Wednesday, January 13, 2010

Γιατί το τραγούδι αυτό, πάντα να λέει δε μπορώ, γιατί και συ με σπρώχνεις στο κενό, δε σε συγχωρώ, δε σε συγχωρώ…

Η φωνή της Ευσταθίας, αντηχούσε στα αυτιά μου, σαν τη φωνή του γρύλου στον Πινόκιο. Καμία φορά, οι στίχοι των τραγουδιών παρουσιάζονται με σκέψεις τις συνείδησης σου.

Πόσα τραγούδια άκουσα, γραμμένα γύρω από ένα γιατί. Να το φωνάζουν και στον ρυθμό του να χοροπηδούν αρμονικά. Πόσες σκέψεις μου πνιγήκανε στην άβυσσο του. Μα αν προσπάθησαν ποτέ να σκαρφαλώσουν στην επιφάνεια, δε το κατάλαβα ποτέ. Πόσες στάχτες εξαφανίστηκαν μέσα στα πύρινα σου μάτια. Και όλα αυτά για να μην μάθω ποτέ μου το γιατί.

Τύλιγα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό σου και άφηνα τη μύτη μου να χωθεί στην καμπύλη που έκρυβε τη μυρωδιά σου περισσότερο από κάθε άλλο μέλος σου. Έκλεινα τα μάτια και δε σκεφτόμουν τίποτα. Εκείνες τις ώρες μόνο, άδειαζε ο νους μου. Μα γέμιζε αργότερα. Φόβο.

Όχι, όχι. Φόβο, γέμιζε ο δικός σου. Μα τον μοιραζόμουν και εγώ μαζί σου κατά ένα παράξενο τρόπο. Με άγγιζες και έβλεπα τις σκέψεις σου να μπουσουλάνε πάνω στους αγκώνες μου, να γαντζώνονται από τα μπράτσα μου και να εισέρχονται μέσα μου από τον δαιδαλώδη λαβύρινθο του αυτιού μου. Δεν είχαν τα κερένια φτερά του Ικάρου για να πετάξουν μακριά μου. Τότε με τρόμαζες και τραβιόμουν μακριά σου. Μα πριν, είχες τραβηχτεί πρώτος εσύ.

Κουλουριαζόμουν και αγκάλιαζα τα πόδια μου. Αισθανόμουν τα χέρια μου, προεκτάσεις των δικών σου. Δεν κατάλαβες ποτέ γιατί χαμογελούσα τόσο. Ήταν που νόμιζα ότι με αγκάλιαζες εσύ εκείνες τις στιγμές.

Το χαμόγελο έσβηνε και τα χείλη μου άνοιγαν. Όχι για να δεχτούν τα φιλιά σου, μα για να διώξουν το βάρος υπό την μορφή του καπνού. Έκανε κύκλους γύρω σου μα δε σε πλησίαζε ποτέ. Όσο και αν τον προωθούσα σε εσένα, εκείνος σε απέφευγε. Ήταν τόσο περίεργη αυτή η σκηνή που με έκανε να γελάω πάντα. Και εσύ απορούσες τι βρίσκω τόσο αστείο. Δε σου πα ποτέ, πως ο καπνός είχε προφητικές ιδιότητες μαζί σου.

Δε μιλούσες πολύ. Μόνο με κοίταζες. Μα το βλέμμα σου έμοιαζε κενό και αγκαλιαζόμουν και πάλι πάνω στο παχύ πανωφόρι του κρεβατιού σου. Τα πόδια μου κρύωναν και τα δάχτυλα μου προσπαθούσαν να αγγίξουν τις πατούσες μου. Με έβαζες να τυλίξω τα πόδια μου γύρω σου και έχωνες το κεφάλι σου στον κόρφο μου. Ένιωθα την αναπνοή σου ρυθμικά να πάλλεται πάνω στο στήθος μου. Ήθελα να ηρεμήσω εκείνες τις στιγμές, μα αδυνατούσα. Η καρδιά μου ούρλιαζε στις αρτηρίες της - εργάτριες επίμονες. Δεν πρόσεξες ποτέ τα κόκκινα μάγουλα μου, εκείνες τις στιγμές. Αποκοιμιόσουν πάνω μου και εγώ απέμενα να χαϊδεύω τα μαλλιά σου με τον ίδιο μονότονο ρυθμό για να μην σε ξυπνήσω.

Όταν καταλάβαινες πως σε πήρε ο ύπνος, τραβιόσουνα μακριά και γινόσουνα πάλι ανήσυχος. Ήξερα τι σε ταλάνιζε, αλλά δε στο πα ποτέ. Συνέχιζα να φυσάω τον καπνό προς το μέρος σου, μήπως αποφασίσει να δοκιμάσει καινούργιο μονοπάτι αυτή τη φορά. Μάταια.

Ύστερα ξάπλωνες και τέντωνες τα πόδια σου, πιασμένος από την αγκαλιά μου. Ερχόμουν και κουλουριαζόμουν σα μωρό, δίπλα σου. Ήθελα να σε ακουμπήσω αλλά δε το τολμούσα. Ήξερα ότι θα ηλεκτριστώ και οι σπινθήρες θα φωτίσουν το σκοτεινό δωμάτιο σου. Μας άρεσε το σκοτάδι.

Ερχόσουν δίπλα μου ολοένα και περισσότερο και εγώ ακουμπούσα τον τοίχο. Φυλακισμένη έμοιαζα. Άφηνες το άγριο σου πρόσωπο να γδάρει την κοιλιά μου και ύστερα μετανιωμένος φιλούσες τις χαρακιές που εσύ, ο ίδιος, είχες προκαλέσει. Ακουμπούσα τα μαλλιά σου και έχανα τα δάχτυλα μου μέσα στο κεφάλι σου. Για να μην σε αφήσω να φύγεις.

Τα δάχτυλα σου παγωμένα αγγίζανε τα πόδια μου και εκείνα δίχως βούληση σου παραδινόντουσαν. Ήμουν τόσο παγωμένη μέσα στα μαύρο ρούχα μου που ούτε το βάρος του κορμιού σου μπορούσε να με ζεστάνει. Σε ένιωθα να πιέζεσαι πάνω μου, να προσπαθείς να απομακρύνεις την ψυχρότητα του, μα εκείνο αρνιόταν επιδεικτικά να σε δεχτεί. Πείσμωνες ακόμη περισσότερο και προσπαθούσες. Μα την στιγμή που αφηνόμουν στην ανταπόκριση και ένιωθα τα μάτια σου να καίνε πάνω μου, τύλιγες τα χέρια σου στα δικά μου και τραβιόσουνα και πάλι μακριά μου.

Δε σου μίλησα, αλλά ήξερες τι σκεφτόμουν. Είχα μονίμως ένα γιατί στο μέτωπο μου, δίπλα σου. Δεν πρέπει, μου απάντησες, δίχως να σε ρωτήσω. Μαζεύτηκα στην γωνιά μου και με τράβηξες στην αγκαλιά σου. Τώρα τα δικά μου, παγωμένα δάχτυλα τραγουδούσαν στην κοιλιά σου και τα χείλη μου σου ψιθύριζαν σε γλώσσα μη ακουστική. Βούλιαξες τα δάχτυλα σου στα μαλλιά μου και τράβηξες το πρόσωπο μου απέναντι στο δικό σου. Δεν πρέπει, ξανά πες και με φίλησες. Δεν ήθελα να το δεχτώ το φιλί σου. Τίποτα δεν ήθελα να δεχτώ μα σαν ένιωσα τα υγρά σου χείλη να ψελλίζουν στα δικά μου, ξεκλείδωσα τις αλυσίδες της θέλησης μου και την άφησα ελεύθερη.

Ένιωθα τα κρύα σου χέρια να περπατάνε πάνω στην πλάτη μου και ανατρίχιαζα σε κάθε τους βήμα. Κρύωνα τόσο πολύ δίπλα σου. Όσο και αν προσπαθούσες να με ζεστάνεις δε τα κατάφερνες μόνο την τελευταία στιγμή που τραβιόσουν μακριά μου.

Δεν πρέπει, σου είπα, εγώ αυτή την φορά. Και η ειρωνεία μου σε ενόχλησε, μια πολύ που πρόλαβα να το πω πριν από εσένα.

Εκείνο το βράδυ με φιλούσες μόλις ζεσταινόμουν και με άφηνες μέχρι να ξεπαγιάσω για να αρχίσεις πάλι τα παιχνίδια σου. Με πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά σου και ξύπνησα μακριά σου. Μου έφερες ένα τσιγάρο στο στόμα και απέμεινες ακίνητος να δεις αν ο καπνός είχε αλλάξει καθόλου την ήδη σχηματισμένη γνώμη του για εσένα. Μα κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Δεν φύσηξα τον καπνό εκείνο το πρωί προς εσένα, τον άφησα να συναντήσει το ταβάνι, μέχρι να του φανερωθεί από ψηλά το ανοιχτό παράθυρο.

Και όταν κρύωσα πάλι, πήγες να με αγκαλιάσεις. Τράβηξες τα πόδια μου γύρω σου, και προσπάθησες να χώσεις την μύτη σου, στον δικό μου λαιμό. Μα ήμουν τόσο κουρασμένη για επαναλήψεις που σε έσπρωξα με δύναμη μακριά. Έπεσες με δύναμη στο μαξιλάρι και δε με κοίταξες.

Ούτε όταν η πόρτα με υποδέχτηκε με κοίταξες.

Την τελευταία φορά που με φίλησες, με τσίμπησες δυνατά. Τρομαγμένη, ξαφνιάστηκα από την αντίδραση σου. Με ξανατράβηξες κοντά σου για να επαναληφθεί η πράξη που τόσο βίαια είχες διακόψει. Άνοιξα τα μάτια μου, για να σε δω για τελευταία φορά από τόσο κοντά. Είχες και τα δικά σου ανοιχτά και με παρατηρούσες. Ήθελα να τα κλείσω για να μην χαραχτείς βαθύτερα στην αρρωστημένη μνήμη μου, αλλά δε με άφηνες. Με δάγκωνες με όσο δύναμη διέθετες για να παραμείνουν κόκκινα τα χείλη μου, όταν αποχωρίστηκαν τα δικά σου.

Άνοιξα την πόρτα και όταν κατέβαινα τις σκάλες δε γύρισα να σε κοιτάξω που στεκόσουν στο κατώφλι σου. Ούτε άλλαξα γνώμη για να σε μεταπείσω. Έμεινα να δαγκώνω τα χείλη μου, μιμούμενη εσένα, ώσπου ξύπνησα – στο κρεβάτι μου αυτή τη φορά.