Saturday, October 23, 2010

φθινοπωρινός κανιβαλισμός




όταν η πείνα ανοίξει, σαν πρωινό λουλούδι στον ήλιο, και η ανάγκη παραμερίσει τις νωθρές επιθυμίες, όπως παραμερίζει το φως το σκοτάδι, τότε αφήνω τα φθαρμένα αισθήματα των άλλων και φορώ τη στολή της σάρκας.

ο εκ γενετής πόλεμος που κήρυξα στον εαυτό μου ανατέλλει. στρώνονται κόκκινα μαντήλια στο πεδίο μάχης και τα όπλα παρατάσσονται γύρω από το κυρίως σώμα: κουτάλι κατ’ εικόνα ουρανίσκου που στεγάζει τη γευσιγνώστη γλώσσα, πιρούνι καθ’ ομοίωση δοντιών που καρφώνουν το σώμα της πίστης και ένα μαχαίρι να διαιρεί όπως η γραμμή κλάσματος με αριθμητή την επιθυμία και παρονομαστή τη σάρκα.

με αριθμητή εμένα και παρονομαστή τον εαυτό μου τελείται το όργιο ηδονής. από τα σπλάχνα της συνείδησης ανεβαίνουν κραυγές υπόκωφες αναστεναγμοί λύτρωσης ξεφεύγουν από τις αλυσίδες του όχι αγκάθια κακίας γδέρνουν το δέρμα της θλίψης τα δάκρυα του πόνου ξεχειλίζουν με αναφιλητά η χαρά της εκδίκησης κοκκινίζει παίρνοντας το αίμα της πίσω. εγώ και το σιαμαίο μου εγώ, μέσα στην κόλαση του αδιάφορου, αναρωτιόμαστε: σαρκάζει η ειρωνεία σου όπως ειρωνεύεται η σάρκα σου;

το μήλο ουραγός της γεύσης του παράδεισου.

Το κείμενο έγραψε ο Daliκερις.

Friday, June 11, 2010

Προτηγανισμένες πατάτες


Το ταξίδι δεν ήταν μακρύ. Δεν ήταν «το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ». Δεν ξέρει τι ήταν. Ξέρει μόνο τι δεν ήταν.


Αποφάσισε να οδηγήσει ήσυχα μετά την επιχείρηση θραύσης εντοιχισμένων και μη αντικειμένων στο γραφείο. Ο σωληνοκάβουράς του στο χέρι ξεχείλισε αηδία. Από τις λαβίδες ξεχύνονταν σε κάθε χτύπημα επιληπτικά κύματα αποστροφής και σιχαμάρας. Τα θραύσματα από τις υπολογιστικές οθόνες πετάγονταν με ορμή στους τοίχους. Για κακή του τύχη όμως το έμψυχο υλικό δεν παρευρέθηκε στο όργιο καταστροφής και έτσι απεφεύχθη το σφήνωμα των παραπάνω θραυσμάτων σε δερματικές σχισμές, κοιλότητες και λοιπές εγκοπές. Ανεπανάληπτο κρίμα. Αδικαιολόγητη απουσία αιμάτινου στοιχείου. Αν εξαιρέσεις λίγο τα δάχτυλά του. Λίγο.


Το σπίτι το άφησε σε ελαφρά ταραχώδη κατάσταση που σίγουρα όμως δεν πρόδιδε. Δεν πρόδιδε την απόδραση. Μπορεί κανείς να το παρεξηγούσε απλά ως μια αναμπουμπούλα. Στιγμιαία παροχέτευση θυμού. Ή απενεργοποίηση ενεργητικότητας. Ή ένα καθησύχασμα-καταλάγιασμα. Σκέτο σαν φραπές. Τώρα κάτι μαξιλάρια που πετάχτηκαν στο δρόμο όπως και κάτι ξεκοιλιασμένα στρώματα ανακατεμένα με ζάχαρες και αλεύρια χαρακτηρίζονται ως παράπλευρες απώλειες.


Τις τελευταίες μέρες λοιπόν πριν το ταξίδι τις έζησε σε έναν ανεμοστρόβιλο σκόνης. Ακανόνιστο και με υπερβάλλοντα ζήλο. Τον συνεπήρε η φόρα του (του ανεμοστρόβιλου). Μα καλά πόσοι τόνοι σκόνης κρύβονταν κάτω, πίσω, πάνω, μέσα σε όλα τα αντικείμενα; Κάθε πλήκτρο του πληκτρολογίου εξαπέλυσε χιλιάδες κόκκους σκόνης στην ατμόσφαιρα μετά το ξερίζωμα. Που σημαίνει ότι βρίσκονταν εκεί από πριν και δεν προκλήθηκαν κατά την επίθεσή του. Τον κύκλωσαν πάντως και του επιτέθηκαν στα ρουθούνια. Ενσωματώθηκαν στην αποστροφή του και την σκόρπισαν εκ νέου στην ατμόσφαιρα. Ενισχυμένη με επένδυση.


Κι έτσι έφυγε. Μετά τον διαμελισμό και την αναμπουμπούλα αλλά όχι εξαιτίας αυτών. Με τα σιντί ταξινομημένα ανά ύφος. Σωστά, το ύφος δεν έχει πληθυντικό. Και γλώσσα. Αγγλική, γαλλική, ιταλική, ελληνική, ισπανική. ΄Αρα και γλώσσες. Μέχρι διόδια Κορίνθου που ήταν και κοντά, δέσποζε η ιταλική που εξαντλούνταν γρήγορα. Θα κατέβαινε και μετά θα ανέβαινε. Λογικό. Από Πελοπόννησο Θεσσαλονίκη. Και ξανά.


Στις πρόβες του έργου του κατασκήνωναν νταβατζήδες που έπαιζαν τον ρόλο σκηνοθέτη. Πως τον κούρασαν τα λόγια... Άκουσε και μεγάλα χωρίς να φταίει που δεν τα είπε. Ή μήπως να φταίει; Τα πολυπρόβαρε και φαίνεται πως κουράστηκε. Κι ο τραγουδιστής επιμένει στις αλάτινες επιλογές του δίπλα στη θάλασσα καθώς εκείνος περνάει τον Ισθμό. Και σκέφτεται τους νταβατζήδες και σχεδόν τους νοσταλγεί καθώς ανεβαίνουν οι στροφές, Κόρινθος 23 χλμ. Κι η φλέβα στο μέτωπό του μπλαβίζει και εξογκώνεται.


Πώς την βρίσκουν την άκρη μερικοί άνθρωποι απορεί. Μα αυτός πίστευε μονίμως ότι πρέπει να υπάρχει άκρη για να την βρεις κι αυτός δεν τις είχε δει ποτέ αυτές τις άκρες πόσο μάλλον να τις βρει κιόλας. Τρία τραγούδια πιο κάτω. Κάτι για κάποιο σπίτι κάποιας πουτάνας που κάποιοι προτιμούν και στο οποίο κάποιοι έχουν σταματήσει να γελούν. Κόρινθος στα 23 χλμ. Πάλι;


Αλλάζει σιντί κι ας έχει ακόμα για την Κόρινθο. Edith. Άλλη ζωή. Συχνά αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε να ζήσει σε άλλη χώρα ή ακόμα και σε άλλη εποχή. Μακριά από τα μέρη που τον τροφοδότησαν με αίμα ανά τα χρόνια και μετά του το αφαίμαξαν. Και ακόμα πιο μετά δεν έσταζε σταγόνα. Τα αιμοσφαίρια του είχαν συγχωνευτεί στο δέρμα του και στη συνέχεια καταργήθηκαν.


Κόρινθος 33 χλμ. 33; Θα υποτίμησε την απόσταση. Ή και οι πινακίδες κάνουν λάθος.


Και μια τόση οργή, και μια τέτοια ορμή. Που τις πλύνει η φωνή της Piaf. Χάλκινη, καθαρτική. Που επιτρέπει στους λυγμούς να απλωθούν σαν δίχτυα. Τους δικούς του λυγμούς. Μόνο που τελικά δεν τους επιτρέπει. Εκείνος τους ξαναφυτεύει στο εσωτερικό του χώμα και προχωράει στο επόμενο. Τραγούδι της.


Και θυμάται τον εαυτό του να πέφτει ανεμπόδιστα στη χαβούζα της κάθε μέρας. Γύρω πρόσωπα κύμανσης από -55 ως 0 βαθμούς Κελσίου. Όχι παγερά, όχι, παγερά αδιάφορα. Δεν του προκαλούσαν καν τον οίκτο. Δεν του προκαλούσαν. Δεν τον προκαλούσαν. Οι στιγμιαίες εκρήξεις σωματιδίων θυμού ή συμπάθειας προς αυτούς είχαν γίνει όλο και αραιότερες. Και μετά όλα τα πρόσωπα απέκτησαν το ίδιο πρόσωπο. Ένα πρόσωπο. Συνολικό. Πολλές αδιαφορίες μαζί που διέγειραν επιτέλους την οργή. Η οποία εκτινάχθηκε σε κύματα.


Κόρινθος 43 χλμ. Πώς 43; Κάνει δεξιά, φρενάρει και προσγειώνεται σε φαστφουντάδικο της εθνικής. Τον διαβεβαιώνουν «43 για Κόρινθο» και αντί για ευχαριστώ παραγγέλνει πατάτες. Τηγανητές. Τηγανισμένες. Προ τηγανισμένες τελικά.


Τις βουτάει σε δυάδες από το κάθισμα του συνοδηγού και η Piaf δεν μετανοιώνει για τίποτα. Πώς γίνεται εκείνη για τίποτα και εκείνος για όλα; Πάνω απ΄ όλα που μεγάλωσε. Μπορούσε να το επιβραδύνει. Εδώ που τα λέμε μπορούσε να επιλέξει να μην μεγαλώσει καθόλου. Κουρτίνα ένα: μεγέθυνση. Κουρτίνα δύο: σμίκρυνση. Κουρτίνα τρία: τίποτα από τα δύο. Καλά ποιος διαλέγει την κουρτίνα ένα; Μεσαίο όνομα «μαλάκας».


Οι πατάτες τελειώνουν και το σιντί γυρνάει στην αρχή. Κόρινθος 63 χλμ. 63; Κοιτάζει το λεβιέ, αλλά δεν έχει βάλει όπισθεν από την στιγμή που ξεκίνησε. Πόσες πινακίδες μπορούν να κάνουν λάθος;


Ο ήλιος καίει τους δερματικούς πόρους και τους αμβλύνει. Το αυτοκίνητο κινείται σταθερά. ΄Αδειος δρόμος. Η Τετάρτη είναι μια καλή μέρα οδήγησης.


Είναι που δεν του έρχεται τώρα κάτι συγκεκριμένο. Αλλάζει το σιντί, αλλάζει και η γλώσσα. Αγγλική. Του βγάζουν την γλώσσα οι Arctic Monkeys σαν να του λένε εμείς είμαστε από αλλού. Εκείνος πάλι διαλέγοντας την κουρτίνα ένα διάλεξε και χώρα διαμονής. Βαρετή. Πατρίδα μεν, ξένη δε. Αφού φορές, σε κάτι μακροσκελή βράδια των μπαρ θυμάται να ακούει να μιλούν τη γλώσσα του και να μην την αναγνωρίζει. Ποιοι είναι αυτοί που κατέβηκαν από τα αστέρια; Αυτός μέχρι τότε νόμιζε ότι τα αστέρια ήταν μόνο για να τα ανεβαίνεις. Κι άμα ανέβεις δεν ξανακατεβαίνεις.


Κόρινθος 83 χλμ. Εντάξει, τώρα κάτι συμβαίνει. Τελείωσαν και οι πατάτες. Βέβαια η συνειδητοποίηση του τελειώματος δεν τον αγγίζει πια. Πιασμένη με κρίκο με το μεγάλωμα. Εξού και τελείωμα ανθρώπων, τελείωμα χρημάτων, τελείωμα δουλειάς, τελείωμα ημέρας, τελείωμα νύχτας, τελείωμα ζωής. Κι ένα τελείωμα μιας φούστας φτιαγμένο από μετάξι. Δεν έκανε καθόλου εγχείρηση αλλαγής φύλου. Ούτε καν αλλαγής διάθεσης. Θα του ταίριαζε. Και η μία και η άλλη. Κρίμα. Ανομολόγητο κρίμα.


Πυόρροια. Απόρροια πολλών καταργήσεων. Συνειδητών και μη. Από τα ούλα. Παίρνει χαρτομάντηλο από το ντουλαπάκι. Γεμίζει πιτσιλιές από βαθύ ροζ. Έπρεπε όμως. Ήταν επιβεβλημένες οι καταργήσεις. Θέσης, επίθεσης, κατάθεσης, παράθεσης. Μηδαμινή συμβολή εξωτερικών παραγόντων, τεράστια επιβολή εσωτερικών ανακατατάξεων. Άρα οι καταργήσεις ήρθαν ομαλά. Το σώμα αρνήθηκε. Όχι τις καταργήσεις. Την άρση τους. Μα Κόρινθος 103 χλμ.; Ο Beck ουρλιάζει ότι του έρχεται nausea.


Θα πατήσει φρένο. Κι ας είναι στην εθνική. Αν πατήσει φρένο μήπως αντιστραφούν τα χιλιόμετρα;


Το φρένο δεν πατιέται. Το πόδι του το ακουμπάει και μετά πιέζει αλλά αυτό δεν χαμηλώνει. Όχι το πόδι, το φρένο. Άρα ούτε και το πόδι. Και δεν ξεκολλάει. Το πόδι όχι το φρένο. Άρα ούτε και το φρένο. Πόδι και φρένο μένουν ακίνητοποιημένα. Τώρα όμως πρέπει να πατήσει το γκάζι. Ναι αλλά το πόδι δεν κουνιέται. Φέρνει σταυροπόδι το αριστερό και με μια δυσκολία, μπορεί και δύο, το πατάει. Το γκάζι, όχι το φρένο.


Κατάργηση φρένου, επανεκκίνηση γκαζιού. Σκληρή, αφού αυτή η στάση τον πιέζει. Τα πόδια του είναι σαν να έχουν βγάλει άλλα πόδια και όλα μαζί πιέζουν το υπόλοιπο σώμα σε μία απίθανη στάση. Το αυτοκίνητο λαχανιάζει. Μόνο που το αριστερό πόδι κοκάλωσε όπως το προηγούμενο, δηλαδή το δεξί, και δεν ξεκολλάει από το γκάζι. Καλύτερα έτσι. Θα προλάβει να ακούσει την ισπανική; Γλώσσα. Στα τραγούδια. Λες να ανέβει στα αστέρια; Τελικά ότι ανεβαίνει μπορεί και να μην κατεβαίνει. Για το αντίστροφο ούτε λόγος. Κόρινθος 123 χλμ.







Αφιερωμένο στην Αθηνά που κοιτάζοντας μια πινακίδα σκαρφίστηκε την ιδέα «όσο πλησιάζω στον προορισμό μου τόσο αυξάνονται τα χιλιόμετρα», και με ρώτησε: «το φαντάζεσαι;». Μάλλον το φαντάστηκα χάρη σε εκείνη.

Tuesday, May 25, 2010

ΑΝΤΙΛΗΨΗ




O ουρανός είναι υπέροχος
Ροζ με φούξια συννεφάκια, ασορτί...
Ο ήλιος μπλε και τ’ άστρα πράσινα.

Όλα είναι διαφορετικά και όλα όμορφα,
πολύχρωμα, σχεδιασμένα από έναν χαρούμενο Θεό,
με μια παλέτα από πλαστελίνη και μολύβια με φαγωμένες μύτες.

Μύτες που φίλησαν τους καμβάδες και τον πυλό
και άφησαν στα μάγουλά τους
την ζεστασιά της ανάσας τους...

Είμαστε όλοι εδώ και τρέχουμε στην ακροθαλασσιά,
στην άκρη του κόσμου, ισορροπώντας στα ποδήλατά μας,
παίρνοντας φόρα για να εκτοξευτούμε στο σύμπαν...

Στο σύμπαν των ονείρων μας,
το καθαρό, το διαφορετικό,
το σύμπαν το δικό μας.

Θα ’ρθείτε στο σύμπαν μας να σας ξεναγήσουμε και να χαρούμε;



Monday, April 26, 2010

Θέλω να (μ')ερωτευτώ





Είπα:
"Θέλω να ερωτευτώ... εσένα; Ποιος είσαι;
Σκάβω στα αναχώματα του παρελθόντος να βρω όλες μου τις πληγές, όλα μου τα σφάλματα και τα εκθέτω μπροστά σας σε γυάλινη βιτρίνα. Αυτά είμαι, αυτά πρέπει να βλέπετε για να με ερωτευτείτε. Όλο μου το είναι σε κοινή θέα με εμπόδιο ένα αόρατο τείχος γιατί ποτέ δεν πρέπει να το αγγίζετε αν θέλω να μου ανήκετε. Τα πάθη και τα λάθη μου, ο πιο σκοτεινός μου εαυτός θέλω να προκαλεί τη σαγήνη, όχι η θνητή μου αγιότητα. Αυτός που θα καταφέρει τυφλά και με πείσμα να πέσει μέσα στα βάθη μου θα ξέρω πως πραγματικά κατοικεί εντός μου. Εκεί θα τρέφεται από ομφάλιο λώρο ώστε να γεννηθεί σαν άνθρωπος δικός μου, σαν κάποιος που θα μου μοιάζει. Δεν επιθυμώ να είμαι μόνος μαζί με κάποιον άλλο, ή με κάποιον που είναι μόνος του δίπλα μου. Αυτό που θα μας δένει να 'ναι η μόνη λύση, η μόνη αγχόνη του έρωτά μας."



Dali's love for Gala, exploded then; he realized numerous extravagancies to capture her attention; such as waxing his armpit and dying it blue, applying goat excrements upon himself and wearing a red geranium on his head.




Και μου απάντησα:
"Μήπως δεν ψάχνεις τίποτα άλλο πέρα από τον ίδιο σου τον εαυτό;"

Friday, April 9, 2010

Οιδίποδας




Σε γνώρισα μες το ημίφως. Η ατμόσφαιρα μύριζε ευκάλυπτο, κατακαλόκαιρο και ο κόσμος μας έπαιζε κρυφτό. Μου είπες ότι με ακολούθησες επειδή σου άρεσε η μυρωδιά μου. Μύριζα καρύδα και ήθελα να σε πείσω ότι έτσι εξωτική ήταν η φυσική μου μυρωδιά. Εσύ γελούσες. Στο ημίφως δώσαμε το πρώτο μας φιλί και γνωριστήκαμε κάπως βιαστικά. Βιαστήκαμε να βρεθούμε μόνοι μας αλλά το καθυστερήσαμε εσκεμμένα για να εγκαινιάσουμε με αξιοπρέπεια μια σχέση συνεχούς αναμονής.

Το ’ξερα από την πρώτη στιγμή ότι δεν έπρεπε να σε κοιτάξω στα μάτια. Εκεί, στο ημίφως, δίπλα σ’ ένα γερασμένο δέντρο που με τον χιονιά του επόμενου χειμώνα δεν άντεξε και έπεσε, εκεί σε κοίταξα λίγο από το πλάι, στα μάτια και κατάλαβα. Αν σε κοίταζα κατάματα εκείνοι οι πράσινοι βολβοί, οι δύο υπνωτιστικές σπείρες που φιλοξενείς στο βλέμμα, θα μου έπαιρναν την ψυχή και θα μου την φυλάκιζαν. Και εγώ θα απέμενα ένα κορμί άψυχο να μην ξέρω τι να κάνω, να μην μπορώ να συνεχίσω. Και έτσι το αποφάσισα, σαν λύση ανάγκης, σαν ένστικτο επιβίωσης, να είμαι μαζί σου μα να μην σε κοιτάζω στα μάτια.

Και εσύ επέμενες και επέμενες. «Κοίταξε τα μάτια μου να δεις πόσο μοιάζουν με τα δικά σου». «Κοίταξέ με να με γνωρίσεις, να με μάθεις καλύτερα». «Κοίτα έχω κριθαράκι». «Θα σου δώσω μια μούντζα αύριο, μόλις ξυπνήσεις και θα φύγει, άσε με τώρα», σου έλεγα, και ’συ έλεγες ότι αδιαφορούσα. Μα το πρωί σου έδινα την μούντζα αλλά εσύ μου έλεγες ότι σε μισώ και σε μουντζώνω. «Κάτι μπήκε στο μάτι», μου έλεγες, και ’γω σε συμβούλευα να πας στο μπάνιο να το βγάλεις. Και ’σύ πήγαινες ετοιμάζοντας την εκδίκησή σου φωνάζοντας μου «μα τί σου έκανα και με εκδικήσε;» ενώ εγώ έτρεχα σε αντίθετη κατεύθυνση, στην κουζίνα, και όσο σε άκουγα να μουρμουρίζεις για την αδιαφορία μου, δάγκωνα τα χέρια μου που δεν μπορούσα να ’ρθω και να σε βοηθήσω και διπλωνόμουν στα δύο από τους αφόρητους πόνους που μου έκοβαν το κορμί στη μέση. Γιατί σε καταλάβαινα και ήξερα την βοήθεια που ζητούσες και ήταν δυσβάσταχτο να μην μπορώ να σε βοηθήσω, εσύ δεν καταλάβαινες πώς δεν μπορούσα να σε βοηθήσω. Με έβλεπες να γυρνάω πάντα όρθιος από την κουζίνα και να επιμένω να μην κοιτώ τα μάτια σου και υπέθετες ότι έτρωγα κουλουράκια όση ώρα εσύ προσπαθούσες να βγάλεις τον κροκόδειλο από το μάτι σου, και γέμιζες το ποτήρι του μίσους σου.

Μέχρι εκείνη την νύχτα που ήρθες αποφασιστικά πάνω μου και παγίδεψες το κεφάλι μου. Είχα φορέσει πάλι το άρωμα καρύδας, μα δεν μύριζε το ίδιο εξωτικά με την πρώτη μας νύχτα και αυτό ήταν ένα κακό προμήνυμα. Με ανάγκασες να σε κοιτάξω βαθιά, μέσα στα μάτια. Και τότε κατάλαβα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μου αιχμαλωτίσεις την ψυχή μες την ματιά σου. Γιατί η ψυχή μου ήταν ήδη αιχμαλωτισμένη και δεν ήθελα να το παραδεχτώ και να το αντικρίσω. Αρκούσε η πρώτη μισοματιά, από το πλάι, στο ημίφως, τότε που παίζαμε κρυφτό. Από την πρώτη μας βραδιά η ψυχή μου είχε φυλακιστεί στα μάτια σου. Την είδα να ουρλιάζει πίσω από τις σιδερόβεργες των βλεφαρίδων σου. Και κατάλαβα γιατί το κορμί μου τόσο καιρό έκανε αυτό τον περίεργο γδούπο όταν έβρισκε στις γωνιές. Γιατί ήταν άδειο. Το χειρότερο ήταν ότι στην αλαζονική ματιά σου συνειδητοποίησα ότι δεν είχες την ανάγκη να σε κοιτάξω στα μάτια, είχες την ανάγκη να με κάνεις να συνειδητοποιήσω ότι είχες φυλακίσει την ψυχή μου στα μάτια σου. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι η ψυχή μου, στη φυλακή της, άντεχε ακόμα να ουρλιάζει να ελευθερωθεί ενώ παραδίπλα της πτώματα άλλων ψυχών αποδείκνυαν ότι εκείνες δεν τα είχαν καταφέρει.

Πέρασαν δύο χρόνια από τότε. Και κάθε μέρα, κάθε στιγμή, σχεδίαζα πώς να απελευθερώσω την ψυχή μου. Ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Και τότε το πήρα απόφαση. Ο μοναδικός τρόπος ήταν να σου τρυπήσω τα μάτια και μέσα από το αίμα που θα κυλά να ξεγλιστρήσει και η ψυχή μου. Έτσι απέκτησα εκείνες τις δύο βελόνες που κουβαλούσα στην τσέπη του πουκάμισού μου αναζητώντας την κατάλληλη στιγμή. Μα δεν την έβρισκα ή μάλλον δείλιαζα. Και όταν ξεγυμνωνόμουν πια μπροστά σου έβλεπες τις τρύπες στα στήθη μου και στη καρδιά από τις μύτες των βελόνων που με τρυπούσαν όλη μέρα σε κάθε κίνησή μου. Εσύ ρωτούσες τί είναι αυτές οι πληγές και εγώ σου έλεγα «οι μαχαιριές σου» και εσύ καθησυχαζόσουν που ήταν οι μαχαιριές σου και όχι τίποτα βελόνες για να σου βγάλω τα μάτια και να απελευθερώσω την ψυχή μου.

Μια νύχτα όμως, παραζαλισμένος παραπάτησα και σου κάρφωσα τις βελόνες στα δύο σου μάτια, τόσο παράλληλα και ευθυγραμμισμένα που κανείς θα έλεγε ότι είχα χαράξει την πορεία με διαβήτη και μοιρογνωμόνιο. Και έμοιαζες με εικονογράφηση σχολικού βιβλίου για εξετάσεις πανελληνίων. Μου άρπαξες τα χέρια με τόση δύναμη που λύγισα και γονάτισα μπροστά σου. Περίμενα να τραβήξεις έξω από τα μάτια σου τις βελόνες και να κυλήσει το ρυάκι του αίματος και η ελεύθερη ψυχή μου μα εσύ έμπηξες πιο βαθιά τις βελόνες. «Τι κάνεις;» σου ούρλιαξα και τράβηξα εγώ έξω τις βελόνες. Μα ήταν μάταιο. Τις είχες καρφώσει τόσο βαθιά που είχαν διαπεράσει την ψυχή μου και την είχαν κομματιάσει. Στο πάτωμα κυλούσε το αίμα που παρέσερνε κομμάτια από την νεκρή ψυχή μου.

Και απομείναμε έτσι, χαμένοι μα πιο ισότιμοι πια.
Εσύ έχασες την όρασή σου και εγώ την ψυχή μου.


* Η εικόνα είναι από το βιβλίο The Melancholy Death of Oyster Boy με σχέδια και ποιήματα του Tim Byrton

Monday, March 29, 2010

Ποίηση

Προσπαθούσε λέει να
βγει από τις παύλες που την είχαν τόσο καιρό φυλακίσει
να μπει στην ιστορία ισότιμη
με όλες τις άλλες φράσεις.
Να ελευθερώσει τολμηρά τους δέσμιους των παρενθέσεων
Και των πχ.
Να σπάσει τα ειρωνικά κάγκελα των εισαγωγικών.
Να βγάλει το υποτιμητικό φέσι των υποσημειώσεων.
Να ξεσηκώσει ακόμα και εκείνες τις παραμελημένες λέξεις
που ενίοτε κρύβονται ανάμεσα σε δυο κόμματα.

Γνώριζε όμως, αλίμονο,
ότι όσο θα υπάρχουν τελείες και θαυμαστικά,
όσο θα ηγούνται τα υπερφίαλα κεφαλαία των προτάσεων,
όσο αυταρχικά ουσιαστικά θα κατατρέχουν τα επίθετα
και τα ρήματα θα βασιλεύουν ανέγγιχτα από τα ανίσχυρα επιρρήματα
δεν πρόκειται να επέλθει απελευθέρωση από
την βάναυση ολιγαρχία του συντακτικού.

Thursday, March 25, 2010

Το ανθρωπάκι




Ήταν η εποχή που το ζευγάρι είχε εκείνα τα προβλήματα που έχει κάθε ζευγάρι, μετά από τρία χρόνια σχέσης, και προσπαθούσαν να τα ξεπεράσουν. Ήταν το καλοκαίρι του 2006, με τους τρεις απανωτούς καύσωνες, σ’ ένα δυαράκι, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας του ’70, σ’ ένα στενάκι της Καλαμαριάς. Το δυαράκι δεν είχε δεχτεί καμιά σοβαρή ανακαίνιση, ίσως από την εποχή της χούντας, που ακόμα εκείνη δεν είχε γεννηθεί. Ίσως μόνο κάποια βαψίματα που είχε κάνει εκείνος στις υγρασίες που είχαν δημιουργηθεί από τις σπασμένες σωλήνες του μπάνιου, βαψίματα με έντονα, αντιοικολογικά χρώματα, γυαλιστερά, που έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο αποπνικτική. Δεν είχαν αγοράσει κάποιο κλιματιστικό, εξαιτίας των εμμονών εκείνου ότι θα του προκαλούσε ψύξη στον αυχένα, και έλιωναν μέρα με την μέρα. Κάποια βράδια που εκείνη βρισκόταν σε μια περίεργη ζάλη, δίχως να μπορεί να κουνήσει ούτε εκατοστό πάνω στο στρώμα, αναρωτιόνταν αν έχει πάθει αφυδάτωση ή αν πήρε υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών ή αν τέλος πάντων αξίζει τόσο πολύ ταλαιπωρία για ένα έρωτα που δύο δίνεις και μισό παίρνεις, ζητώντας το με τον πλέον ατιμωτικό και παρακλητικό τρόπο.

Έτσι και εκείνη τη νύχτα, να είχε πάει δώδεκα και κάτι. Βρίσκονταν ήδη από νωρίς στο κρεβάτι. Θα μπορούσαν να έχουν πάει για κάνα μπανάκι στην Περαία, να έχουν τσιμπήσει κάτι σε καμιά ψαροταβέρνα και να έχουν κάνει νυχτερινό μπάνιο και έρωτα στην παραλία, κάτω από το φως του φεγγαριού και έτσι να έχουν γλυτώσει λίγο από το βάσανο του καύσωνα. Όμως είχαν περάσει όλη την μέρα στον καναπέ του ΙΚΕΑ, εκείνη να μετρά τα λεπτά για να πάρει τα χάπια της και τα λεπτά απ’ όταν θα άρχιζαν να επιδρούν στον μισοχαλασμένο οργανισμό της τα χάπια της, και εκείνος παραστέκοντας στο μέτρημα των λεπτών, μετρώντας τα κουτάκια της μπύρας και τα λεπτά που το αλκοόλ θα άρχιζε να επιδρά στον παραφουσκωμένο οργανισμό του.

Έτσι, ζαλισμένοι και οι δυο, ξάπλωσαν νωρίς. Το σεντόνι είχε γίνει ένα κουβάρι, παραπεταμένο στο πάτωμα και το σκυλί κοιμόταν, αφυδατωμένο και αυτό, ανάποδα, με τα πόδια ψηλά, ενώ που και που ακούγονταν να παραπονιέται στον ύπνο του με γουργουρητά ταλαιπωρίας. Εκείνοι, γυμνοί εντελώς, ανάσκελα, με τα μάτια ανοιχτά, κοιτούσαν το ταβάνι, όσο διακρίνονταν μέσα από το λιγοστό φως του Δήμου που έμπαινε από τις τρύπες του παραθυρόφυλλου. Διακρίνονταν ωστόσο τα σκασίματα του χρώματος και οι τεράστιες τρύπες που έχασκαν μισάνοιχτες, από τις σωλήνες του φυσικού αερίου, που πρόσφατα είχαν εγκαταστήσει και ένωναν τα διαμερίσματα με τα αποπάνω, τα αποκάτω και τα αποδίπλα, αφού κανένας δεν είχε ασχοληθεί για να τις κλείσει, ακόμα και αν όλοι παραπονιόνταν για τις μυρωδιές, τις φωνές και την ζωή που πλέον όλοι μοιράζονταν.

Τα κορμιά τους ένιωθαν να καίνε, τα σεντόνια να τσουρουφλίζουν, ο καύσωνας βρίσκονταν στα πιο φόρτε του, το θερμόμετρο έφτανε τους σαράντα βαθμούς και το τσιμέντο ξέρναγε λάβρα. Θα μπορούσαν να έκαναν έρωτα, αλλά δεν ήταν η εποχή που έκαναν έρωτα.

Ξαφνικά ακούστηκε μια περίεργη μουσική.

- Μωρό, μωρό, είπε εκείνη, μια προσφώνηση που είχε ξεμείνει, ίσως η μόνη γλυκύτητα, από παλαιές, καλές εποχές. Μωρό ακούς;
Εκείνος μούγκρισε καταφατικά, παρ’ όλο που δεν κοιμόνταν.
- Τι παράξενη μουσική;
- Το μπαράκι στη γωνία, κοιμήσου, είπε εκείνος και έλπιζε να μην την ξανακούσει να μιλάει μήπως τον ξαγρυπνήσει εντελώς και δεν κοιμηθεί όλο το βράδυ.
«Μα πιο μπαράκι στη γωνία», σκέφτηκε εκείνη, «αφού η μουσική είναι σαν να παίζει μια μικρή μπάντα εμβατήριο εθνικής εορτής. Την 25η Μαρτίου γιορτάζει το μπαράκι κατακαλόκαιρο ή την ακούσανε από την πολύ ζέστη, το πολύ πιόμα και τα πολλά χάπια;» αλλά όλα αυτά παραήταν πολλά για να του τα εξηγήσει υπό εκείνες τις συνθήκες την συγκεκριμένη στιγμή.

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί για να ακούσει καλύτερα την μουσική όταν ξαφνικά διέκρινε την σκιά ενός ανθρώπου που περνούσε έξω από το κλειστό πατζούρι της μπαλκονόπορτας! Αργότερα, όταν ξαναέφερε στη σκέψη της εκείνη την σκηνή, χαρακτήρισε την σκιά αστεία, αφού έμοιαζε με έναν άνθρωπο, ψηλόλιγνο, μ’ ένα σκουφί στο κεφάλι, κρατώντας με τα χέρια του ένα πνευστό μακρόστενο μουσικό όργανο, σαν τρομπέτα, το οποίου είχε κολλήσει το στόμιο στο στόμα και φυσούσε - ξεφυσούσε παίζοντας, περνώντας μπροστά από τα πατζούρια, γέρνοντας προς τα πίσω και κουνώντας ρυθμικά όλο του κορμί! Όμως εκείνη τη στιγμή δεν πρόλαβε να τα σκεφτεί όλα αυτά, τινάχτηκε πάνω στο κρεβάτι και φώναξε:
- Κάποιος είναι στο μπαλκόνι!
- Σκάσε, τις απάντησε εκείνος, θα μας ακούσει όλη η πολυκατοικία!
Όταν όμως την είδε όρθια πάνω στο κρεβάτι, ανασηκώθηκε λίγο και κοίταξε και αυτός στο πατζούρι ενώ είδε και το σκύλο να κοιτά προς τα εκεί, με γουρλωμένα μάτια, τεντωμένη τρίχα, όρθιος και ακούνητος ενώ η ουρά είχε τιναχτεί ψηλά, άκαμπτη! Έδωσε μια μικρή μπουνιά στο στρώμα του στυλ «γαμώ την τύχη μου» και σηκώθηκε να πάει να δει τι είναι. Εκείνη δεν θύμωσε για το «σκάσε», σημασία δεν του έδωσε από την ταραχή της, θύμωσε που δεν την πίστεψε και ευχήθηκε αυτός ο μουσικός κλέφτης, που με κάποιον τρόπο σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι τους, να του δώσει μια με την τρομπέτα του στο ξεροκέφαλό του και να του το σπάσει. Όμως ένιωσε μια ξαφνική ζάλη, τρόμαξε μήπως λιποθυμήσει και κάθισε κάτω, αγκάλιασε τα γόνατά της, ακούμπησε πίσω στο μαξιλάρι και περίμενε. Το σκυλί ακούνητο!

Εκείνος άνοιξε το πατζουρόφυλλο και κοντοστάθηκε, κοιτώντας αριστερά και δεξιά. Ο σκύλος με έναν ανατριχιαστικό λυγμό και κατεβασμένη την ουρά, έτρεξε προς τα μέσα, στην κουζίνα. Εκείνος εκεί, στο πατζουρόφυλλο. Μπήκε το φως από την κολώνα της ΔΕΗ και φάνηκε όλη η γύμνια του.

Άσπρος, γεροδεμένος και γυμνός. Τον κοίταζε να μην κάνει καμιά κίνηση να καλύψει την γύμνια του. Σκέφτηκε πώς ήταν ένας όμορφος άντρας. Καθαρές, ανοιχτές πλάτες, γεροδεμένοι γλουτοί. Όλη η γειτονιά θα τον έβλεπε, όλοι θα ήταν στα μπαλκόνια, δώδεκα και κάτι με καύσωνα, οι άντρες πίνοντας μπύρες και οι γυναίκες και τα παιδιά τρώγοντας καρπούζι. Μα δεν ντράπηκε για την γύμνια του. Ίσα ίσα που ένοιωσε περήφανη. Σχεδόν περίμενε το ξέσπασμα θαυμασμού της γειτονιάς και το αυθόρμητο «μπράαααβο μικρή» του ράφτη, στη γωνιά, το ζηλόφθονο «άτιμη μουσίτσα» του παντρεμένου απέναντι που την γλυκοκοιτάζει, τον αναστεναγμό της χήρας από δίπλα και τα χειροκροτήματα της γεροντοκόρης δικηγόρου, της πολύτεκνης νοικοκυράς και της κάθε πονεμένης γειτόνισσας.

Ναι, ήταν ερωτευμένη ακόμα με το κορμί του, ήθελε να τον αγγίζει κάθε μέρα, κάθε στιγμή, να κάνουν έρωτα, να την φιλάει, να την κοιμίζει στην αμασχάλη του. Ήθελε να κάνει τα παιδιά του. Μα πώς μπορεί όλη αυτή την ορμή να την ανακόπτει ο χαρακτήρας του, πώς μπορούν τα λόγια του να νικάνε όλο αυτό το πάθος; Γιατί οι πράξεις του να έχουν αυτή τη δύναμη να την κάνουν να καταπιέζει τα ερωτικά της θέλω;

Εκείνος κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά έξω στο μπαλκόνι, και άρχισε να περπατάει στις μύτες χοροπηδώντας σαν να καίγονταν, σαν να πατούσε στην άμμο, στην παραλία, που τσουρουφλίζει. Της φάνηκε τόσο αστείος! Κοιτάζοντας τον είχε ξεχάσει τον μουσικό κλέφτη.

Χάθηκε από την θέα της μπαλκονόπορτας για λίγο και μετά πάλι τον είδε να γυρνά, στις μύτες ξανά, αλλά πιο σιγά, περπατώντας ανάποδα και σαν να μην ήθελε να ξυπνήσει κάποιον. Της ψιθύρισε και αυτός ο ψίθυρός του της ακούστηκε τόσο στεναχωρημένος.
- Έλα να δεις.
- Τί είναι;
- Ένα ανθρωπάκι!
- Τί;
- Ένα ανθρωπάκι, το φως του δρόμου, αποκάτω έκανε την σκιά του να φαίνεται μεγάλη, αλλά είναι ένα ανθρωπάκι, μια σταλιά!
- Και τί κάνει;
- Έχει καθίσει στην άκρη του μπαλκονιού και έχει κρεμάσει τα ποδαράκια του στο κενό. Δίπλα του έχει παρατήσει μια μικρή τρομπέτα. Και κλαίει.
- Γιατί κλαίει;

Εκείνος δεν απάντησε. Γύρισε και κάθισε με πλάτη στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Έπιασε με τα δυο του χέρια τα μαλλιά του και αναστέναξε. Εκείνον τον αναστεναγμό εκείνη τον γνώριζε καλά, πολύ καλά. Τον είχε νιώσει να σβήνει στο στόμα της, στο αυτί της, στο πρώτο τους φιλί, στον πρώτο τους καυγά. Έσυρε ο άντρας το σώμα του προς τα πίσω και ξαναξάπλωσε. Ξάπλωσε και εκείνη. Έμειναν να κοιτάνε το ταβάνι ξανά.
- Γιατί κλαίει το ανθρωπάκι, ξαναρώτησε εκείνη.
- Πριν λίγο έπαιζε με την τρομπέτα του αλλά δεν θα ξαναπαίξει ποτέ ξανά.
- Γιατί, ρώτησε εκείνη και ξαφνικά ένιωσε τόσο λύπη για το ανθρωπάκι που δεν θα ξαναέπαιζε τη μουσική του.
- Γιατί δεν θα ξαναμπορέσει να παίξει. Θα δεις.
Εκείνη, όμως, δεν ήθελε να δει το ανθρωπάκι να κλαίει.

Γύρισε μπρούμυτα και έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι. Η πλάτη του ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα και γυάλιζε στο φως του δρόμου. Εκείνη ήθελε να του την χαϊδέψει, από πάνω μέχρι κάτω. Όμως δεν το έκανε. Έτσι και αλλιώς δεν θα την άφηνε, δεν θα άφηνε κανέναν να τον αγγίξει με τόση ζέστη. Άλλωστε ποτέ δεν άφηνε κάποιον να του πειράξει την πλάτη. Ήταν ένα απαγορευμένο σημείο. Έτσι έμειναν αρκετό χρόνο, εκείνος μπρούμυτα και εκείνη βαστώντας με το ένα χέρι της το άλλο για να μην του χαϊδέψει την πλάτη. Περίμεναν και οι δυο, με διαφορετικές προσδοκίες ο καθένας, να ακούσουν εάν το ανθρωπάκι θα ξαναέπαιζε μουσική με την μικρή τρομπέτα του.

Δάγκωσε τα χείλι της μέσα στο σκοτάδι. Ήθελε τόσο πολύ να μην γνώριζε πως υπήρχε εκείνο το ανθρωπάκι που έκλαιγε στο μπαλκόνι και απλά να τον κοιτάζει, έτσι γυμνό, και να έχει δικαίωμα να τον αγγίζει. Θα μπορούσε να προσποιηθεί ότι αποκοιμήθηκε και ότι στον ύπνο της τον πλησίασε και τον άγγιξε, αλλά φοβόταν πως στον δικό του ύπνο θα την προσφωνούσε με ένα άλλο γυναικείο όνομα. Το είχε κάνει μερικές φορές αλλά καθόλου δεν ήθελε να γνωρίζει σε ποιάν άνηκε εκείνο το μικρό, ξένο, γυναικείο όνομα. Αποφάσισε ωστόσο να βάλει όλη της την δύναμη για να κουνήσει το μπράτσο της, το χέρι της να διασχίσει σαράντα εκατοστά καυτού αέρα καύσωνα και να ανάψει το λαμπατέρ. Ήθελε, όσο θα φώτιζε η εκνευριστικά χαμηλή οικολογική λάμπα του ΙΚΕΑ στο λαμπατέρ, να δει πιο καθαρά το γυμνό του σώμα και εκείνη την εικόνα να την αποτυπώσει καλά μέσα στο μυαλό της.

Εκείνος με το κλικ του διακόπτη και την αλλαγή του φωτισμού κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε έξω.
- Τι έγινε;
- Τίποτα, κατά λάθος το άναψα.
- Το βλέπεις;
- Όχι, απάντησε εκείνη και σχεδόν έτρεμε από τον φόβο.
- Είναι έξω από την μπαλκονόπορτα.
- Τι κάνει;
- Κλαίει. Κοίταξέ το.

Τώτε εκείνη έχωσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να δει εκείνο το ανθρωπάκι να κλαίει. Τον ένοιωσε να ξανασηκώνεται και να κατευθύνεται πάλι στο μπαλκόνι. Δεν ήθελε να δει. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τότε, που κοιμόταν αγκαλιά, πέρα από κάθε καύσωνα και κάθε δυσκολία, τότε που την κοίμιζε μέσα στην αμασχάλη του και τις επέτρεπε να αγγίζει τα απαγορευμένα σημεία του σώματός του και κυρίως την πλάτη του. Τότε που δεν μέτραγε μόνο το δικό του κορμί αλλά έπαιρνε ουσία και το δικό της, τότε που το δικό της κορμί δεν ήταν κούφιο και άκαμπτο. Με αυτές τις εικόνες ήρθε επιτέλους η γλυκιά ζάλη του ύπνου και παραδόθηκε. Δεν θυμάται μετά τι έγινε. Μόνο θυμάται, δίχως να μπορεί να είναι σίγουρη αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα, ότι μέσα στη νύχτα άνοιξε λίγο τα μάτια της και είδε στο μπαλκόνι τον άντρα, να ακουμπά, ακόμα γυμνός, στο κάγκελο. Θα είχε αρχίσει να χαράζει. Κοιτούσε κάτω και χαμογελούσε στο ανθρωπάκι, το οποίο στέκονταν, πλάτη σε εκείνη, και κοιτώντας τον. Συνομιλούσαν χαμηλόφωνα. Έκανε προσπάθεια να ακούσει λίγο από την συνομιλία τους.
- Τι κάνεις Χριστίνα;
- Τίποτα, απάντησε το ανθρωπάκι.

Το ανθρωπάκι ήταν μια ανθρωπίτσα και είχε το όνομά της. Μέσα στην ζάλη του ύπνου της ήταν αυτό μια καθησυχαστική σκέψη. Έκανε μια υπερπροσπάθεια να δει λίγο ακόμα και η ματιά της έπεσε πάνω στο πέος του, να κρέμεται χαλαρά ανάμεσα στα πόδια του. Θα πρέπει να φαντάζει στα μάτια της ανθρωπίτσας σαν ένα τεράστιο, τσαλακωμένο κανόνι το πέος του, σκέφτηκε και γέλασε αφήνοντας το σώμα της να ξαναβυθιστεί στον ύπνο. Το τελευταίο που θυμάται είναι, μέσα στο σκοτάδι των κλειστών της ματιών και την παραζάλη του μισό-ύπνου της, την ανθρωπίτσα να καλεί εκείνον με το όνομά του.

- Οδυσσέα.

Ήταν η τελευταία φορά που άκουσε το όνομά του, ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Ποτέ δεν έμαθε ξανά κάτι γι αυτόν. Το πρωί που ξύπνησε από εκείνον τον βαθύ ύπνο, σαν να ’χε πέσει σε κώμα, έλειπαν όλα τα πράγματά του. Είχε φύγει το ανθρωπάκι και μαζί του πήρε και εκείνον.

Δεν κατάφερε να σκεφτεί πολύ την απουσία του γιατί έδωσε όλη της την προσοχή, για ένα ολόκληρο μήνα, στο σκυλάκι της. Την άλλη μέρα, όταν κατευθύνθηκε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ και να συνέλθει από το κώμα, βρήκε το σκυλάκι σε κακό χάλι. Είχε χωθεί πίσω από το ψυγείο, όρθιο, έντρομο και έτρεμε. Για μια εβδομάδα στέκονταν όρθιο, ακούνητο, με γουρλωμένα τα μαύρα του ματάκια, δίχως να τρώει, δίχως να κουνάει την ουρίτσα του, δίχως να φέρνει τα παιχνίδια του ή να ροκανίζει τα κοκαλάκια του. Ο κτηνίατρος είπε ότι τρόμαξε, ρωτούσε αν το μάλωσαν και πρότεινε ηρεμιστικά. Αλλά δεν ήθελε να δώσει ηρεμιστικά και στο σκυλάκι, κάποιος σε εκείνο το σπίτι θα έπρεπε να είναι καθαρός ανάμεσα στους ντοπαρισμένους. Έκανε το παν για να το συνεφέρει. Το χάιδευε, του έδινε φιλάκια, το έπαιρνε αγκαλιά και το χόρευε, του έβραζε ολόκληρες κότες και πακέτα ρύζια, τα αγαπημένα του φαγητά και κάποτε το σκυλάκι ανταποκρίθηκε. Έτρεξε πίσω της κουνώντας την ουρίτσα και της γαύγισε όταν του έκλεισε την πόρτα του μπάνιου. Και καθώς άρχισαν να τρέχουν μέσα στο σπίτι, κοίταξε έξω, στο απέναντι μπαλκόνι, μήπως την κοιτούσε από πουθενά εκείνος και σκεφτόταν «πολύ στεναχωρήθηκες που έφυγα, τρέχεις και χοροπηδάς σαν παιδί με το σκυλί σε όλο το σπίτι»!

Μετά πέρασε ο καιρός. Δεν θυμόταν αν της άνηκε εκείνο το σπίτι της δεκαετίας του ’70 στην Καλαμαριά αλλά της είχε απομείνει. Έβαλε κλιματιστικό, βούλωσε τις τρύπες στις σωλήνες του φυσικού αερίου και έβαψε τους τοίχους με παλ, οικολογικά χρώματα. Μόνο που μερικές νύχτες κοιτάζει πίσω από τα πατζούρια, έξω στο μπαλκόνι και εύχεται να μπορούσε για μια στιγμή να ξανακούσει να παίζει η μικρή τρομπέτα και να πηγαινοέρχεται ρυθμικά στο μπαλκόνι το ανθρωπάκι.

Μετά κοιτάζει το σκυλάκι, κουλουριασμένο, να κοιμάται στο κρεβάτι, στην πλευρά εκείνου, και σκέφτεται «μόνο να είναι καλά το σκυλάκι».

Wednesday, January 13, 2010

Γιατί το τραγούδι αυτό, πάντα να λέει δε μπορώ, γιατί και συ με σπρώχνεις στο κενό, δε σε συγχωρώ, δε σε συγχωρώ…

Η φωνή της Ευσταθίας, αντηχούσε στα αυτιά μου, σαν τη φωνή του γρύλου στον Πινόκιο. Καμία φορά, οι στίχοι των τραγουδιών παρουσιάζονται με σκέψεις τις συνείδησης σου.

Πόσα τραγούδια άκουσα, γραμμένα γύρω από ένα γιατί. Να το φωνάζουν και στον ρυθμό του να χοροπηδούν αρμονικά. Πόσες σκέψεις μου πνιγήκανε στην άβυσσο του. Μα αν προσπάθησαν ποτέ να σκαρφαλώσουν στην επιφάνεια, δε το κατάλαβα ποτέ. Πόσες στάχτες εξαφανίστηκαν μέσα στα πύρινα σου μάτια. Και όλα αυτά για να μην μάθω ποτέ μου το γιατί.

Τύλιγα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό σου και άφηνα τη μύτη μου να χωθεί στην καμπύλη που έκρυβε τη μυρωδιά σου περισσότερο από κάθε άλλο μέλος σου. Έκλεινα τα μάτια και δε σκεφτόμουν τίποτα. Εκείνες τις ώρες μόνο, άδειαζε ο νους μου. Μα γέμιζε αργότερα. Φόβο.

Όχι, όχι. Φόβο, γέμιζε ο δικός σου. Μα τον μοιραζόμουν και εγώ μαζί σου κατά ένα παράξενο τρόπο. Με άγγιζες και έβλεπα τις σκέψεις σου να μπουσουλάνε πάνω στους αγκώνες μου, να γαντζώνονται από τα μπράτσα μου και να εισέρχονται μέσα μου από τον δαιδαλώδη λαβύρινθο του αυτιού μου. Δεν είχαν τα κερένια φτερά του Ικάρου για να πετάξουν μακριά μου. Τότε με τρόμαζες και τραβιόμουν μακριά σου. Μα πριν, είχες τραβηχτεί πρώτος εσύ.

Κουλουριαζόμουν και αγκάλιαζα τα πόδια μου. Αισθανόμουν τα χέρια μου, προεκτάσεις των δικών σου. Δεν κατάλαβες ποτέ γιατί χαμογελούσα τόσο. Ήταν που νόμιζα ότι με αγκάλιαζες εσύ εκείνες τις στιγμές.

Το χαμόγελο έσβηνε και τα χείλη μου άνοιγαν. Όχι για να δεχτούν τα φιλιά σου, μα για να διώξουν το βάρος υπό την μορφή του καπνού. Έκανε κύκλους γύρω σου μα δε σε πλησίαζε ποτέ. Όσο και αν τον προωθούσα σε εσένα, εκείνος σε απέφευγε. Ήταν τόσο περίεργη αυτή η σκηνή που με έκανε να γελάω πάντα. Και εσύ απορούσες τι βρίσκω τόσο αστείο. Δε σου πα ποτέ, πως ο καπνός είχε προφητικές ιδιότητες μαζί σου.

Δε μιλούσες πολύ. Μόνο με κοίταζες. Μα το βλέμμα σου έμοιαζε κενό και αγκαλιαζόμουν και πάλι πάνω στο παχύ πανωφόρι του κρεβατιού σου. Τα πόδια μου κρύωναν και τα δάχτυλα μου προσπαθούσαν να αγγίξουν τις πατούσες μου. Με έβαζες να τυλίξω τα πόδια μου γύρω σου και έχωνες το κεφάλι σου στον κόρφο μου. Ένιωθα την αναπνοή σου ρυθμικά να πάλλεται πάνω στο στήθος μου. Ήθελα να ηρεμήσω εκείνες τις στιγμές, μα αδυνατούσα. Η καρδιά μου ούρλιαζε στις αρτηρίες της - εργάτριες επίμονες. Δεν πρόσεξες ποτέ τα κόκκινα μάγουλα μου, εκείνες τις στιγμές. Αποκοιμιόσουν πάνω μου και εγώ απέμενα να χαϊδεύω τα μαλλιά σου με τον ίδιο μονότονο ρυθμό για να μην σε ξυπνήσω.

Όταν καταλάβαινες πως σε πήρε ο ύπνος, τραβιόσουνα μακριά και γινόσουνα πάλι ανήσυχος. Ήξερα τι σε ταλάνιζε, αλλά δε στο πα ποτέ. Συνέχιζα να φυσάω τον καπνό προς το μέρος σου, μήπως αποφασίσει να δοκιμάσει καινούργιο μονοπάτι αυτή τη φορά. Μάταια.

Ύστερα ξάπλωνες και τέντωνες τα πόδια σου, πιασμένος από την αγκαλιά μου. Ερχόμουν και κουλουριαζόμουν σα μωρό, δίπλα σου. Ήθελα να σε ακουμπήσω αλλά δε το τολμούσα. Ήξερα ότι θα ηλεκτριστώ και οι σπινθήρες θα φωτίσουν το σκοτεινό δωμάτιο σου. Μας άρεσε το σκοτάδι.

Ερχόσουν δίπλα μου ολοένα και περισσότερο και εγώ ακουμπούσα τον τοίχο. Φυλακισμένη έμοιαζα. Άφηνες το άγριο σου πρόσωπο να γδάρει την κοιλιά μου και ύστερα μετανιωμένος φιλούσες τις χαρακιές που εσύ, ο ίδιος, είχες προκαλέσει. Ακουμπούσα τα μαλλιά σου και έχανα τα δάχτυλα μου μέσα στο κεφάλι σου. Για να μην σε αφήσω να φύγεις.

Τα δάχτυλα σου παγωμένα αγγίζανε τα πόδια μου και εκείνα δίχως βούληση σου παραδινόντουσαν. Ήμουν τόσο παγωμένη μέσα στα μαύρο ρούχα μου που ούτε το βάρος του κορμιού σου μπορούσε να με ζεστάνει. Σε ένιωθα να πιέζεσαι πάνω μου, να προσπαθείς να απομακρύνεις την ψυχρότητα του, μα εκείνο αρνιόταν επιδεικτικά να σε δεχτεί. Πείσμωνες ακόμη περισσότερο και προσπαθούσες. Μα την στιγμή που αφηνόμουν στην ανταπόκριση και ένιωθα τα μάτια σου να καίνε πάνω μου, τύλιγες τα χέρια σου στα δικά μου και τραβιόσουνα και πάλι μακριά μου.

Δε σου μίλησα, αλλά ήξερες τι σκεφτόμουν. Είχα μονίμως ένα γιατί στο μέτωπο μου, δίπλα σου. Δεν πρέπει, μου απάντησες, δίχως να σε ρωτήσω. Μαζεύτηκα στην γωνιά μου και με τράβηξες στην αγκαλιά σου. Τώρα τα δικά μου, παγωμένα δάχτυλα τραγουδούσαν στην κοιλιά σου και τα χείλη μου σου ψιθύριζαν σε γλώσσα μη ακουστική. Βούλιαξες τα δάχτυλα σου στα μαλλιά μου και τράβηξες το πρόσωπο μου απέναντι στο δικό σου. Δεν πρέπει, ξανά πες και με φίλησες. Δεν ήθελα να το δεχτώ το φιλί σου. Τίποτα δεν ήθελα να δεχτώ μα σαν ένιωσα τα υγρά σου χείλη να ψελλίζουν στα δικά μου, ξεκλείδωσα τις αλυσίδες της θέλησης μου και την άφησα ελεύθερη.

Ένιωθα τα κρύα σου χέρια να περπατάνε πάνω στην πλάτη μου και ανατρίχιαζα σε κάθε τους βήμα. Κρύωνα τόσο πολύ δίπλα σου. Όσο και αν προσπαθούσες να με ζεστάνεις δε τα κατάφερνες μόνο την τελευταία στιγμή που τραβιόσουν μακριά μου.

Δεν πρέπει, σου είπα, εγώ αυτή την φορά. Και η ειρωνεία μου σε ενόχλησε, μια πολύ που πρόλαβα να το πω πριν από εσένα.

Εκείνο το βράδυ με φιλούσες μόλις ζεσταινόμουν και με άφηνες μέχρι να ξεπαγιάσω για να αρχίσεις πάλι τα παιχνίδια σου. Με πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά σου και ξύπνησα μακριά σου. Μου έφερες ένα τσιγάρο στο στόμα και απέμεινες ακίνητος να δεις αν ο καπνός είχε αλλάξει καθόλου την ήδη σχηματισμένη γνώμη του για εσένα. Μα κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Δεν φύσηξα τον καπνό εκείνο το πρωί προς εσένα, τον άφησα να συναντήσει το ταβάνι, μέχρι να του φανερωθεί από ψηλά το ανοιχτό παράθυρο.

Και όταν κρύωσα πάλι, πήγες να με αγκαλιάσεις. Τράβηξες τα πόδια μου γύρω σου, και προσπάθησες να χώσεις την μύτη σου, στον δικό μου λαιμό. Μα ήμουν τόσο κουρασμένη για επαναλήψεις που σε έσπρωξα με δύναμη μακριά. Έπεσες με δύναμη στο μαξιλάρι και δε με κοίταξες.

Ούτε όταν η πόρτα με υποδέχτηκε με κοίταξες.

Την τελευταία φορά που με φίλησες, με τσίμπησες δυνατά. Τρομαγμένη, ξαφνιάστηκα από την αντίδραση σου. Με ξανατράβηξες κοντά σου για να επαναληφθεί η πράξη που τόσο βίαια είχες διακόψει. Άνοιξα τα μάτια μου, για να σε δω για τελευταία φορά από τόσο κοντά. Είχες και τα δικά σου ανοιχτά και με παρατηρούσες. Ήθελα να τα κλείσω για να μην χαραχτείς βαθύτερα στην αρρωστημένη μνήμη μου, αλλά δε με άφηνες. Με δάγκωνες με όσο δύναμη διέθετες για να παραμείνουν κόκκινα τα χείλη μου, όταν αποχωρίστηκαν τα δικά σου.

Άνοιξα την πόρτα και όταν κατέβαινα τις σκάλες δε γύρισα να σε κοιτάξω που στεκόσουν στο κατώφλι σου. Ούτε άλλαξα γνώμη για να σε μεταπείσω. Έμεινα να δαγκώνω τα χείλη μου, μιμούμενη εσένα, ώσπου ξύπνησα – στο κρεβάτι μου αυτή τη φορά.