστα ηθέλησαν και περιπλέον ναν του ανοίξουν και ταις κασσέλαις του να ιδούν αν έχη μέσα κόντρα – πάντα, και δεν τ’ αφήσανε, πράγμα οπού έτερος άνθρωπος φαίνεταί μου ποτέ δεν ήθελε το κάμη εις τέτοιους αυθέντας. Αμή καλά να πάθη, και από τούτο ας λογιάση πάσα άνθρωπος το τι λογής καπνούς και λογισμούς είχον οι άνθρωποι ετούτοι.

Έκαμαν κονσέγιο εις τον καιρόν εκείνον οι άρχοντες και εψήφισαν δια αμπαδασαδόρον τον Σ. Μικέλη Φασόη τον άνωθεν σύνδιχον δια να υπάγη εις την Βενετίαν. Και πέρνωντας γραφαίς από τον αφέντη τον κομισάριον επήγε δια να γυρέψη τον ίδιον εδικόν του αμπασαδόρον, ο οποίος ήτον ο Αναστάσης ο Λοξός, καραβοκύρης των φριγάδων. Και όταν έφθασαν εις την Βενετίαν και οι δύω τα όσα επεθύμα πάσα ένας εζήτησαν της αφεντείας. Όμως έλαβε ο αμπασαδόρος των αρχόντων το ότι εζήτησε, ήγουν τον αφέντην τον Τζιβράν δια κριτή τους με άπασαν εξουσίαν και τον αποπήραν με μάνητα λέγοντές του το πως δεν έπρεπε να πάγη εμπρός τους με όνομα αμπασαδόρου, μόνον κουμέσος του λαού, διότι δεν τους πρέπει αυτουνώνε να δίδουν τέτοιον όνομα εκείνων οπού έρχονται να προσφέρουν ταις υπόθεσαίς τους, λέγωντάς των περιπλέον να στραφή οπίσω, διότι έδωσαν ορδινιά να κρίνη όλαις τους ταις διαφοραίς ο αφέντης ο Τζιβράς, και έτσι εστράφησαν και τα δύο μέρη. Αμή οι πολίται έλαβον μεγάλην ευχαρίστησιν, διατί έδωσαν την εξουσίαν του άνωθεν αφεντός δια να κρίνη την υπόθεσιν ταύτην, ως καθώς την απεθυμούσαν. Όμως ο αφέντης ετούτος εβάλθη εις ορδινίαν να το κάμη, και έτζι επρόσταξε τον λαόν ότι να ετοιμασθούν όλοι τους δια να απεράσουν κατ’ έμπροσθέν του δια να γράψη του πάσα ενός το όνομά του, ως ήτανε η γνώμη η αφεντική, και έτζι να υποταχθούνε εις πάσαν ταπείνωσιν και ειρήνην δια να σβύσουν τ’ απερασμένα τους φταισίματα, και να μην γένη αλλέως, διότι και θέλουν παιδευθή κατά πολλά, αμή άπασα φορά, οπού το κάμουν, ο πρέντζιπες θέλει λάβει ευχαρίστησιν και εκείνοι θέλει λυτρωθούν από τα κίνδυνα της παίδευσις. Μόλον ετούτο δεν ηθελήσανε να το κάμουν, μόνον επρόσταξε να γένη η ορδινιά της συμάζωξις ετούτης την αρχομένην Κυριακήν, και να συμμαζωκτούν όλοι εις τον Άμμον συμμά εις το σπίτι του άρχου του Δασκόνη, αλλέως και δεν το κάμουν θέλει τους παιδεύσει κακά και πικραμένα και θέλει εξολοθρεύσει πολλούς από αυτούς, οι οποίοι ήτον η αρχή του σκανδάλου τούτου.

Ήρθε η ημέρα εκείνη της Κυριακής, έπεμψε το κάτεργό του εις τον τόπον εκείνον, όπου ο λαός είχε να συμμαζωχθή δια να περάση εις το ρόλο, ήγουν δια να γραφτούνε, και ετούτο δια πάσα ενάντιο οπού ημπόρειε να σηγείρη και να στέκεται εκεί και δια φύλαξίν του. Έπειτα επήγε και εκείνος εκεί με τους ανθρώπους, οπού είχε καμμία εξηνταρία Σκλαβούνους. Εμαζώχτηκε ο λαός όλος εις την απάνω μερία του Άμμου εις το πλάτωμα της Κυρίας της Φανερωμένης, οπού είνε ανάμεσα εις τα σπίτια εκείνα, τα οποία από τον γιαλό δεν φαίνονται, μήτε από το κάτεργο ξανοίγονται, δίδοντας λόγον του αφεντός με τους κουμέσους του το πως εσυμμαζωκτήκανε όλοι εκεί και το τι προστάζει να γένη. Τότες ο αφέντης είπε, ότι να τους δώσουν τ’ άρματα και μονετζίον δια να περάσουν αρματωμένοι από ’μπρός του. Και από ετούτο το έργο έπρεπε να λογιάσουν οι παρασκοτελεμένοι τόση καλοσύνη από τον αφέντη εκείνον, και έτσι παρευθύς έδωσαν του καθενός ένα αρκουμπούζο και μερικών πίκα, λογιάζωντας ο αφέντης ετούτος, ότι επειδή και εσυμμαζωκτήκανε να έχουν και την καλήν γνώμην να κάμουν την υποταγήν να περάσουν, ως του ετάξανε. Όμως αφόντης ελάβανε τ’ άρματα εις το χέρι και έτεραις ορδινιαίς του πολέμου και εδυναμώθησαν, του εμήνυσαν με τους ίδιους κουμέσους το πως δεν θέλουν καμμίας λογής να περάσουν, και ετούτο διατί εφοβηθήκανε δια το κάτεργο οπού ήφερε εκεί, δια να μην έχη γνώμην να διαλέξη όλους εκείνους οπού ήτανε η αιτία της ανακάτωσης ετούτης. Και αγροικώντας το ο αφέντης έμεινε εκστατικός και περίσσια μετανωμένος διατί τους έδωσε τ’ άρματα εις το χέρι και τους εδυνάμωσε , και εις τούτο έκαμε σφάλμα μεγάλο, αμή επλανήθη εις τα καλά λόγια, και εις τα τασίματα οπού του κάμανε οι κουμέσοι έμεινε περίσσια γελασμένος, και πολλά το επικράθη εις το γέλασμα ετούτο και εις την καταφρόνεση οπού του έκαμον. Εσηκώθη απ’ εκεί περίσσια πικραμένος και ήλθε εις το Φόρο με θυμό και οργή εναντίον τους, αμή το πλέον εις τους κουμέσους. Έπειτα εσηκώθει και το κάτεργο από εκεί και επήγεν εις το Μόλο. Ακλουθήσανέ τον και οι κουμέσοι δια την καλήν τάξιν, ότι ημπορούσαν να κάμουν αλλέως παρά να τον ακλουθήσουν, λογιάζοντας να του δώσουν απόγνωσιν εις τα άπρεπά τους καμώματα, αμή εκείνος ο φρόνιμος αφέντης εγνώριζε τα πάντα όλα πούθεν επαρακινώνταν, αμή δεν το έδειχνε ακόμη. Τον ακολούθησαν και εξ οκτώ άρχοντες, διότι οι επίλοιποι δεν επήγαν δια να μην δώσουν περισσότερον σκάνδαλον, και ότι έσωσε εις τον Φόρον και εμάκρυνε από τον λαόν εσηκώθη και έπιασε με τα ίδια του χέρια ο ίδιος αφέντης τους αυτούς κομέσους από την τραχηλιά με θυμόν μεγάλον και λέγωντας των ανθρώπων του, σιγουράρετέ μου τους ετούτους τους καλούς και επάρετέ τους μέσα εις το κάτεργο. Και έτζι εν τω άμα τους έπιασαν και τους επήραν και τους τρεις εις το κάτεργο, ήγουν τον Μάρκο Γισκή, τον Χριστόδουλον Λιόν, και τον Τζόρτζη Ρούσσον, διότι ο Ζωναράς εκαμώθη το πως είχε χρεία να κάμη εις το σπίτι και επήγε, αμή δεν εγύρισε, και δεν ευρέθη εκεί, διότι ως πονηρός ελογίασε ότι η εργασίαις τους ήτον δια να παιδευτούν και δια τούτο επαραμέρισε τον κίνδυνον του θανάτου, το οποίον ο νους του το προφήτευε το πως είχε να το πάθη, και καλά το εργάσθη. Και αφόντις τους επήγον εις το κάτεργο εμβήκε και ο αφέντης μέσα εις αυτό, και παρευθύς εσηκώθη, και ευγήκε έξω και επήγε προς τα μέρη του Κρύου Νερού, αντικρύτα της χώρας, δια να τους φουρκίση κατέμπροσθεν του προσώπου ολουνού του λαού, εκαλάρισε και την αντέναν, ορδίνιασε και εκρέμασαν τα σκινιά, έπεμψε και επήρε τον ευλαβέστατον πρωτοπαπά τον Σοβραμάσαρον δια να τους πνευματέψη, ήτον την ώραν εκείνην εφημέριος της Αγίας Τριάδος εις την χώραν, αντίκρυτα εκεί οπού άραξε. Και την ώραν εκείνην οπού τους έπιασε εδόθη ο λόγος του λαού έξω εις την Φανερωμένην, οπού τους ακαρτερούσαν εκεί να πάνε οι αυτοί κουμέσοι δια να τους φέρουν λόγον το πως απεφασίσθη εις αυτούς. Όμως τους έφεραν τα μαντάτα το πως ο αφέντης ο κουμεσάριος τους έπιασε και τους επήρε με το κάτεργο δια ναν τους φουρκίση, και παρευθύς έδραμον με σπουδήν μεγάλην και εσκόρπισαν από τους ρεπάρους της χώρας, ήγουν εις την περιοχήν της θαλάσσης, και αντίκρυτα του κατέργου, ήγουν εις το Φλαρόμολο, και απεκεί τους έσυραν περίσσιαις αρκουμπουζίαις του κατέργου εναντίον του αφεντός του κουμεσάριου δια να τον βλάψουν, το οποίον δεν ήτον ακόμη αραμένο. Ελάβωσαν και δύο ανθρώπους απ’ αυτό, δίδοντάς του φάσκελα και λέγοντάς του με φωνή δυνατή, - κερατά ξεχασμένε δεν θέλωμεν πλέον να ήμασθε σούδιτοί σας, μόνον θέλομεν τον Σπανιά, ή με τον Τούρκο καλλήτερα παρά με σας τους σκύλους, - σέρνωντάς του το συχνό αρκουμπουζίαις. Τότε εγύρισε το κάτεργο με την πλώρη και έσυρέ τους δύο λουμπαρδίαις με την πάλα δια να τους σκιάξη να φύγουν δια να μην σκοτώσουν τους ανθρώπους του κατέργου, αμή έσυρε και επήγαν η μπάλαις ψηλά εις τα βουνά του Αγίου Νικολάου του Χρυσαπλεύρη, και εν τω άμα ετρούπωσαν όλοι τους οπίσω από τα σπίτια με φόβον πολύν. Και έτζι έφυγαν όλοι τους και ευβγήκαν από τους ρεπάρους της περιθαλασσίας και εφυλάχθησαν εις το Φόρο και εκεί έκαμαν συμμάζωξη.

Είχε αλησμονήσει την ώρα εκείνην ο αφέντης ο Τζιβράς ο κριτής ετούτος να πάρη τα παιδία του οπού ευρισκόντανε εις το μοναστήρι το φράγκικο ονομαζόμενο Σάντα Μαρία, έπεμψε τον κόπανο του κατέργου να τα σηκώση απ’ εκεί με τον καπετάνιον του Σκλαβούνον, και το κάτεργο έστεκε εκεί αντικρυτά του μοναστηρίου δια ναν τα περιλάβη, διότι οι ποπολάροι δεν το ηξεύρανε, διατί αν τα ήθελαν πιάσει με εκείνα ηθέλανε ξαγοράσει τους κουμέσους στανικώς του με μεγάλην του εντροπήν και καταφρόνεσιν. Αμή μην ηξεύροντας το οι Σκλαβούνοι ηύρηκαν την στράτα ανεμπόδιστη και τα εγλύτωσαν από εκει με σπουδή μεγάλη, τα οποία ήσαν μικρά έως επτά οκτώ χρονών ένα με τ’ άλλο, και τα έμβασαν εις την βάρκα. Και πηγαίνοντες εις το κάτεργο, το έμαθαν την ώραν εκείνην οι ποπολάροι και με θυμόν μεγάλον ετρέξανε να τα πάρουνε, και βλέποντας πως τα είχαν αποκομμένα και πάνε μισοστρατής του κατέργου τα έβαλαν χερικό αρκουμβουζίαις δια να τα σκοτώσουν, αμή ο Θεός εβοήθησε και κανένα δεν εβλάπτη και εγλυτώσανε και εμβήκανε εις το κάτεργο και φοβιζάμενος ο λαός να μην τους μετασύρη με το κανόνι και τους σκοτώση, ευγήκαν από εκεί και εστράφησαν εις το Φόρον με σπουδή και ραθυμία πολλή. Και εκεί άρχισαν να μαζόνουν ξύλα περισσά σωριάζοντάς τα δια να κάψουν τα σπίτια των αρχόντων, και έτζι επήγαν να δώσουν αρχή εις το σπίτι του Σ. Δε Σύλλα Σιγούρου δια να το κάψουν με όλην του την φαμελιάν την ώρα εκείνην. Αμή ο νοικοκύρης εκεί δεν ήτον και βλέποντας τα παιδιά του και η επίλοιπή του φαμελιά, οπού ήσαν μέσα, τους έπιασε η τρομάρα και αρχηνίσανε ταις φωναίς συντροφιασμέναις με το κλάψιμο εις τρόπον οπού την καρδίαν των ανθρώπων ερράιζαν την ώραν εκείνην και εις σε λύπησιν μεγάλην τον έφερναν. Αγροικώντες τους και περίσσιοι τζιταδίνοι από τον φόβον τους εφυλακτήκανε εις το κάστρο και εις τους κάμπους και άλλοι εις ετέρους τόπους δια να γλυτώσουν την ζωήν των.

Όμως βλέπωντας τα γινόμενα ταύτα ο εκλαμπρότατος αφέντης ο Σ. Χριστόφαλος ο Κανάλης άρχοντας της Βενετίας, τα περίσσια κακά οπού εκινδυνεύσανε να γείνουν εις την χώραν δια την υπόθεσιν ετούτην συντροφιασμένην με συμφοραίς και βάσανα μεγάλα, εδιαμετρήθη ότι να υπάγη να μιλήση του αφεντός του Τζιβρά να μη φουρκίση τους κουμέσους του λαού, διότι άπασα φορά οπού τέτοιο πράγμα κάμει έδιδε περισσότερην αιτίαν και αφορμή του λαού να σκληρευθή περισσότερον και να γένουν περίσσια φονικά και έτερα κακά, και θέλουν ξεδικηωθεί επταπλασίως, και θέλει σηγείρει πλέον κακό παρά ωφέλεια, ομοίως και έτερα δίκαια περίσσια οπού εις την υπόθεσιν ετούτην του επρόσφεραν, και ήτον χρειαστικά, διότι η δικαιοσύνη την ώραν εκείνην δεν ημπόρειε να ξεδικηωθεί εις αυτούς. Δια τούτο λοιπόν ήτανε πρεπούμενο να τους αφήση, και θέλει να έλθη ο λαός να τον προσκυνήση και να πάρουνε συμπάθειο εις το πταίσιμό τους. Και εις τρόπον ετούτον τα σκάνδαλα θέλουν ειρηνεύσει και η τιμή η αφεντική να μείνη εις τον τόπον της, διότι ο πρέντζιπες πάλι έχει καιρόν να κάμη ότι θέλει, και να τα ανταμείψη επταπλασίως του πάσα ενός, εις την ώρα εκείνην να τους αφήση. Και εν τω άμα επήγε εις το κάτεργο και ηύρε τον αφέντη τον κουμεσάριον και του εμίλησε εις τον άνωθεν τρόπον, το πως ήτανε πλέον καλήτερα να γένη έτζι παρά να δώση θάνατον των τριών ανθρώπων οπού δεν άξιζαν τίποτες, και έπειτα να σηγείρουν περισσότερα κακά παρά οπού αξίζουν εκείνοι. Έκαμε τον λαόν και εκατάπαυσε ώστε να φέρη απόκρισιν. Και γροικώντας το ο αφέντης ο κουμεσάριος ευχαριστήθη να το κάμη, και έτζι ελύτρωσε τους κουμέσους από τον θάνατον, και εστράφη πάλε με το κάτεργό του εις το Μόλο και ευγήκε όξω εις την εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου του Μόλου, και εκεί ήλθε ο λαός όλος και τον επροσκύνησε, και επήραν συμπάθειο εις τα πταισίματά τους και τους έστρεψε τους κουμέσους οπίσω ύγιους και άβλαβους, και ειρηνευτήκανε η δουλιαίς, και τα σκάνδαλα εσιώπησαν και εκαταπράϋνε τα πάντα όλα και έγινε μεγάλη χαρά εις όλους, και τα πράγματα απερνούσαν με ειρήνην και σιωπήν έως εις κάποιον καιρόν.

Αμή όταν οι κατώτεροι αρχινήσουν ν’ αποτζιπόνουνται τους μεγαλητέρους και χάσουν την υπόληψιν την προτήτερην οπού τους εκρατούσαν, δύσκολα είναι πλέον να γυρίσουν εις την προτήτερήν τους τάξιν. Μία βολά, λέγει ο χωρικός λόγος, επήρε το κουπί τους νερό, και ενοστίμισέ τους ο χορός της υπόθεσις ετούτης τον ακλουθούν, διότι είδον και τα πράγματα τους επήγαιναν καλά και τους άρεσε. Είχαν και οι καπουριόνοι και κουμέσοι διάφορο, και έστεκαν με παρρησία πολλή. Δεν ήτανε μαθημένοι να τα έχουν ετούτα. Και τους εκακοφαινόταν το λοιπόν να τα χάσουν, και δεν τους απήντα να σιωπηθούν η δουλιαίς, δια τούτο ήταν δύσκολο να τα λησμονήσουν και να τα καταπραΰνουν πλέον διατί το διάφορο δεν τους άφινε, έξω με μεγάλην παίδευσιν. Δια τούτο αρχίνησαν πάλι εις ολίγον καιρόν να στρατεύσουν τα πρωτά τους καμώματα, μάλιστα εκείνα και χειρότερα, διότι από ταις καρδίαις τους η εχθρεία. Και ετούτο δια να τους φέρη ο διάβολος εις ξεκουμπισμό, ως το επάθανε κ’ όλας αυτοί οι πρώτοι. Και όλο έβριζαν και εκαταφρονούσαν τους άρχοντας κ ατά πολλά, και οι άρχοντες, ως φρόνιμοι, εκαμόνουντα πως δεν ηξεύρουν τίποτας, έως να έλθη ο καιρός ναν τους τα ανταμείψουν επταπλασίως, και δια τούτο έστεκαν τιμωρημένοι ωσάν τους Εβραίους με σιωπήν και υπομονή μεγάλη, μάλιστα οι Εβραίοι εις τον καιρόν εκείνον είχαν περισσότερην εξουσίαν παρά τους άρχοντας. Και περιπλέον εις τον καιρόν εκείνον, ήθελε συνέβη και κανένας άρχοντας ήθελε έλθει εις σύγχισιν με κανέναν ποπολάρον, ως συμβαίνει περίσσιαις φοραίς εις το πλήθος του λαού, εσυμμαζονόντανε τριακόσιοι εις ενάντιον του αρχόντου και τον αποκλειούσαν εις το σπίτι του, και δεν ετρόμα να εύγη έξω έως να φτιασθούν η δουλιαίς τους με το μέσον ετέρων φίλων, και στενεμένος ο άρχοντας εσύγκλινε εις την αγάπην.

Μην ημπορώντας το λοιπόν πλέον οι αυτοί άρχοντες να υποφέρουν ταις περίσσιαις αποτζιπομάραις και άπρεπαις τάξαις του λαού ετούτου, οπού με τόση αγνωσία και άμετρην επαράκαναν παρά πολλά τα κακά τους, αποφασίσανε να πέμψουν αμπασαρία εις την Βενετίαν δια να πέμψουν έναν κριτή να τους παιδεύση, διότι εγίνηκαν ανυπόφοροι εις τόσαις τους άπρεπαις τάξαις, και να ειρηνεύσουν και τα πταισίματά τους, ότι πολλά κακά έκαναν, και δικαιοσύνην δεν εφοβούνταν, ως τα πάντα φαίνονται γραμμένα και ξεκαθαρισμένα εις το προτζέσο, οπού τους εφορμάρανε ο αφέντης ο Τζιβράς ο κουμεσάριος. Και έξω έκραξαν κονσέγιο και εψήφισαν δια αμπασαδόρον τον Σ. Ευστάθιον Γαρζόνη δια να ζητήσουν κριτή τον εκλαμπρότατον αφέντην Αντώνην Πιζάνη, ο οποίος εις τον καιρόν εκείνον ευρισκότουνα γκενεράλες των τριών νησίων του λεβάντε, ήγουν των Κορφών, Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου, ο οποίος να κάμη κάθε δικαιοσύνη οπού θέλει του φαντασθή εις αυτούς, και έτζι του έδωσαν κάθε εξουσίαν να κρίνη την υπόθεσιν καταπάνου του λαού ετούτου, και ετούτο έγινε κατά την ζήτησιν του άνωθεν αμπασαδόρου.

Εις τον καιρόν ετούτον επέμψανε και οι ποπολάροι έναν κουμέσον εις την Βενετίαν εις ενάντιον των αρχόντων δίδοντάς του ορδινίαν ότι να γυρεύση να έχουν και εκείνοι εξουσίαν να κάνουν έναν από τους εδικούς του εις άπασα οφίτζιο περί της κυβερνήσεως της χώρας και απάνω εις όλα του φοντέγιου του σιταριού, και ετούτο ωσάν ιντερεσάδοι, το οποίο έγινε δια βοήθεια ολουνού του λαού του νησίου, τόσον δια μεγάλους ωσάν και δια μικρούς, δια τούτο πρέπει το λοιπόν ότι και αυτοί οπού έχουνε ιντερέσο να βάνουν έναν εδικόν τους να κυβερνά και να βλέπη το δίκαιό τους, οπού είναι και περισσότεροι και να μην είναι μονάχοι οι άρχοντες. Και ο αμπαδασόρος των αρχόντων απηλογήθη, ότι επειδή και αυτοί γυρεύουν να έχουν τέτοιαν εξουσίαν, την ομοίαν ζήτησιν πρέπει να γυρεύουν και τα ξωχώρια οπού έχουν πλέον δίκαιον από λόγου τους, διότι εις πάσα χρεία του πρέντζιπε είναι πάντα έτοιμοι και πάντα πρόθυμοι εις την δούλευσίν του, και από του λόγου τους τους ποπολάρους δεν έχουν καμμίαν βοήθειαν. Ομοίως και έτεροι άνθρωποι πρέπει να γυρεύσουν να έχουν εξουσίαν, και εις τούτον τον τρόπον πρέπει να είναι περίσσιοι εξουσιαστάδες και κυβερνητάδες, και σύγχυσι πολλή και αντάραις δεν θέλουν λείψει πολλαίς. Αληθινά όλοι οι άνθρωποι απεθυμούν ταις δόξαις και τιμαίς και εξουσίαις, αμή δεν εμπορούν να ταις έχουν μόνον ο Θεός έδωσε ταις χάραις μερικών και ταις εξουσίαις, και οι κατώτεροι να ταις βλέπουν και να ταις τιμούν και να στέκωνται εις την υποταγήν των μεγαλητέρων και εξουσιαστάδων, κατά πως ο Θεός εμοίρασε τα πράγματα, και να στέκωνται εις την τάξιν τους, και όχι πάσα ’νου να δοθη να εξουσιάζη, να κάνη τον μεγάλον και τον άρχον και τον κυβερνητήν, χωρίς να του πρέπη, μόνον ο πάσα ένας να γνωρίζη τον εαυτόν του.

Ομοίως ακόμη εγύρευαν να κάμουν και έναν ποπολάρον τζεσταδούρον, και έτεραις άλλαις ζήτησαις πολλαίς και άπρεπαις εζητούσαν, η οποίαις επαρακινώντανε από περίσσια υπερηφάνεια οπού είχανε και από ολίγη γνώσιν τους, και δεν τους απάντα να στέκουνται, ως εστέκανε και οι πατέρες τους εις την τάξιν και υποταγήν, αμή ωσάν ευρεθήκανε ανεμπόδιστοι εις τα καμώματά τους, εψήλωσε ο νους τους εις περίσσιαις δουλιαίς λογιάζοντες το πως θέλουν ταις έχουν όλαις κατά την όρεξίν τους, και δια τούτο εζήτησαν πράγματα τα οποία δεν τους έστεκαν, μήτε τους επαρθένευαν να έχουν τέτοιαις εξουσίαις, μόνον να στέκωνται εις τον τρόπον εκείνον οπού εστέκανε και οι προπάτορές τους με τους άρχοντες. Όμως με τον καιρόν τα έχασαν όλα, διατί το επαράκαναν και κατά πως ατοί τους εκρατώντανε, έτζι ελόγιαζαν ναν τους έχουν και οι άλλοι άνθρωποι. Όμως η δικαιοσύνη τους έστρεψε με λόγια φοβεριστικά και να μην έχουν τέτοιους λογισμούς και να γυρεύουν την δουλιάν τους και να στέκωνται φρόνιμα ειρηνικά και καλά εις υποταγήν, ωσάν έστεκαν οι πατέρες τους όλον τον καιρόν τον απερασμένον, και έτζι εστράφη ο αυτός κουμέσος οπίσω εις την Ζάκυνθον από την Βενετίαν δίχως να λάβη κανένα από τα όσα εζήτησε, διότι δεν ήτανε ζητήματα πρεπούμενα, ότι δεν τους έπρεπαν ως άνωθεν είπα. Και αγροικώντας τα ο λαός εμπήκανε σε περίσσια τιμωρία.

Λεπειτα από ετούτο ήλθε ο αφέντης ο Πιζάνης ο γγενεράλες των τριών Νησίων δια να κάμη την υπόθεσιν του λαού κατά την προσταγήν του υψηλοτάτου Σενάτου οπού του ήλθε από την Βενετίαν, και εκεί οπού οι άρχοντες ήλπιζον να τον έχουν βοηθόν τους ωσάν εκείνοι οπού είναι από το μέρος του δικαίου, και ωσάν καλός κριτής να ήναι ενάντιος των απείθων και σκανδαλοποιών ανθρώπων ομού και ριμπέλων του πρέντζιπέ τους, εφάνη ενάντιος των αρχόντων κατά πολλά, και εις βοήθειαν των ποπολάρων, και εκεί οπού ήσαν πταίσταις και έπρεπε να μην φαίνωνται εις το πρόσωπον του κριτή μήτε εις το παλάτι να πηγαίνουν, μόλον τούτο αυτοί επήγαιναν θαρρετά ωσάν νοικοκυραίοι να μπαίνουν και να βγαίνουν όποιαν ώραν ήθελαν, και να στέκωνται κατ’ έμπροσθεν εις το πρόσωπον του κριτή, ωσάν να μην ήθελε είναι πταίσται, χωρίς κανένα φόβον, και όλοι του παλατιού οι άνθρωποι εκρατούσαν με δαύτους και εις ενάντιον των αρχόντων. Πράγμα οπού όλοι εφρίξανε εις τέτοια απρεπεία ανόλπιστη. Δια τούτο πρέπει ο κάθε άνθρωπος να λογιάση δια ποίαν αφορμήν οι πταίσται ετούτοι, όντας πταίσται κατά πολλά και ρέμπελοι του πρέντζιπέ τους, να έχουν τόσον θάρρος με τον κριτήν τους, παρά δια κάποιαν αιτίαν, και ετούτο είναι σημάδι φανερό οπού πάσα ένας ημπορεί να το λογιάση, και τόσο περισσότερο οπού βλέποντες και περιπλέον την μεγάλην έχθρητα και οργήν οπού δίχως καμμίαν αιτίαν είχε κατ’ απάνω των αρχόντων και χωρίς να τοις γνωρίση εις κανένα πταίσιμο, και ετούτο δεν ήτον δι άλλο παρά δια να μας παιδεύσει ο Θεός δια ταις αμαρτίαις μας και να τιμωρηθούμε, και όχι δια άλλην αιτίαν.

Αμή διατί πάλε ο αφέντης ο Θεός, οπού ως δίκαιος κριτής θεωρεί τα πάντα όλα, δεν αφίνει τους δίκαιους να κακοπέσουν και μήτε να λάβουν καμμίαν αδικίαν εις κανένα τρόπον, μάλιστα εις εκείνους οπού έχουν την ελπίδα εις την χάριν του, αγκαλά και είνε αμαρτωλοί, μόλον τούτο θέλει ότι οι πταίσται εκείνοι οπού με ταις συνεργείαις του διαβόλου βούλονται να κάνουν πάσαν κακήν ενέργειαν οπού να ημπορέση να τους αφανίσει από το πρόσωπο της γης δια να μη λάνουν καμμίαν του ευχαρίστησι και βοήθειαν από τους άπρεπούς τους λογισμούς και να φανερώση την αλήθειαν να βάλη το δίκαιον εις τον τόπον του, διότι άλλο εβουλόντανε εκείνοι να κάμουν εναντίον των αρχόντων και άλλο τους εσυνέβη, και εσύντριψε τους άπρεπούς του λογισμούς.

Έκαμε λοιπόν και αυτός ο αγαπημένος τους κριτής τους ωργίσθη κατά πολλά, εις τρόπον οπού του έδωσαν αιτία και τους εκαταχάλασε και τους κατεπόντισε, και επήγαγε κακώς κακού, και εκείνους οπού τους εμίσα και δεν ήθελε να τους βλέπη περίσσια τους αγάπησε και τους έδωκε το δίκαιό τους, ως καθώς το απεθυμούσαν, και η αιτία ήταν ετούτη.

Ηξεύρομεν καλά ότι όσοι κάνουν χάριν αφύσικων ανθρώπων δεν το γνωρίζουν, έτζι ο λαός ετούτος μην έχωντας το φυσικό εις ταις αρχοντικαίς υπηρεσίαις, και να επιχειρίζεται με αφεντάδες και να λαβαίνη χάραις, δεν εγνώριζε ετούτην την καλοσύνην οπού ο αφέντης ετούτος έκανε, το οποίον τούτο έδειχνε φανερά αμή δεν εγνώριζε. Ήθελον περιπλέον να λάβουν και να κάνουν τα όσα τους έδιδε η όρεξή τους, και ετούτο είνε των αφυσίκων ανθρώπων, επειδή όταν ο χοντρός άνθρωπος έμβη εις καμμίαν αξίαν θέλει να πάρη περισσότερο από εκείνο οπού του έρχεται. Έτζι και ετούτοι, διατί απότυχαν την φιλίαν του αφεντός, δεν τους απάντα εκείνο μόνον δια να γλυτώσουν από τα πταίσματά τους τα περίσσια και μεγάλα, και να δοξάσουν τον Θεόν, αμή ήθελαν να κυριεύσουν τον ίδιον κριτή και να τον πέρνουν από την μύτη και να κάνουν τα μαθημένα τους, όμως δεν τους ευγήκε καλά το μυστήριό τους, διότι ο αφέντης, φρόνιμος και μεγάλος, βλέπωντας ταις απρεπαίς τους γνώμαις και τάξαις, μην ημπορώντας το λοιπόν να τον υποφέρη τους ωργίσθη κατά πολλά και δια την πολλήν τους υπερηφάνειαν τους εσυχάθη και τους άφησε, και ετούτο βέβαια εγνωρίσθη φανερά το πως ήτον θέλησι Θεού και όχι συνεργεία ανθρώπων, και τούτο δια να μην εύρη τόπον η αδικία, ως άνωθεν εξεκαθαρίσαμεν, και καθίση εις τον θρόνον της αληθείας και δια να καταχαλασθή του διαβόλου η εργασία.

Φαίνεται λοιπόν καλά το πως ωσάν ήλθε η ορδίνια από το υψηλότατο Σενάτο της Βενετίας, ότι ο αφέντης ετούτος ο Πιζάνης να τους κρίνη εις το πταίσιμο της ρεμπελιάς, οπού ο λαός ετούτος έκαμε, ως φαίνονται τα πάντα όλα γραμμένα εις το προτζέσο οπού έγραψε κατ’ απάνω τους ο αφέντης ο Τζιβράν ο κουμεσάριος, εις το οποίο εφαινόντανε καθαροί οι πταίσται και καπουριόνοι οπού έσερναν τον χορόν ετούτον, και ήτον η αιτία της ρεμπελιάς ετούτης, ως άνωθεν είπαμεν, ήγουν ο Γιάννης ο Βοτάνης, ο Χριστόδουλος Τζίμης λεγόμενος Κουτζομύτης, ο Νικολός Άμπραμος, ο Αντρίας και Πιέρος αδελφοί Δρόσοι, ονομαζόμενο Σπυρίδες. Ετούτους τους πέντε μόνον απ’ όλον τον λαόν έκαμε και εμπρεζενταριστήκανε η δικαιοσύνη, ήγουν ήλθαν εις το κριτήριον, και εκεί οπού έπρεπε να τους βάλλη εις δυνατήν και σκοτεινήν φυλακήν και με σίδερα εις τα πόδια, ως τους έπρεπε, αυτός τους έβαλε εις ένα σπιτόπουλο, οπού ήταν εις την αυλήν του μέσα κτισμένο με πηλόν, οπού με πάσα παραμικρό σύνεργο το έσπαγαν και έφευγαν. Και ως και εκεί οπού ευρισκόταν εις τα δεσμά της δικαιοσύνης έστεκαν και αναγελούσαν και εκατοφρονούσαν τους άρχοντες και τους έβριζαν, ως καθώς επεζοβγαίνανε εις το παλάτι δια ταις δουλιαίς. Και ετούτο ήτον δια το θάρρος. Και ωσάν άργησε να τους ξοφλήση και τους εκράτειε εκεί κλεισμένους, δεν τους άρεσε ο τρόπος ετούτος, μάλιστα τους εκεκοφαινότανε, όχι να προσπαθήσουν με γλυκότητα και με ταπεινοσύνη να λάβουν την ελευθερίαν τους και να τον περικαλέσουν, ως ήτανε το πρεπούμενο, δια ναν τους ξοφλήση και δια να μην χάση την καλήν όρεξι και γνώμη οπού είχε εις σε δαύτους, αμή διατί ο Θεός ήθελε, ως δίκαιος κριτής, με τον τρόπον ετούτον να έλθη η αλήθεια εις τον τόπον της, ελογίασαν δια ετούτο ότι να συμμαζωχτούν μία Κυριακή καμμία χιλιάδα από αυτους, ήγουν από τους ποπολάρους, δια να γυρεύσουν την ξόφλησιν των φυλακισμένων, λογιάζοντας ότι με ετούτον τον τρόπο να ωφεληθούν, ως απεθυμούσαν, αμή έκαμαν χειρότερον εδικόν τους, διότι ο Θεός τους επήρε τον νουν τους, και δεν ήξευραν ττι έκανον. Και όταν ήλθε η Κυριακή η ευλογημένη, την οποίαν ημπορούμεν να την ονομάσωμεν Κυριακή της Αγίας Ανάστασις, ξάφνου εσυμμαζωκτήκανε το απόγιομα εκείνο, και ο αφέντης δεν το ήξευρεν, έως καμμία χιλιάδα άνθρωποι απ’ αυτούς και απάνω εις την Πλατεία Ρούγα συμά εις το παλάτι του, ακόμα εις την κάτου μεριά οπού ήτον το παλάτι του, και ετούτο εις καιρόν οπού το κάτεργό του έλειπε και το είχε στελμένο εις τα διβάρια του Βασιλαδιού έως ογδοήκοντα μίλια μακρυά από την Ζάκυνθο. Και γροικώντας ο αφέντης ετούτην την συμμάζωξιν εφοβήθηκε τα πολλά, λογιάζοντας μήπως και ετούτοι εσυμβουλευθήκανε να του πάρουν τους φυλακωμένους και να του κάμουν και εκείνου κακό, ωσάν οπού το κάτεργον έλειπε απ’ αυτόνε, και δεν είχε τη δύναμί του. Δια την αφορμήν ετούτην εμπήκε εις σε φόβο και μεγάλη έγνοια και την ώρα εκείνην τον είδα εγώ ο Άντζολος Σουμάκης του ποτέ Τζόρτζη οπού ξαποστάρικο επήγα εις το παλάτι του δια να ίδω τα πάντα όλα έως το τέλος το τι είχαν να έλθουν, μη βάνωντα κανένα κίνδυνον εις τον λογισμόν μου, την ώρα εκείνην, αμή δια να ξανοίξω τα ήθελαν συνέβη εις του λόγου του από τον λαόν ετούτον τον πολλά ηγαπημένον, και το τι τιμή ήθελαν του κάμει δια πλερωμήν της αγάπης οπού τους έδειχνε και προς ταις χάραις οπού τους έκαμε, και εξάνοιξα την ώρα εκείνην το πως εμπήκε εις στεναχωρία μεγάλη, και μήτε ποτέ το ελπίζανε απ’ αυτούς τέτοια εργασία να γένη χωρίς την βουλήν του προς την αγάπην οπού τους έδειχνε και προς ταις χάραις οπού τους έκαμε. Και στέκωντας εγώ εκεί και θεωρώντας να ιδώ το τέλος, βλέπω και εμπαίνουν εις το παλάτι του καμμία εικοσαρία ποπολάροι από τους κακούς ασπροφορεμένους, και εμπεζοβγαίνοντα έξω ο αφέντης εις την σάλα του παλατιού και από μίαν μερίαν εις άλλην και το παλάτι δεν τον εχώρα συλλογίζωντας ο νους του την υπόθεσιν ετούτην. Και εκεί εξάνοιξε τους ανθρώπους ετούτους όπου ήλθαν απάνου εις το παλάτι και εμπήκε εις έγνοια περισσότερη. Τότες με εύμορφον τρόπον λέγει, τι γυρεύουν εδώ την ώρα ετούτην οι άνθρωποι οπού είνε εδώ. Πέτε των να πάνε όλοι εις το καλό να κάμουν δουλιά τους, διότι εγώ σήμερον δεν κάνω κρίσιν μήτε δίδω ακρόασιν δια τώρα κανενός μήτε αύριο, διότι έχω να κάμω. Και έτζι τους εβγάλαν έξω οι υπηρέται λέγοντάς τους το πως δεν θέλει κανένα να στέκεται εις το παλάτι την ώρα εκείνην. Και μετ’ εκείνην προσταγήν εκαμώθηκα και εγώ να έβγω έξω ύστερο από εκείνους, και έτζι εστράτευσα, αγκαλά εγνώριζα φανερά οπού δεν το έλεγε δια λόγου μου, διότι την ώραν εκείνην επεθύμει κατά πολλά να ήθελαν έλθη όλοι εις βοήθειάν του. Και έτζι εκίνησα να πηγαίνω. Τότε μου λέγει, σιορ Σουμάκη που κοπιάζεις; στέκα ατός σου εδώ, διότι δεν το λέγω δια λόγου σου μόνον για σοπούρι. Εγνώρισα το πως ετούτο το επεθύμα. Και εν τω άμα έκραξε τους δύο καπεταναίους της κόρτες του καιλέγει τους, που ήστανε ατοί σας και δεν ερχόστανε; Άμετε ένας από εσάς με τους ανθρώπους σας δια να κρατήξετε την εμπασία του παλατιού και μην αφήσετε να έρθη κανένας εδώ από τους ποπολάρους εις τα σύνορα του Παλατιού, μήτε κανένας να έρθη απάνω χωρίς το θέλημά μου και πιάσετε όλοι τα άρματα και στέκετε έτοιμοι εις πάσα χρεία, και ο έτερος καπετάνιος με τους Σκλαβούνους να στέκεται μέσα εις την αυλήν του παλατιού εις φύλαξιν.

Οι φυλακώμενοι οπού με μεγάλην επιθυμία έστεκαν δια να αγροικήσουν από τους κουμέσους και από τους ανθρώπους οπού έπεμψαν να μιλήσουν του αφεντός το τι απόκρισι επήραν, και γροικώντας τα πάντα όλα τα οποία δεν ήσαν κατά την όρεξίν τους, και γροικώντας το πως ο τρόπος εκείνος οπού ελόγιασαν δεν τους εβγήκε κατά την έννοιαν και κατά την επιθυμίαν τους, περίσσια το επικράθησαν και τους έδωσε σπλήξιν μεγάλην εις την καρδίαν, διότι τους ήρθαν όλα ενάντια εις όσα ελόγιαζαν εις τον λογισμόν τους και εσκορπίστηκαν οι διαλογισμοί τους, και έχασαν ακόμη και την ελπίδα τους, αποφάσισαν να φύγουν γνωρίζοντας πως χάνουν την ζωήν τους, ότι άλλον τρόπον καλλίτερον δεν έβρεσκαν. Και έτσι την νύκτα εκείνην ετρύπησαν τον τοίχον του σπιτιού και έφυγαν εντάμα με όλους τους ετέρους φυλακώμενους, οπού με δαύτους ήσαν ανταμωμένοι δια έτερα πταισίματα. Το πράγμα ετούτο εσκανδάλισε περίσσια τον αφέντη, ήγουν το πως οι φυλακώμενοι έφυγαν, και εθυμώθη κατά πολλά και περίσσια οργή έβαλλε κατά πάνου τους. Και αφόντες από εκεί όχι δεν πάσι εις τόπον κρυφόν να μη φανερόνωνται εις σε κανένα και να στέκωνται με ταπεινωφροσύνη δια να μην δώσουν περισσότερη αιτία και σκάνδαλο της δικαιοσύνης, αμή επήγαν και εστάθηκαν έξω εις την μέση του Άμμου εις τον πλέον φανερώτερον τόπον και στράταν της χώρας, οπού είνε περίσσια διάβα, εις ένα σπίτι του Γιάννη του Βοτάνη του συντρόφου τους, και εκεί έκαμαν κεφάλι και εδυναμώθηκαν και επεριπατούσαν φανερά, χωρίς κανένα φόβο της δικαιοσύνης, ωσάν να μη ήθελαν είσται πταίσται, μάλιστα την καταφρονούσαν, δείχνοντας το πως δεν το είχανε χρεία, και περιπλέον έκαναν και τούτο δια πλέον δέσπετο του κριτού. Απάσα φορά οπού έβλεπον και από τα μέρη εκείνα επερνούσαν αφεντικοί άνθρωποι, ωσάν σολτάδοι του κατέργου του αφεντός του κενεράλε, και έτεροι άνθρωποι του παλατιού του αφεντός ή Σκλαβούνοι, τους έκαναν κάθε ανυποληψίαν. Και μίαν των ημερών απερνώντας ο αφέντης ο κατεργοκύρης από τα μέρη εκείνα του Άμμου να περιδιαβάση με τους ανθρώπους οπού τον ακολουθούσαν δεν τους αφήκαν να απεράσουν, και δια τούτο ήλθανε εισέ λόγια και εις άρματα, και αν δεν ήθελαν φυλαχθή εις το σπίτι του άρχοντος του Σ. Τζανέτου του Δασκόνη τους εσκοτόνανε. Και ετούτα όλα τα έκαναν δια δεσπέτο του γγενεράλε, και ο Θεός τους επήρε τον νουν τους, και δεν ηξεύρουν τι έκαμαν, δια να πέσουν εισέ περισσότερον κακόν και παίδευσιν, κατά πως τους έπρεπε εις τοσαύτα άπρεπα καμώματα. Όμως γροικώντας όλα τα καμώματα ετούτα ο γγενεράλες τόσο περισσότερο εθυμονότανε εις οργήν περίσσην κατά πάνου τους.

Όταν ήλθε το κάτεργο από ημέραις εχάρη περίσσια ο αφέντης ο γγενεράλες δια να κάμη την ξόφλησιν εις δαύτους και κατά ταις εργασίαις τους να τους δώση την πρέπουσάν τους πλερωμήν, και τόσον περισσότερο αγάπα να τους ξοφλήση, όσο διατί του έδιναν το συχνό αφορμή καλή δια να τους θυμάται, και το κακό τους ετούτο ατοί τους το απόχτησαν, διότι από φίλον καλόν τους έκαμαν εχθρόν από αγνωσίαν τους, και από την μεγάλην υπερηφάνειάν τους. Αμά ήταν θέλησις Θεού, ως είπα, δια να παιδευτούν και να ξολοθρευτούν οι άτυχοι και σκανδαλοποιοί και κακόγνωμοι άνθρωποι, δια να ειρηνεύση ο τόπος και να παύσουν τα περίσσια σκάνδαλα, και του διαβόλου η συνέργειαις, ακόμη και τα περίσσια βάσανα και ανακάτωσαις οπού καθημερινώς ήτον εις την χώραν ετούτην, εις οποίαν δεν ήταν να κατοικήσουν πλέον κανένας πραγματευτής, μήτε έτερος άνθρωπος της τιμής, πάσα φορά οπού η δικαιοσύνη δεν ήθελαν τους διώξει από το νησί δια να ειρηνεύσουν τα περίσσια κακά και άσκημαις πράξεις.

Παντού ύστερον ήλθε ο καιρός και εξώφλησέ του ταις ημέραις εκείναις και κατά τα καμώματά τους έδωσε και την πρέπουσαν πληρωμήν. Έδωσέ τους λοιπόν ένα παράδειγμα τρομακτικόν εις την απόφασίν τους, οπού φαίνεται ξεκαθαρίζονται τα πάντα, οπού δεν ημπορούνε να ήνε χειρότεροι. Πρώτον μεν τους έκαμε αφεντικά όλα τους τα καλά, όσα και αν είχανε, και μήτε και η γυναίκες τους να μπορούν να πιαστούν εις το προικιόν τους από τα καλά των ανδρώνε των, εχάλασέ τους ολονών τα σπίτια οπού εστέκανε και τα έρριξε κατά γης, έκοψέ τους όλα τους τα δέντρα, εξερρίζωσέν τους και όλα τους τα υποστατικά, και να μην ημπορούν ποτέ τον καιρόν να φτιαστούν, μήτε να ήνε κανείς τρομαζόμενος να τους μιλήση, μήτε να τους γράψη εις σε πένα της ζωής του και τα καλά του αφεντικά, ως ρέμπελοι οπού είναι του πρέντζιπέ τους. Και πλέον καλλίτερα τα πάντα όλα ξεκαθαρίζονται εις την απόφασίν τους ως είνε γραμμένα παρεμπρός φράγγικα και ρωμέικα. Έπειτα πάλε ο αφέντης ο Θεός εξωλόθρεψε και όλους τους κουμέσους με ορδινιά ότι τα σπίτια τα χαλασμένα να μην ημπορούν ποτέ τον καιρόν να φτιαστούν, μόνον να στέκωνται έτζι άφτιαστα δια παντοτινήν θύμησιν του πάσα ’νος. Και έτζι εξωλοθρευθήκανε και επήγανε όλοι κακώς κακού, και έτζι ειρηνεύση ο τόπος από τα τόσα κακά και σκάνδαλα, και έλαβον επταπλασίως την πρέπουσάν τους πλερωμήν οπού τους επαρθένευε να λάβουν κατά ταις διαβολικαίς εργασίαις.

Έπειτα μετά καιρόν και χρόνους πολλούς εβαρέθηκαν την εξορίαν και τα περίσσια βάσανα της ξενιτιάς, και επήγαν εις την Πόλιν και τα πέντε αγγεία του διαβόλου ετούτοι οι εξωστρακισμένοι και κακά εξωρισμένοι, και εκεί ο αφέντης ο Μπάιλος της Βενετίας τους εδέχθη και τους εκράτησε εις το παλάτι του καιρόν πολύ και έγραψε εις την Βενετίαν δια εδαύτους, και τόσο έκαμε ότι άνοιγέ τους στράτα να τους δεχθούνε εκεί δια να ματακριθούνε, και έτζι τους έπεμψε και τους έβαλαν εις τα Καμρίτα, ήγουν εις την φυλακήν, και εκεί εστάθηκαν περισσόν καιρόν. Παντού υστέρου η δικαιοσύνη οπού είνε γλυκυτάτη και ελεημονωτάτη, τους αμαρτωλούς και πταίσταις βλέπωντας τον καιρόν τον πολύν οπού έκαμαν με τοσαύτην παίδευσιν και τιμωρίαν, απέθανε και εις τον καιρόν ετούτον μέσα εις την φυλακήν ο Γιάννης ο Βοτάνης, ένας από τους πέντε συντρόφους τους, ελυπήθηκαν και τους ελευθέρωσαν, και ήλθανε εις την Ζάκυνθο εις την πατρίδα τους πτωχά και πενητεμένα. Έκαμε περιπλέον η αφεντεία να πάρουν και τα υποστατικά τους οπίσω. Και πάλε μέσα καιρόν αφόντις εσταθήκανε και επήρανε θάρρος εματάρχισαν πάλιν τα καμώματά τους τα απερασμένα, διότι δύσκολον ήτον η κακή τους γνώμη να επιστράφη εις καλοσύνη, και όχι όλοι τους, διότι ο Νικόλαος Άμπραμος μόνον εταπείνοζε κατά πολλά και επέρνα με περίσσιον αγαθότητα και ειρήνην, διότι ήταν και πλέον εκκλησιαστικός και φοβόθεος από τους άλλους, και εις ταις γνώμαις καλλίτερος πολλά, και η πτώχεια ήγουν η ανημπόρια εκράτειε των αλλωνών την κακογνωμίαν τιμωραμένην, και δεν έκαναν ωσάν πρώτα, διότι είχαν τον φόβον της δικαιοσύνης, αλλέως ήθελον κάμει χειρότερα τα μαθημένα τους. Μολοντούτο δεν έλειπε να δείξουν μέρος από την κακοσύνην τους, και από τότε και εδώ έχθρα δεν έλειπε, και είνε πάντα ανάμεσα τους άρχοντες και ποπολάρων.

Και εις τον τρόπον ετούτον απέρασε η υπόθεσι ετούτη, την οποία εδιηγήθηκα με πάσαν αληθοσύνην και δεν έγραψα ένα πράγμα δια άλλον, μόνον πιστά τα επέρασα, μήτε περισσότερο μήτε ολιγώτερο, τόσον δια το ένα μέρος όσον και δια το άλλο.

Κάνω τέλος, και τω Θεώ δόξα