Saturday, May 30, 2009

Μεταμορφώσεις


Είμαι φτερό. Πετάω. Ελεύθερο. Ξέφυγα από το λοφίο τρυποκάρυδου που κυνηγούσε μία γκρίζα γάτα. Όσο κάνω ζικ ζαγκ στον ουρανό, μεταλλάσσομαι στον κυνηγό μου. Μαύρη. Τρέχω. Ελεύθερη. Το τρίχωμα μου δεν είναι γυαλιστερό. Λείπει ένα κομμάτι γούνας στην ουρά μου, μα είμαι ελεύθερη, δε με νοιάζουν οι τρίχες. Όσο κοιμάμαι στον ήλιο, μεταμορφώνομαι σε ποντίκι. Άσπρο. Ροκανίζω τυρί. Ελεύθερο. Όχι για πολύ. Πιάνομαι στη φάκα. Ουρλιάζω, μα δεν ακούγομαι.
Χάνω τις μορφές μου και γίνομαι πάλι εγώ. Μα συνεχίζω να είμαι στην φάκα. Ήταν μικροσκοπική. Τώρα, είναι ίση με το μέγεθος μου. Προεξέχει το κεφάλι μου. Φυσάει αέρας και τα μαλλιά μου πέφτουν στο πρόσωπο μου. Κλείνω τα μάτια μου, μήπως ξυπνήσω. Οι βλεφαρίδες μου μοιάζουν με τσουκνίδες και τσούζουν τα μάγουλα. Μοιάζουν γδαρμένα από τα νύχια μου, μα δεν είναι. Προσπαθώ να ελευθερωθώ. Φωνάζω, μα η φωνή δεν βγαίνει. Λείπουν άραγε οι φωνητικές μου χορδές από τη θέση τους; Και ύστερα μετατρέπομαι σε βιολί και τραγουδώ λυπητερά με απούσες χορδές, για να δώσω τη θέση μου σε ψηλή βελανιδιά χωρίς φύλλα. Μα δεν είναι φθινόπωρο. Κάνει ζέστη και δεν ακούω το ποτάμι να τρέχει. Είμαι σταγόνα τώρα και έχω μόνο μια φορά να προχωρήσω. Δε θέλω να γυρίζω πίσω, κι αυτό με βολεύει. Χοροπηδάω και πέφτω στο δέλτα. Γίνομαι λάσπη, ανακατεμένη με κλαδιά. Τα τυλίγω, να τα ζεστάνω μα αυτά πηδούν στο νερό για να ξεπλυθούν. Δεν είχα σκοπό να τα μολύνω, μόνο να τα αγκαλιάσω. Ήθελα. Είμαι κάστορας και τα χτυπάω με την ουρά μου για να φτιάξω φράγμα. Τώρα δεν πονάνε - μόνο ως λάσπη τα ενοχλούσα. Χτυπάω τα δύο μπροστινά δόντια μου δυνατά για να τα τεμαχίσω και αλλάζω σε καρότο στο στόμα λαγού. Γίνομαι λαγούμι και τα τοιχώματα μου φιλοξενούν εκείνον που πριν με καταβρόχθισε. Γκρεμίζομαι και γίνομαι πέτρινη σπηλιά, σπίτι αρκούδας. Πρώτα καφετιάς, ύστερα ιγκλού πολικής. Ζω στον πάγο σαν αρκούδα. Είμαι λευκή. Ελεύθερη. Μέχρι να ξανά αλλάξω μορφή.
Είμαι κλουβί και μέσα μου κλειδώνω όσους προσπαθούν να φύγουν. Δεν γνωρίζουν πως και γω προσπαθώ εναγωνίως να τους απομακρύνω. Καμία φορά, προσποιούμαι ότι ξεχνάω να κλειδώσω και τρέχουν μακριά μου. Πότε μοιάζει χαρούμενη η φυγή τους, πότε όχι. Φεύγουν μακριά και έχω την άδεια τους να μετατραπώ σε τσιγάρο στο στόμα μανιακού καπνιστή. Η ζωή μου φτάνει ως το φίλτρο για να τελειώσει. Με κάθε κλικ του αναπτήρα, ζω για είκοσι λεπτά το πολύ. Πεταμένη γόπα μεταλλάσσεται σε ψαλίδι που κόβει την κορδέλα της καινούργιας πόλης. Εκείνης που δεν υπάρχει. Είμαι χωριό, λεηλατημένο, καμένο, γεμάτο στάχτες. Με ξανά χτίζουν από την αρχή για να μετατραπώ σε χωράφι που οργώνεται από τους περαστικούς γιατί δεν έχει δικό του αφέντη. Δεν προλαβαίνω να τους πω , ότι εγώ είμαι αφέντης του εαυτού μου, μόνο προσποιούνται τον κάλλιστο ζευγολάτη. Και ύστερα είμαι κορνίζα εποχής για να θυμούνται τα παλιά και παίρνω την μορφή αυτού που θέλουν να μνημονεύουν - αγνοώντας την πραγματική δική μου.
Θέλω να επιστρέψω σε ό, τι είμαι, μα δεν μπορώ. Έχω αλλάξει τόσες μορφές και δεν μπορώ να ξανά γυρίσω στην αληθινή. Ίσως επειδή, ούτε και εκείνη ήταν η αληθινή. Μοιάζω να έχω κατάρα μεταμόρφωσης, ωσότου να βρω εκείνη την μορφή που πραγματικά δεν θα με αφήσει για κάποια άλλη. Ο χρόνος περνάει. Αλλάζω. Περιμένω. Επιμένω. Θα με βρω. Θα με ανακαλύψω. Και αν με μάθω, θα στο φωνάξω: « εδώ είμαι, έλα να με βρεις». Και αν δεν έρθεις, θα ναι επειδή και συ ακόμα μεταμορφώνεσαι στις δικές σου επιφάνειες. Μα μην αργήσεις πολύ. Στις μεταμορφώσεις μου, σα με βρήκα, έχασα την υπομονή μου. Εσύ τι θα χάσεις άραγε, αναρωτήθηκες ποτέ;

Tuesday, May 19, 2009

Το νόημα

Ο Τάκης ήθελε να το κάνουμε «επιτέλους-έτσι το έθεσε-‘κανονικά’». Ο Τάκης δεν είχε ποτέ καμία τέτοια απαίτηση. Τι τον έπιασε ξαφνικά;
Θα μου πεις, πως μπορείς να κρατήσεις σχέση έξι χρόνων-και πέντε ημερών-χωρίς σεξ;
Μα τι είναι σεξ; Τι ορίζεται έτσι ξέχωρα και αποκομμένα;

Θυμάμαι, ήταν κεραυνοβόλο φλερτ. Γνωριστήκαμε στο σούπερ μάρκετ, δίπλα από τον πάγκο με τα λαχανικά. Έπαιρνα ραπανάκια. Εκείνος, έπαιρνε μπέικον, διότι, δίπλα απ’ τον πάγκο με τα λαχανικά, είναι το ψυγείο με τα αλλαντικά.
-Πώς σε λένε;
-Σοφία. Εσένα;
-Τάκη.
Οι πρώτοι μήνες ήταν απίστευτοι! Βγαίναμε παντού, είχαμε γνωρίσει όλα τα κουλτουριάρικα και ελαφρολαϊκά. Η εγκεφαλική μας χημεία ήταν στο ζενίθ!
Μιλάγαμε ώρες, πηγαίναμε για καφέ και συζητούσαμε για βιβλία, ταινίες, θέατρα, γκαλερί, μουσική…! Για οτιδήποτε! Με άκουγε προσεκτικά. Τον άκουγα και θαύμαζα κάθε λέξη του. Με εντυπωσίαζε αυτός ο άντρας!
Γυρίζαμε, γυρίζαμε, γυρίζαμε. Όλη μέρα μαζί. Παντού μαζί!
Ο Τάκης, δεν είναι τίποτα απ’ αυτούς τους μπηχτές. Δεν το σκεφτόταν. Ή το σκεφτόταν αλλά δεν έλεγε κάτι. Δε με πίεζε. Φαινόταν να μην ενοχλείται.
Κι έτσι, γυρίζαμε, γυρίζαμε, γυρίζαμε. Σε κατάφυτα πάρκα, σε μουσεία, σε λέσχες… Τι έρωτας;! Τι συγκίνηση;! Τα σκεφτόμουν σοβαρά πως ήταν ο άνθρωπός μου! Και όλα γύριζαν… Και’ γω γύριζα.. Όλα ζάλη!
Και μέσα στο ανακάτεμα, πέρασαν οι πρώτοι έξι μήνες. Δεν ερχόταν σπίτι ποτέ. Δεν του έλεγα και δεν το ζητούσε. Του άρεσε που ήμουν έτσι, με την απλότητα του εφηβικού έρωτα. Χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς το σεξουαλικό βάρος.
Και μια μέρα- στον έκτο μήνα και στη δέκατη πέμπτη μέρα- τον προσκάλεσα. Ήρθε το πρωί, με λουλούδια και γλυκά, όμορφος, χτενισμένος, με ανοιχτόχρωμη μπλούζα και βερμούδα- καλοκαίρι γάρ.
Ήπιαμε καφέ στον καναπέ συζητώντας μεταξύ ρουφηξιών και σπιτικών κουλουριών. Ξαναγεμίσαμε τα φλιτζάνια και καθίσαμε να τα πούμε. Έπειτα, ήταν η ώρα του μεσημεριανού. Φάγαμε. Συζητήσαμε. Ξαναγεμίσαμε τα πιάτα και τα ποτήρια με κρασί που είχα αγοράσει από τη διπλανή κάβα-λευκό ημίγλυκο. Μετά, ήταν η ώρα του γλυκού. Πάστες σοκολάτας, που είχε φέρει ο Τάκης. Ξαναγεμίσαμε τα ποτήρια και κάτσαμε στον καναπέ. Συζητήσαμε λίγο ακόμα. Ξαναήπιαμε καφέ. Ξαναφάγαμε κουλουράκια. Έπειτα φρούτα. Μετά παγωτό. Το βράδυ παραγγείλαμε κινέζικο. Ξαναφάγαμε. Ξανασυζητήσαμε. Ξαναήπιαμε κρασί.
Ήρεμα.
Τέλος, ο Τάκης θα’ φευγε. Θα με φιλούσε πριν φύγει. Και έτσι έκανε. Ήμασταν στον καναπέ. Ήμασταν στον καναπέ όλη μέρα. Το φιλί του όμως, αυτή τη φορά, είχε γίνει έντονο. Η γλώσσα του ήταν πιο βαθιά και περιεργαζόταν το στόμα μου με μανία. Και’ γω το ίδιο. Μου άρεσε. Ήταν ωραίο φιλί. Έτσι που γυρίζαμε έξω όλη την ώρα, δεν με είχε φιλήσει ποτέ κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τα χέρια του άρχιζαν να μαλάζουν την πλάτη μου. Έπιανε τα κόκαλα στις κουτάλες μου και με τρυφερά χάδια κατέβηκε ως τις γούβες που έχει χαμηλά η πλάτη.
Και έτσι απλά, ο Τάκης έχυσε. Μου είπε πως ήταν απ’ τον ενθουσιασμό του. Ότι του άρεσε που με άγγιζε και με φιλούσε. Πήγε στην τουαλέτα, σκούπισε τα απομεινάρια από το σπέρμα του, μου ζήτησε συγγνώμη για την αδημονία του, με φίλησε κι έφυγε.
Δε με πείραξε. Δεν τον θεώρησα ανίκανο. Μου άρεσε που του άρεσα τόσο. Ήταν ερεθιστικό όπως και να’ χε. Δεν θα άλλαζε τη σχέση μας κάτι τέτοιο.

Συνεχίζαμε να γυρίζουμε, να γυρίζουμε, να γυρίζουμε και να μιλάμε για τα πάντα. Μου έλεγε για την παιδική του ηλικία, για τα τραύματα του. Μου εκμυστηρευόταν τα πάντα, τα πιο μοιχεία και το ελάχιστο, τις κρυφές του σκέψεις.. ήταν τόσο δοτικός. Και ήθελα τόσο να τον ακούω!
Μετά από ένα μήνα, ο Τάκης ξαναήρθε σπίτι και, αφού φάγαμε και ήπιαμε πολλές φορές, άρχισε πάλι να με φιλάει. Βαθιά, όπως τις προάλλες. Αυτή τη φορά, όμως, τα χέρια του μετακινήθηκαν στο στέρνο μου. Με φίλησε πολύ ώρα στο λαιμό. Μου άρεσε. Με διέγειρε. Και λίγο πριν φτάσει στο στήθος μου, έχυσε. Είχε το απλό χαμόγελο της πρώτης φοράς. Μου είπε ότι τον ερεθίζω πολύ. Του είπα πως και’ μένα το ίδιο. Ήταν απλό, η σχέση μας δεν θ’ άλλαζε.
Έπειτα, γυρίζαμε πάλι. Όμως, ο Τάκης, γύριζε όλο και πιο συχνά στο σπίτι μου. Οι συζητήσεις μας είχαν καθιερωθεί. Εκείνη τη μέρα, πριν φύγει, έβαλα το χέρι μου για να νιώσω τη στύση του. Ήταν τρομερά διεγερτικό. Φυσικά, ο Τάκης, έχυσε.
Την επόμενη βδομάδα, το χέρι μου ήταν μέσα στο παντελόνι του και τα χέρια του κάτω απ’ την μπλούζα μου.
Οι επισκέψεις του Τάκη γίνονταν όλο και πιο συχνές και-όπως γίνεται αντιληπτό- οι στύσεις του το ίδιο.
Είχε γίνει μια πρόοδος, παρόλα αυτά. Στον ενάμιση χρόνο και δεκαοκτώ μέρες της σχέσης μας, ο Τάκης, έβαζε τα χέρια του και έπιανε τα πισινά μου κάτω απ’ το ρούχο. Στα δυόμιση χρόνια-ακριβώς- καβαλούσα από πάνω του. Στα τρία χρόνια και είκοσι εννιά μέρες, ο Τάκης, έχυνε με μεγάλη ευκολία.
Ήμουν στην κουζίνα και έπλενα τα πιάτα και, εκεί που κάναμε μια συναρπαστική κουβέντα, ήρθε από πίσω μου, έτριψε με δύναμη τις ρόγες μου και, καθώς το πουλί του ακούμπαγε απλά στα πισινά μου, έχυσε.
Η κουβέντα συνεχίστηκε με την ίδια ένταση και ευχαρίστηση. Ποτέ δε με πίεζε.
Στα τέσσερα χρόνια, έπεφτε πάνω μου στον καναπέ και τριβόταν με δύναμη και, έτσι απλά, τελείωνε. Ειδικά όταν τριβόταν πάνω στην παλάμη μου, ήταν ακόμα μεγαλύτερη η ευτυχία του. Η αλήθεια είναι ότι είχα μάθει να του τραβάω μαλακία πολύ καλά. Ήταν ικανοποιημένος. Και’ γω χαρούμενη που τον ικανοποιούσα τόσο εύκολα.
Στα τέσσερα χρόνια και δέκα μήνες, βγάλαμε για πρώτη φορά τα ρούχα μας. Ο Τάκης με ακούμπησε στο αιδοίο. Τελείωσε.
Τη δεύτερη φορά τρίφτηκε δυνατά στον κώλο μου. Την Τρίτη φορά, ανάμεσα στα μπούτια μου. Την επόμενη, μου ζήτησε ισπανικό. Έκανα, βέβαια.
Στα πέντε χρόνια, ο Τάκης, άρχισε να με χύνει στο σαγόνι, ενώ ταυτόχρονα το δάχτυλό του περιεργαζόταν τον κόλπο μου. Κάπως εξωτερικά, θα έλεγα. Την κλειτορίδα μου δεν την πολύ ακουμπούσε. Καμιά φορά μόνο, καθώς το δάχτυλό του ανεβοκατέβαινε σε όλο το ύψος του μουνιού μου.
Εγώ;…Δεν είχα τελειώσει ποτέ μαζί του, παρά μόνο όταν μου ζητούσε να αυνανίζομαι, καθώς έκανε και εκείνος το ίδιο, με ή χωρίς ρούχα, χωρίς να με πιέζει.
Στα πέντε χρόνια, τέσσερεις μήνες και τρεις εβδομάδες, είχαμε πάψει να γυρίζουμε, εντούτοις, το πουλί του Τάκη γύριζε παντού στο σώμα μου. Μια φορά τελείωσε στην πλάτη μου. Την άλλη στη μασχάλη μου. Μετά στις πατούσες μου- άβολη στάση για τους αστραγάλους και ανυπόφορο όταν έχεις κάλλους απ’ τα τακούνια. Βέβαια, του Τάκη του άρεσε αυτή τη τραχύτητα στην τριβή.
Την ημέρα μετά το κομμωτήριο, ο Τάκης αποφάσισε πως θέλει να τριφτεί πάνω στο χνούδι του κοντοκουρεμένου μου σβέρκου.
Κανένα πρόβλημα. Ο Τάκης με είχε κατ’ ουσίαν χύσει παντού, χωρίς να εξαιρείται το τρίψιμο στο πίσω μέρος των αυτιών-εκατέρωθεν-και ανάμεσα στη δίπλα που δημιουργούταν μεταξύ της κοιλιάς μου και του στομαχιού, καθώς κουλουριαζόμουν.
Σαφέστατα, δεν με είχε πιέσει ποτέ να έχει κολπική διείσδυση, ούτε πρωκτικό, ούτε στοματικό. Το πιο κοντινό στην πίπα, δηλαδή που το πουλί του είχε φτάσει όσο πιο κοντά στο στόμα μου, ήταν στα πέντε χρόνια και εφτά μήνες, όπου χτυπούσε με ταχύτητα και παλινδρομικά το κεφάλι του πέους του στη μύτη μου και, συνακόλουθα, έχυσε ανάμεσα στα φρύδια και τη φράντζα μου.
Μάλλον, αυτή η στιγμή της σχέσης μας αποτέλεσε μια κορύφωση, μιας και τους επόμενους μήνες, ο Τάκης, έχυνε με οποιαδήποτε επαφή.
Έτριβε τον ώμο μου και έχυνε. Έγλειφε τα δάχτυλά μου και έχυνε. Χάιδευε τον αγκώνα μου και έχυνε. Κάποια στιγμή, πήγε να τριφτεί στην γωνία που δημιουργεί το μπράτσο με το βραχίονα, αλλά με το που ακούμπησε το δέρμα μου, τελείωσε.
Νομίζω ότι αναστατώθηκα κάπως, όχι γιατί εγώ δεν είχα τελειώσει παρά μόνο το ένα τριακοστό των φορών που τελείωνε ο Τάκης, αλλά πλέον επειδή δεν ήξερα πώς να το χειριστώ αυτό μέσα σε κόσμο!
Μπορεί να είχε στύση επειδή απλά μου χάιδευε το μάγουλο. Πλέον, δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω στον δρόμο μαζί του, γιατί δεν ήθελα να σκεφτώ τι θα συνέβαινε αν τυχόν μου έπιανε το χέρι με τρυφερότητα. Σαφώς, δεν με πίεσε ποτέ να κυκλοφορήσω μαζί του, αν δεν το ήθελα.
Ξαφνικά, όμως, όλα είχαν πάψει να γυρίζουν. Είχαν καθίσει ακίνητα. Κατάλαβα, πως ο Τάκης έβλεπε όλο μου το σώμα σαν σεξουαλικό σημείο. Είχα διαβάσει για ανθρώπους που είχαν καταφέρει να έχουν οργασμό ακουμπώντας μη ερωτογόνες περιοχές τους, μαθαίνοντας στο σώμα τους να είναι ολόκληρο μια ερωτογόνα περιοχή. Όμως, με τον Τάκη, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: Είχε μονάχα ένα ερωτογενές σημείο, ενώ αντίστοιχα θεωρούσε περιοχή με σεξουαλική υποδήλωση ολόκληρο το σώμα μου! Σαν να αυτοϊκανοποιείται ένα πράγμα!
Δεν είχε ανακαλύψει δικές μου καινούριες πηγές απόλαυσης, αλλά δικές του, ερεθιζόμενος πλέον από κάθε μου πόρο!
Σίγουρα, δεν ήμασταν στο ίδιο κορμί για να ταυτιστώ με αυτήν την ιδέα. Φυσικά, ούτε για αυτό με πίεσε.
Με τα πολλά-πολλά, ο Τάκης, στα έξι χρόνια και πέντε ημέρες της σχέσης μας, μου ζήτησε να το κάνουμε ‘κανονικά’
Στα έξι χρόνια και πέντε ημέρες, μετά από είκοσι δύο δευτερόλεπτα αναμονής, του είπα ‘όχι’.
Ήταν η πρώτη φορά που είδα την απογοήτευση στο βλέμμα του. Ήταν η πρώτη φορά που ήθελε πραγματικά να πιέσει για κάτι.
Στην πραγματικότητα, δεν κατάλαβα ποτέ τι μου ζητούσε, ούτε γιατί τώρα, ούτε τι εννοούσε με τον όρο ‘κανονικά’. Δεν ξέρω από ποια ανάγκη του προέκυψε αυτό. Σίγουρα όχι σεξουαλική.
Για πρώτη φορά, μετά από έξι χρόνια και πέντε ημέρες, ένιωσα να πιέζομαι. Όχι πως δεν είχα ξαναπάει με άντρα ‘κανονικά’, όχι ότι δεν ήθελα τον Τάκη, απλά δεν καταλάβαινα το νόημα.

Tuesday, May 5, 2009

Μάτι


Στην οδό των ηδονοβλεψιών δεν έχει καμία ελπίδα. Τα θηρία των ματιών τους, τα τηλεσκόπιά τους, τα κυάλια τους, οι κλειδαρότρυπες ακόμα, κλείνουν αντί να ανοίγουν. Κλείνουν μόλις την βλέπουν. Κλείνουν γιατί την βλέπουν.
Μόνο το μάτι του καθρέφτη δεν ραγίζει. Την έχει συνηθίσει. Κι εκείνη στέκεται αρκετά λεπτά την ημέρα μπροστά του και παρατηρεί το σώμα της. Δεν το θαυμάζει πια στα 62. Κάποτε καθόταν περισσότερα λεπτά. Αναγνώριζε τις αδυναμίες του που δεν κατάφερνε να το διατηρήσει λεπτό και σφριγηλό αλλά της άρεσε η ζουμερότητά του, την ανακούφιζε η χαλαρότητά του. Τώρα εκείνο φθίνει. Η βαρύτητα θέλει να το γονατίσει, να το πλησιάσει στο χώμα.
Τα δύο κομμάτια του στήθους της είναι πια σχεδόν δύο ανάποδα τρίγωνα που οι κορυφές τους δείχνουν τα πλακάκια του μπάνιου. Μερικές φορές νομίζει ότι τα πλακάκια σχηματίζουν μικρούς κρατήρες που τελικά θα ρουφήξουν το στήθος της και θα μείνει για το υπόλοιπο της ζωής της κολλημένη εκεί. Μπρούμυτα στα πλακάκια.
Νομίζει ότι έχει κοντύνει κι οι φλέβες στα πόδια της είναι πολύ πιο μελανές τα τρία τελευταία χρόνια. Πετάγονται επικίνδυνα σαν το δέρμα που τις κλείνει να μην μπορεί να τις αντέξει. Πριν τρία χρόνια ήταν η τελευταία φορά που γαμήθηκε. Νόμιζε ότι η επιθυμία είχε στραγγιχτεί από το σώμα της αλλά έκανε λάθος.
Ήταν ένας μικρότερος άντρας, γύρω στα 40, από τους ωραιότερους άντρες που είχε συναντήσει και γαμηθεί μαζί τους. Δεν είχαν πιει πολύ εκείνο το βράδυ και της έκανε εντύπωση που εκείνος θέλησε πολύ γρήγορα να μπει μέσα της παρόλο που ήταν λίγο ελκυστική εκείνο το βράδυ. Την πήρε στο απόλυτο σκοτάδι, εκείνη τον παρακάλεσε, και καταλάβαιναν κι οι δυο γιατί. Έφυγε λίγες ώρες μετά πριν προλάβει να του πει ότι ήθελε κι άντεχε κι άλλο.
Της φαίνεται πως τα ακούει κάθε βράδυ ή τα βλέπει στο σκοτάδι. Είναι τα μεταλλικά τηλεσκόπια, οι φακοί από τα κυάλια που γυαλίζουν, χτυπάνε πάνω σε τζάμια, αντανακλώνται, κι οι στιγμιαίες τους λάμψεις σχεδόν τρυπάνε τα τζάμια και την τυφλώνουν. Το αισθάνεται όμως. Η κατεύθυνσή τους δεν είναι προς το παράθυρό της που μένει πάντα ανοιχτό.
Δεν είναι μόνο το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας που μένει πάντα ανοιχτό. Είναι όλα τα παράθυρα, ακόμα κι αυτό της τουαλέτας, κι όλες οι μπαλκονόπορτες του σπιτιού. Μένουν ορθάνοιχτα, χωρίς να καλύπτονται από κουρτίνες ή πατζούρια δηλαδή. Τελευταία αποφάσισε και κατέβασε τις κουρτίνες. Τις έσκισε. Δεν θα της ξαναχρειαστεί, έτσι κι αλλιώς είχε μήνες να της τραβήξει μπροστά από τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες. Σκέφτεται να ξηλώσει ακόμα και τα πατζούρια.
Κυκλοφορεί γυμνή. Στη αρχή, πριν μερικούς μήνες κυκλοφορούσε με τα εσώρουχα ή με ένα κοντομάνικο μακρύ μπλουζάκι. Τώρα η θέρμανση στο σπίτι δουλεύει δυνατά για να την κρατάει σε θερμοκρασία που υποφέρεται χωρίς ρούχα. Αλλά ακόμα κι αν δεν υπήρχε ζέστη στο σπίτι δεν θα την νοσταλγούσε. Ο καθημερινός αυνανισμός την διατηρεί σε καλή θερμοκρασία σαν να είναι κρασί.
Ξεκίνησε με την κρεβατοκάμαρα, ενίοτε και το μπάνιο, και αποφάσισε να επεκταθεί και στα υπόλοιπα δωμάτια όταν έμαθε για τους ηδονοβλεψίες των γειτονικών πολυκατοικιών. Δεν ήταν ότι της άρεσε ποτέ να παίρνει μάτι ούτε και θυμάται να την έχουν πάρει ποτέ. Αλλά από την πρώτη φορά που είδε φακούς και γυαλιά τζαμιών να αστράφτουν θέλησε να δοκιμάσει κι ας ήξερε ότι δεν θα στόχευαν εκείνη.
Στην αρχή η επιθυμία να την δουν ξεπερνούσε την επιθυμία να ικανοποιηθεί. Μετά αυξήθηκε η αυνανιστική συχνότητα. Μαζί με την συχνότητα ογκώθηκε και η ποικιλία εργαλείων. Πρώτα ήταν το μαξιλάρι, μετά ένα μπουκάλι καθώς ήταν καθισμένη στην καρέκλα στη μέση του καθιστικού, αργότερα αγόρασε μια μπαταρία που δεν την συνέδεσε ποτέ με την βρύση της μπανιέρας. Μεγάλωσαν και οι δύο επιθυμίες. Τρεις φορές την ημέρα δεν αρκούσαν. Και κανένα τηλεσκόπιο δεν είχε σκύψει προς το μέρος της, ήταν σίγουρη. Κι έπρεπε να επιμείνει. Και στις δύο επιθυμίες.
Φοβάται ότι η εξάντληση που της φέρνει σταδιακά αυτή η συχνότητα θα υπερβεί τις επιθυμίες της. Όσο μεγαλώνει η κάβλα, μεγαλώνει η επιθυμία να την δουν και τελευταία, η κούραση. Πρέπει όμως να προσπαθήσει περισσότερο. Ίσως πρέπει να γίνουν οι κινήσεις της ακόμα πιο έντονες κι ο οργασμός της πιο ηχηρός, ίσως τότε κάποιος κοιτάξει και βιώσει το ξέσκισμα, τον σπαραγμό που τελείται στα σκέλια της καθημερινά. Δεν πρέπει να καταβληθεί. Κάποιος θα κοιτάξει.
Θα μπορούσε να ανατρέψει τα βιολογικά δεδομένα. Αν ήξεραν. Αλλά πρώτα πρέπει να κοιτάξουν. Να κοιτάξει κάποιος. Πως μια γυναίκα 62 ετών μπορεί πλέον να φτάσει τους πέντε οργασμούς ημερησίως, να χαϊδεύεται σαν εικοσάχρονη στριπτιτζού και να χώνει μέσα της βαθιά τα πιο χοντρά αντικείμενα που μπορεί να βρει σαν να παίζει σε σκληρό πορνό. Μόνο που κανείς δεν κοιτάζει.
Θα περιμένει. Όταν δεν θα αντέχει πια, θα συρθεί μέχρι το κρεβάτι, εκεί από όπου ξεκίνησε, θα μαλακιστεί πανηγυρικά για μια τελευταία φορά και μετά θα κοιμηθεί. Μπορεί να μην την δουν, αλλά θα την βρουν από τη μυρωδιά.

Άμεμπτος




Ω, μα δεν είχε καμιά ανάγκη να το σκέφτεται πια. Ήταν γεγονός. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να προσβάλει τον ήσυχο μακροχρόνιο και τόσο βολικό του γάμο με μια πεπερασμένη απιστία που ίσως και να μη μαθευόταν ποτέ, αλλά θα λέκιαζε ανεπιστρεπτί έστω και στο μυαλό του, το αστραφτερό του επαγγελματικό και συζυγικό μητρώο.
Όσο κι αν την είχε ποθήσει μηχανικά και ασυνείδητα κάποτε, εμμονικά και μελαγχολικά μετά, βουλιμικά και άγρια στο τέλος, τώρα πια ο πόθος του όφειλε να καταλαγιάσει. Το είχε αποφασίσει μετά από βαθιά περίσκεψη και ενδοσκόπηση. Μετά από ώρες και ώρες αγρύπνιας και ανησυχίας. Μήνες τώρα.
Δε θα λιγωνόταν πλέον κάθε που έπεφτε το χαλαρό της μανίκι και εμφανιζόταν τρωτός και λαχταριστός ο αστραφτερός της ώμος. Δεν θα ανυπομονούσε να αναδυθεί το διαμαντάκι που κοσμούσε τον μικρό αφαλό της κάθε που εκείνη τεντωνόταν για να πιάσει κάποιο βιβλίο από τα ψηλά ράφια που ίσως εσκεμμένα της είχε ζητήσει. Δεν θα ευχόταν να τινάξει την ξανθιά μακριά αλογοουρά της για να μυρίσει έστω και στιγμιαία το μέλι των ατελείωτων μαλλιών της. Ούτε θα στεκόταν ξανά, τυχαία, στην πόρτα του γραφείου, την ώρα που εκείνη περνούσε φέρνοντας τα γραπτά, για να ακουμπήσει ασυναίσθητα την παλάμη του στη λυγερή της μέση. Και να ανατριχιάσει ολόκληρος-μετά από τόσα χρόνια. Μόνο από την αύρα ενός κορμιού.
Όχι αγαπητοί μου, δεν χρειαζόταν να τα ξαναπεράσει όλα αυτά, γιατί ήταν ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που με την μαθηματική απαράβατη λογική του ήταν σε θέση να ελέγξει απολύτως τα αισθήματά του. Τις πηγές κάθε ανθρώπινης αδυναμίας δηλαδή. Αυτό εξάλλου ήταν που ονόμαζε πάντα δύναμη χαρακτήρα. Και πλέον είχε την ευκαιρία να αποδείξει ατράνταχτα ότι την κατείχε. Αφ’ ενός στον εαυτό του και μετά στους μικροπρεπείς, σάτυρους φίλους του που τον εκνεύριζαν συστηματικά –χωρίς βεβαίως ποτέ να εκδηλώνεται-με λάγνα σχόλια για την καραμελένια βοηθό του. Μήπως αυτοί δεν ήταν που του προκάλεσαν στο κάτω κάτω εξ’ αρχής αυτή την αρρώστια; Με τις πορνογραφικές τους φλυαρίες για τα «υποσχόμενα» μάτια της, και τα «γενναιόδωρα» χείλη της και τον «λαχταριστό» λαιμό της και το «φιλόξενο» στήθος της και τις «αγαλματένιες» γάμπες της και, και, και… και τέλος πάντων πότε προλάβαιναν οι πρεσβύωπες πορνόγεροι και τα έβλεπαν και τα ανακαλούσαν τόσο αναλυτικά όλα αυτά, αφού ούτε δεκάλεπτο δεν τους άφηνε να μείνουν στο γραφείο του; Ε; Ή μήπως την έβλεπαν και «αλλού» και «αλλιώς»; …
Αλλά όχι, δεν τον ενδιέφερε αυτό. Δεν θα ενέδιδε σε τέτοιου είδους ύπουλους και ταπεινούς αντιπερισπασμούς του πόθου. Αυτός ήταν Πιστός. Στην ουσία της οικογένειας, στα επαγγελματικά του όρια και στην ανδρική του αξιοπρέπεια. Και έτσι θα έμενε. Δεν θα άφηνε ποτέ κανένα πειρασμό να τον κλονίσει. Καμία ονείρωξη να του στρεβλώσει την λαμπρή του πραγματικότητα. Ήδη πενήντα ετών, κοντά είκοσι χρόνια στο Πανεπιστήμιο, δεν είχε δώσει ποτέ, κανένα δικαίωμα σε κανέναν να αμφισβητήσει το ήθος του. Άμεμπτος. Είχαν όλοι να το λένε. Κι αν πέρασαν φοιτήτριες και φοιτήτριες από αυτή την πόρτα Με όλες τις πιθανές διαθέσεις και αμφιέσεις. Δεν έριξε ποτέ ούτε ματιά σε ντεκολτέ-ούτε στα πιο αβυσσαλέα-, δεν χάζεψε ποτέ νεανικά οπίσθια-ακόμα και των πιο καλλίπυγων. Ακόμα και στα νιάτα του. Αυτά ήταν για τους αδύναμους.
Δεν θα χαλούσε τώρα δα αυτή την τέλεια αυστηρή εικόνα που έφτιαξε με τόσο σκληρή δουλειά και εγκράτεια για μία χαζομάρα, έναν γεροντοέρωτα.
Και μάλιστα φτιαχτό, υποβαλλόμενο από ένα τσούρμο λυσσαλέων ηλιθίων που περνάνε κρίση ηλικίας και ξεδιάντροπα λιγουρεύονται κοριτσάκια με τα μισά τους χρόνια. Αυτός δεν ήταν σαν κι αυτούς. Αυτός αγαπούσε τη γυναίκα του, τη σύντροφο με την οποία είχε περάσει τη μισή του ζωή, που του είχε κάνει τα παιδιά του, που τον είχε στηρίξει σε κάθε αναποδιά προσωπική και επαγγελματική, που μπορούσε πάντα να της πει τα πάντα. Εκτός από αυτό τώρα… Τη σεβόταν τη γυναίκα του και δεν είχε σκοπό να τη θίξει ποτέ μα ποτέ.
Μπορεί να μην είχαν την πιο έντονη ερωτική ζωή τα τελευταία χρόνια, αλλά ήταν μια γυναίκα αφοπλιστικά έξυπνη και για την ηλικία της ωραιοτάτη και ναι, μπορούσε ίσως και να την ποθεί ακόμα και να ανανέωνε άρδην τη σεξουαλικότητά τους άμα ήθελε. Και μπορεί τελικώς αυτή η τόσο μακροχρόνια αποχή τους από το σεξ -που άλλωστε ας μη ξεχνάμε είναι μια οργανική ανάγκη σαν το φαγητό και το νερό-να έφταιγε για το γεροντοξεκούτιασμά του. Ναι αυτό ήταν. Το σώμα του πεινούσε. Τόσο απλό.
Αποφάσισε λοιπόν να μη χάσει καιρό. Απόψε κιόλας θα έκανε επιτέλους ξανά έρωτα με τη γυναίκα του μετά από τόσους μήνες-τι μήνες μπορεί να είχε περάσει και χρόνος αν όχι παραπάνω...Και μετά ίσως να πήγαιναν και ένα ταξίδι μαζί. Να θυμηθούν τα παλιά. Και θα ξεχνούσε μια για πάντα τη μικρή σειρήνα. Και κατ’ ανάγκη θα την απάλλασσε κιόλας από τα καθήκοντά της. Ουδείς αναντικατάστατος. Όσο και αν αυτό αντιτασσόταν στις αρχές του…Τέλος πάντων θα προφασιζόταν κάτι σοβαρό, θα έβρισκε λύση… αν κάτι τώρα επειγόταν ήταν να πάει να αγκαλιάσει τη γυναίκα του και όλα τα επακόλουθα. Να ξαναβρεί τον εαυτό του. Ήδη του έλειπε. Πως δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα;
Έφτασε σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Η γυναίκα του καθόταν στον υπολογιστή και κάτι κοίταζε–τον καλωσόρισε αφηρημένα. Στάθηκε και την κοίταξε για λίγο πριν πλησιάσει. Ε, καλά, δεν ήταν φρέσκια όπως όταν την είχε πρωτογνωρίσει, 25 ετών κοριτσόπουλο, αλλά εξακολουθούσε να είναι αδύνατη καλοστεκούμενη και με τα μάτια της να λάμπουν. Πλησίασε και κλείνοντας τα μάτια τη χάιδεψε και τη φίλησε απαλά πίσω από το αυτί κατεβαίνοντας μέχρι τη βάση του λαιμού και παραμένοντας για λίγο εκεί. Μετά, πιάνοντάς την σφιχτά από το χέρι, την τράβηξε ανυπόμονα χωρίς καν να την κοιτάει προς την κρεβατοκάμαρα. Αυτή από την αρχή σάστισε, έκανε μερικές περιπαιχτικές γκριμάτσες απορίας, έκανε να πει κάτι, γέλασε αλλά τελικώς ακολούθησε πρόθυμα. Πήγαινε τόσος καιρός βλέπεις…
Ο καθηγητής έκλεισε ασυναίσθητα αλλά εσπευσμένα το φως και την έριξε στο κρεβάτι. Ήταν ήδη ερεθισμένος. Της έβγαλε την μπλούζα σχεδόν βίαια φιλώντας της λαίμαργα και για ασυνήθιστα πολύ ώρα τους ώμους, της άφησε μια ρουφηξιά στο λαιμό, της χάιδεψε βιαστικά το στήθος και βούτηξε το πρόσωπό του στα μαλλιά της, τραβήχτηκε όμως γρήγορα από εκεί μανιασμένος λες και δεν βρήκε αυτό που έψαχνε… Εκείνη, ενώ άλλοτε ήταν αυτή που έπαιρνε τις πρωτοβουλίες, είχε αφεθεί τώρα στα χέρια του σχεδόν τρομαγμένη, μην έχοντάς τον δει ποτέ ξανά έτσι ορμητικό και σθεναρό. Ακόμα και τότε, τον καιρό εκείνο των πρώτων ερώτων, οι συνευρέσεις τους ήταν ήσυχες και τρυφερές. Χωρίς πάθος. Τώρα η γλώσσα του ήταν στον αφαλό της και τα χέρια του μάλαζαν άγρια τη μέση της. Σχεδόν την πονούσε. Κατάλαβε ότι η στύση του ήταν ήδη υπέρ τω δέων σφριγηλή και από την μία χαιρόταν και τον λαχταρούσε- είχε ανάψει εξάλλου και αυτή και θυμήθηκε ξανά πόσο της άρεσε αυτή η έξαψη- από την άλλη όμως κάτι την εμπόδιζε να κολακευτεί-αντιλαμβανόταν δύσθυμα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά σε όλο αυτόν τον ξαφνικό του πόθο.
Ήταν και αυτές οι βραδινές πρόσφατες ανησυχίες του… Ανασταλτικές αμφιβολίες άρχισαν να της γρατζουνούν ενοχλητικά το μυαλό.
Έτσι, όταν μετά από μια, μάλλον σύντομη, συνοπτική θα έλεγες, περιήγηση του στο υπόλοιπο σώμα της –πάλι σα να έψαχνε κάτι απεγνωσμένα και να μη το έβρισκε, χέρια βιαστικά εδώ και κει-μπήκε μέσα της τελικά με δύναμη, απλώς κατεβάζοντας το παντελόνι του-δεν είχε καν προλάβει να γδυθεί από τη βιασύνη του-, βογκώντας και με τα μάτια ερμητικά κλειστά, εκείνη του φώναξε οργισμένη
«Κοίταξέ με, θέλω να με κοιτάς –άνοιξε τα μάτια, σε παρακαλώ …
κοίταζέ με αλλιώς άσε με -άσε με άσε με σου λέω δεν θέλω-με πονάς με πονάς- μη...»
Αλλά εκείνος φυσικά ούτε την άκουγε ούτε την έβλεπε. Εκείνη τη στιγμή τελείωνε ασθμαίνοντας ικανοποιημένος στη γλώσσα της ηδονής στο αλαβάστρινο κορμάκι της σειρήνας του. Χωρίς καμία ενοχή. Άμεμπτος όπως πάντα.