Wednesday, October 14, 2009

Η επιστροφή




Πήγαινε ήδη καθυστερημένος. Ο υπάλληλος στο τηλέφωνο είχε πει ότι υπάρχουν εισιτήρια αλλά έπρεπε να βρίσκεται στο ΚΤΕΛ τουλάχιστον μισή ώρα πριν. Κρατήσεις τηλεφωνικά δεν γίνονταν. Ο ταξιτζής οδηγούσε πολύ αργά. «Τι ανάγκη έχει αυτός, το χρονόμετρο τρέχει», σκεφτόταν, αλλά δεν ήταν σίγουρος εάν ήθελε να προλάβει ή να βρει μια δικαιολογία, ένα μποτιλιάρισμα, να μην βρει θέση για να μην πραγματοποιήσει το ταξίδι. Και ας είχε χάσει όλο το απόγευμα χθες για να φτιάξει την βαλίτζα, και ας είχε ξυπνήσει από τα χαράματα για να κάνει ντουζ, να ξυριστεί, να στεγνώσει τα μαλλιά, να αποφασίσει τί να φορέσει για την περίσταση… Και ας είχε γυρίσει όλο το κέντρο χθες για να βρει το βιβλίο που θα διάβαζε στο ταξίδι με το ΚΤΕΛ. Μα Ελευθερουδάκης, Παπασωτηρίου, Fnac και να μην μπορεί να βρει το «Εκατό χρόνια μοναξιάς»; Είναι δυνατόν; Και ας είχε εκνευριστεί που τελικά το πλήρωσε εικοσιπέντε ευρώ. Ε, μα ήταν πανάκριβα πια τα βιβλία. Εικοσιπέντε ευρώ; Δεν το κατέβαζε από το ίντερνετ; «Μωρέ, δε πα να φωνάζουν για την πειρατεία στα βιβλία; Εσείς είστε οι αλήτες που εμπορεύεστε το πνεύμα με τόσο αναιδή τρόπο, με την αναίδεια των εικοσιπέντε ευρώ για ένα βιβλίο. Πόσα χρήματα είναι τα εικοσιπέντε ευρώ; Για μισό… Οχτώ χιλιάρικα; Άκου οχτώ χιλιάρικα! Mε ένα πεντοχίλιαρο εγώ τα έβγαζα πέρα μια ολόκληρη εβδομάδα όταν ήμουν φοιτητής. Μωρέ άντε μου και στο διάολο!».

Σε δεκαπέντε λεπτά αναχωρούσε το λεωφορείο. Εισιτήριο βρήκε αλλά είχε εκνευριστεί που πέρασε ανάμεσα απ’ όλο το πλήθος που περίμενε να ταξιδέψει. «Μαλακία, δεν ξεκινούσα λίγο πιο νωρίς; Εμ, ήθελα να πιω και καφέ με την ησυχία μου! Λες να με αναγνωρίσουν; Μπα, ποιος να με θυμάται; Έχω αλλάξει. Βρε λες να ’ναι εδώ γύρω κάνας συγγενής; Τι την ήθελα την επιστροφή;».

Έβγαλε εισιτήριο μισοκοιτώντας τον εαυτό του στο τζάμι, στο παράθυρο του ΚΤΕΛ. Σα να ’χαν μεγαλώσει οι κρόταφοι; Σα να ’χαν παραγκριζάρει οι φαβορίτες; Πάντως, ωραίος φαινόταν σήμερα. Εντάξει, αρρενωπός, γεροδεμένος, όμορφα ντυμένος… Μήπως έτσι έμοιαζε στο νησί και λίγο παράταιρος; Διαφορετικός; Μήπως τους προκαλούσε έτσι να τον προσέξουν και να τον κουτσομπολέψουν; Tί το ’θελέ το ριγέ το κασκόλ, τι το ’θελε;

Στα επόμενα δέκα λεπτά είχε χωθεί στο κάθισμά του στο λεωφορείο. Ευτυχώς του είχαν δώσει παράθυρο! Φορούσε ακόμα τα γυαλιά ηλίου. Περίμενε να καθίσουν όλοι. «Μα και αυτές οι γιαγιάδες κολοτριζόνια έχουν! Μισή ώρα μέχρι να βολευτούν πώς να καθίσουν! Ήμαρτον! Τόσο δύσκολο είναι να βρουν τον αριθμό του καθίσματός τους; Τόσο δύσκολο είναι να κρατάνε στο χέρι τους από πριν το εισιτήριό τους και να μην το ψάχνουν στη μέση του διαδρόμου, μέσα στην τσάντα τους με τα κεφτεδάκια και τα βραστά αυγά για το ταξίδι;».

Άρχισε να ζεσταίνεται επιτέλους με τον ήλιο, μόλις το λεωφορείο βγήκε από τον Κηφισό. Το «Εκατό χρόνια μοναξιά» κάθονταν στα πόδια του αλλά δεν είχε όρεξη να διαβάσει ακόμα. Θα άρχιζε μόλις έβγαιναν από την Αττική. Παρακολουθούσε τα διερχόμενα αμάξια, τους πεζούς, τα μαγαζιά.

Ευτυχώς είχε ωραία μέρα για να ταξιδέψεις σήμερα. Μία εβδομάδα τον είχε τρελάνει τον υπολογιστή! Κάθε δύο λεπτά πατούσε ανανέωση στις ιστοσελίδες του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, της Εθνικής Μετρολογικής Υπηρεσίας και του Συστήματος Ποσειδών! Είχε ανακαλύψει και σελίδες μετεωρολογικών υπηρεσιών του εξωτερικού. Μία αυξάνονταν οι νοτιάδες, μία μειώνονταν, να μην ηρεμίσει μια στιγμή και αυτός, να μην απολαύσει ένα ταξίδι. Αμάν πια! Το είχε ξεκαθαρίσει στη μάνα του. «Εγώ με αέρηδες δεν ταξιδεύω»! Είχε καταλάβει ότι την πλήγωσε από την σιωπή της για μια στιγμή μετά την δήλωσή του και από το χαμηλόφωνο «καλά παιδάκι μου, μη φωνάζεις, κάμε ότι θέλεις». Κάποτε θυμάται, πιο νέα η μάνα, σε μια παρόμοια δήλωσή του του είχε πει «σε εκδικείται το νησί, σε εκδικείται που δεν το αγαπάς και δεν έρχεσαι και θέλει να σε ταρακουνήσει λίγο, να το θυμάσαι, να μην το ξεχνάς». Να ’χαν περάσει εφτά χρόνια από τότε; «Άραγε η μάνα φοβόταν άλλα εφτά χρόνια απουσίας και δεν απάντησε ξανά έτσι δυναμικά ή την είχαν πάρει τα χρόνια και δεν άντεχε άλλο τις εντάσεις; Πώς να είναι, να έχει γεράσει πολύ; Θα προσέχει ακόμα τον εαυτό της; Θα κλέβει ακόμα κατοστάρικο κατοστάρικο από τσέπες του μπαμπά για να μαζέψει λίγα χρήματα για κάποιο φόρεμα που είχε μπανίσει σε κάποια βιτρίνα; Θα τα φύλαγε τα νέα της ρούχα μήνες ολόκληρους στην ντουλάπα για να τα εμφανίσει λίγο λίγο και να μην το καταλάβει ο μπαμπάς; Και θα λέει εκείνο το «ε, εγώ τι θα γίνω, πουτάνα θα γίνω για να πάρω ένα ρούχο;». Αλλά σε ποιόν να το πει, αφού μαζί του μοιράζονταν τα μυστικά της, με τον μικρό της γιο, και εκείνος πια έλειπε από το νησί δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Δεκατέσσερα χρόνια! Πω, πω πώς περνάνε τα άτιμα τα δεκατέσσερα χρόνια!

Δεκατεσσάρων χρονών ήταν όταν συνέβη το μεγάλο κακό. Το κακό που του άλλαξε την ζωή. Ακούστηκε το κακό σε όλο το νησί, το έγραψαν οι εφημερίδες, τα είπαν τα ραδιόφωνα, οι ειδήσεις στο Μέγκα και τον Αντέννα. Καλά αυτό δεν τον είχε πειράξει πολύ. Τότε δεν έπιαναν καλά τα νέα κανάλια στο νησί, δεν υπήρχαν αναμεταδότες στην τούρλα του Σκοπού, εκεί που οι σταθμοί έβαζαν τις κεραίες τους αφού ήταν το ψηλότερο σημείο πάνω από την χώρα. Το ζήτημα ήταν ότι το έμαθε όλη η Ελλάδα, το συζητούσαν για εβδομάδες. Η Ελλάδα το ξέχασε. Την επόμενη μέρα υπήρξαν άλλες, πιο δραματικές ιστορίες. Οι συμπατριώτες του ήταν που δεν το ξέχασαν έτσι εύκολα.

Εντάξει, οι αρχικές φωνές, οι δραματικές λεπτομέρειες, οι δεκάδες υποθέσεις και οι άλλες τόσες ερμηνείες σταμάτησαν. Για πολύ καιρό όμως συνεχίζονταν οι ψίθυροι. Στο άκουσμα του ονόματός του υπήρχε πάντα μια αντίδραση, ένα «πώς;», «α, έτσι;», ένας μορφασμός, μια ερωτηματική έκφραση αν αυτός ήταν πρωταγωνιστής της ιστορίας. Τα παιδιά βέβαια ρωτούσαν ευθέως. Τα παιδιά δεν έχουν έλεος. Και κορόιδευαν ευθέος. Και κατάκριναν, και συνταύτιζαν και γενικά δημιουργούσαν στίγματα, όλα ευθέος.

Κάνα δύο χρόνια είχαν περάσει και το όνομά του πια είχε καταντήσει συνώνυμο του παρερχόμενου εκείνου του συγκεκριμένου κακού. Και άρχισε να μισεί το όνομά του. Όνειρό του ήταν να φύγει μακριά και να αλλάξει το όνομά του. Όμως δεν άντεχε να περιμένει να μεγαλώσει τόσο. Έτσι ζήτησε από τους γονείς του να του αλλάξουν σχολείο, να πάει σε νέες τάξεις, με νέους καθηγητές, λιγότερο έξυπνους και παντογνώστες και ψυχολόγους – ερμηνευτές της συμπεριφοράς των μαθητών τους. Το κυριότερο με νέους συμμαθητές. Τα είχε σχεδιάσει όλα, με κάθε λεπτομέρεια. Θα εμφανιζόταν στην νέα τάξη νωρίς. Για να μην έρθει αργά και τραβήξει την προσοχή. Θα φορούσε το χοντρό σκελετό γυαλιών ακόμα και αν τον έκαναν άσχημο και δεν τον είχε φορέσει ποτέ. Νέα ρούχα, ουδέτερα. Θα συστηνόταν με άλλο όνομα. Ίσως το βαφτιστικό του και όχι το υποκοριστικό του. Ακόμα και αν ακουγόταν σαν απόσπασμα από βυζαντινό τροπάριο! Δεν θα μιλούσε πολύ, δεν θα ανοίγονταν σε κανέναν, θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του εκεί διακριτικά και χαμηλόφωνα. Δεν θα συμμετείχε σε δραστηριότητες, σε παιχνίδια. Έτσι, να περάσουν λίγα χρόνια και να φύγει μακριά.

Όμως… καθώς τα σχεδίαζε όλα μια χαρά, του ερχόταν και μια ακόμα εικόνα. Ένα κορίτσι! Θα τον πλησίαζε ένα κορίτσι. Θα του έδειχνε συμπάθεια, θα του έλεγε «έλα να παίξουμε». Θα τον παρακινούσε να ψιλομιλήσει και λίγο λίγο θα τα μάθαινε όλα. «Ξέρεις, Κατερίνα… εεε, εγώ είμαι ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!». Το κορίτσι θα του έλεγε «εντάξει, μην στεναχωριέσαι, δεν πειράζει, δεν θα το πω σε κανέναν, εγώ σε συμπαθώ». Μετά όμως το κορίτσι θα γυρνούσε στο σπίτι και θα το έλεγε στη μαμά του. Η μαμά του θα του απαγόρευε να τον κάνει παρέα. Το κορίτσι θα αμφισβητούσε την αντίζηλη μαμά και ταραγμένη θα τηλεφωνούσε στην καλύτερη φίλη της για να την συμβουλευτεί. Η καλύτερη φίλη της θα την ζήλευε. Την επόμενη μέρα, μόλις θα έμπαινε στο σχολείο όλοι θα ψιθύριζαν πίσω του. «Αυτός είναι ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!». Και το χειρότερο; Ανάμεσα σε αυτούς που θα τον έλεγαν «ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!» θα ’ταν και η Κατερίνα που αν την κοιτούσε κατάματα θα έσκυβε κάτω την ματιά αλλά παρόλα αυτά, στο σπίτι, στο τηλέφωνο με την φίλη της, στην κουβέντα με την μαμά, θα δικαιολογούσε απόλυτα και ευθέως την στάση της.

Όχι, όχι, θα έπρεπε να φανεί δυνατός και έξυπνος, να μην λυγίσει και να μην πει σε καμιά Κατερίνα τίποτα απολύτως. Και όταν ερχόταν η ώρα να φύγει μακριά από εκείνον τον καταραμένο τόπο, να βρει άλλη Κατερίνα, δίχως μάνα και κολλητή φίλη! Έτσι θα έκανε. Το αποφάσισε και πήγε και το είπε στους γονείς του, ήθελε να αλλάξει σχολείο. Το απέκλεισαν, δεν υπήρχε λόγος! Μα υπήρχε λόγος αλλά δεν μπορούσε να τους το πει, να το εξηγήσει, δεν μπορούσε να τους κάνει να καταλάβουν ότι τον έλεγαν «ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!» και ότι έπρεπε να φύγει. Δεν κατάφερε να τους το πει τότε και το μετάνιωνε δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Δεν άλλαξε σχολείο και τότε, μετά από δύο χρόνια από το κακό, μαζί με το όνομά του μίσησε και τους γονείς του, για να καταφέρει να τους συγχωρήσει δεκατέσσερα χρόνια μετά, μαζί με την ωριμότητα που σε κάνει πιο μίζερο και υποταγμένο στην μοίρα σου.

Στα τρία χρόνια μετά το κακό το Μέγκα και το Αντένα είχαν βάλει κεραίες στην τούρλα του Σκοπού και όλο το νησί έπιανε παντακάθαρα τα κανάλια. Όλο το νησί βούιξε όταν μια σειρά που παρουσίαζε πραγματικά περιστατικά παρουσίασε το δικό τους κακό! Τι κι αν είχαν αλλάξει τα ονόματα; Όλοι κατάλαβαν σε ποια οικογένεια αναφερόταν. Ήδη από το τρέιλερ το είχαν καταλάβει και είχαν αρχίσει τα τηλέφωνα και οι παραγγελίες για πίτσα στη Βενετσιάνα για να δουν το κακό από το δικό τους νησί!

Μα καλά, την μάνα δεν την ενοχλούσε που ήταν η μάνα του τάδε και η αδελφή του τάδε, η θεία του τάδε και η κόρη του τάδε; Τον μπαμπά δεν τον πείραζε που ήταν και αυτός ο πατέρας του τάδε, ο κουνιάδος του τάδε, ο θειος του τάδε και ο γαμπρός του τάδε; Τι αναισθησία ήταν αυτή!

Ήθελε να βγει στην μεγάλη την πλατεία, να τους φωνάξει όλους ότι δεν ήταν αυτός ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε! Μα ήταν! Όχι δεν ήθελε να τους πει αυτό, αυτό που ήθελε να τους πει δεν μπορούσε να το εκφράσει! Τότε. Μετά από δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μπορούσε.

Το χειρότερο είναι ότι για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια είχε πιστέψει ότι ήταν ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε και πολεμούσε τον εαυτό του να τον σκοτώσει και να γίνει ο γιος, ο αδελφός, ο ανιψιός και ο εγγονός κάποιου άλλου που δεν γνώριζε καλά και δεν τον είχε ψυχολογήσει τόσο καλά όποτε αυτός ο άλλος του αποδεικνύονταν καταστροφικά απρόβλεπτος. Και είχε περάσει δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μία άκρως ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη ζωή, με τις συνέπειες βεβαίως μιας απρόβλεπτης ζωής. Όμως τις συνέπειες αυτές τελικά σήμερα, μετά τα δεκατέσσερα χρόνια τις ένοιωθε σαν σοφία, σαν πλούτο, ακόμα και αν τον είχαν κουράσει και στολίσει με άδειους κροτάφους και γκρίζες φαβορίτες. Και παρακολουθώντας την θάλασσα και απέναντι την Πελοπόννησο κόντεψε κιόλας να ευχαριστήσει τον Θεό και την μοίρα που ήταν ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε και να χαίρεται που οι συμπατριώτες του ήταν τόσο άκαρδοι και σκληροί με ένα δεκατετράχρονο παιδί, που πώς να το κάνουμε, ήταν ο γιος του τάδε, ο αδελφός του τάδε που…, ο ξάδελφος του τάδε που…, ο ανιψιός του τάδε, ναι, ο εγγονός του τάδε!

Θα κατέβαινε από το Φέρυ Μποτ μετά από δεκατέσσερα χρόνια, με ψηλά το κεφάλι, δίχως να τον απασχολεί πια ποιανού γιος, αδελφός, ξάδελφος, ανιψιός και εγγονός ήταν. Απλά θα κοιτούσε την μάνα και τον πατέρα, θα μετάνιωνε για τα γεράματά τους που έχασε, θα τους αγκάλιαζε και θα πήγαιναν μαζί μια ατελείωτη βόλτα.

Στην Κόρινθο πήγε να κατουρήσει. Στους τουαλέτες χαμός! Έτσι του έφυγε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Πήρε ένα ταξί και γύρισε στην Αθήνα. Ταλαιπωρημένος πήρε την μάνα τηλέφωνο. Ε, θα τον καταλάβαινε, θα ένοιωθε την κούραση του γιου της, θα τον κατανοούσε.

- Ρε μάνα. Άντε, πάρτε το ΚΤΕΛ και ελάτε εσείς μια φορά, πόσες φορές σας το ’χω πει; Ελάτε!
- Δεν μπορώ παιδάκι μου να ’ρθω εκεί. Δεν ξέρω να στο εξηγήσω. Εκεί νοιώθω ξένη. Δεν μπορώ.