Sunday, July 19, 2009

Μπλέντερ


Εδώ είμαι και πάλι, να συνομιλώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τις φωνές του μυαλού μου. Ρινίσματα υπνωτικού χαπιού και άσπρη σκόνη έχουν πασπαλείψει τον εγκέφαλό μου σαν ταλκ. Είναι για ν' αρθρώνει αβίαστα τις εικόνες που αυτή την ώρα μου χαρίζει με μωρουδένια υπερένταση.

Μου αφηγείται πόσο σημαντικό είναι να έχεις μια γερή αίσθηση, μια συμπαγή και ξεκάθαρη εικόνα στο μυαλό σου προτού αποφασίσεις να την επικοινωνήσεις. Αν θα 'ναι με μορφή λέξεων, χρειάζεται χειρουργική ακρίβεια η επιλογή και σύνθεσή τους. Αν θα 'ναι μέσα από μια ζωγραφιά, τότε πρέπει να εστιάσεις πολύ σ' εκείνο το χοντρό κορμό του δέντρου που γέρνει προς ένα ιριδίζον τοπίο κάποιο λυκόφως. Είναι δηλαδή σημαντικό να διοχετεύσεις ποσότητες σκέψης και να τις συγκεντρώσεις όσο μπορείς περισσότερο. Έτσι θα 'χεις μπροστά σου κάτι απτό που θα προσεγγίζει πιστά την πραγματική μορφή του. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος όταν εργάζεσαι, να συγκεντρώνεσαι όταν συνομιλείς, όταν ζεις την εβδομαδιαία σου καθημερινότητα. Γιατί αν δεν είσαι συγκεντρωμένος, εκεί που θα θέλεις να πλάσεις ακόμα και την πιο κοινή λέξη, όπως "καλημέρα", μπορεί να μπλεχτείς και να μπερδέψεις κομμάτι ξένης σκέψης. Αναλογίζεσαι παράλληλα τα υπέροχα χέρια του που δεν ξέρεις αν υπάρχει ποτέ περίπτωση να σ' αγγίξουν ξανά κι έτσι παραγκωνίζεται αβίαστα το "καλή" και σου μένει σκέτη η "μέρα". Θα 'ναι μια μέρα που μετά από αυτό το ανακάτεμα θα περιέχει ίσως και άλλα μέρη του σώματός του, όπως το θεσπέσιο λαιμό που φίλαγες, τα χείλη που χάιδευες, τα μάτια που σε κοιτούσαν με γλύκα και που λαχταράς. Θα 'ναι μια μέρα που, μόλις κλείσεις την πόρτα της εισόδου το βράδυ και αφήσεις να γλιστρήσουν τα κλειδιά στο μπολ, θα 'χει περάσει χωρίς καν να την έχεις ζήσει. θα 'σαι ζαβλακωμένος. Η σκέτη "μέρα" που ψέλλισες σα μουντρούχος το πρωί ήταν μόνο το ένα κομμάτι της σκέψης-υβριδίου σου. Τη συμπληρώνει αυτό το χέρι που ήταν μέσα στο κεφάλι σου. Πέραν του ότι ανακάτευε με τα δάχτυλα το σύμπαν εκεί μέσα, σ' έκανε να ζήσεις τη μέρα εν μέρει. Η μισή ήταν σ' έναν κόσμο πραγματικό που αντιμετώπιζες με κοφτά λόγια και προφανή δυσθημία. Η άλλη μισή ήταν χαμένη μέσα στο μπλέντερ που σε χτύπαγε με αβγά εκείνο το χεράκι... (t.b.c.)

Thursday, July 16, 2009

το φάντασμα



Τελευταία έχω να κάνω με πολλά φαντάσματα.
Έρχονται και μου κάνουν παρέα, εκεί, στον καναπέ. Παρακολουθούμε μαζί τις καλοκαιρινές επαναλήψεις των σειρών του Μέγκα. Και όταν βαρεθούμε μου διηγούνται ιστορίες. Ιστορίες για φαντάσματα. Αληθινές ιστορίες για φαντάσματα!

Ένα ακόμη ανολοκλήρωτο κειμενάκι. Επίκαιρο! Αύριο είναι της Αγιάς Μαρίνας. Βαρύ μεσημέρι! Μην βλαστημήσετε κάτω από συκιά!



- Μωρή μάνα, μη τους λες τέτοια πράγματα, το βράδυ δεν θα μπορούνε να κοιμηθούνε πάλι!
- Εγώ; Ευτούνα μου το ζητάνε συνέχεια! Το λοιπό, έφυγε, έφυγε, ακούτε! Έτσι λέγανε, ότι τση Αγίας Μαρίνας, στις 17 του Ιούλη, στη μέση ακριβώς του καλοκαιριού, πιάνουμε τα μάγια! Τα πάνε οι μάγισσες και τα πετάνε αχαράματα στη θάλασσα και μετά, άμα πας εσύ, σε πιάνουνε. Γι αυτό εκείνη τη μέρα να μη πηγαίνετε για μπάνιο. Ξέρω εγώ, τι πάει και κάνει εκεινή εκεί, η Φασούλαινα, που μας μισεί! Αφού λένε ότι την έχουνε δει να βγαίνει από μία που δένει μάγια, στη στροφή, στην ανηφόρα για το λόφο του Στράνη.
- Γιαγιά, γιαγιά, εσύ έχεις δει ποτέ νεράιδα;
- Αμήήή! Ναι, ένα μεσημέρι, Αγίας Μαρίνας! Μικρές ήμασταν και εγώ και η θεία, η αδελφή Καρούμπα. Και, όπως και εσείς, δε θέλαμε να κοιμηθούμε το μεσημέρι, θέλαμε να βγούμε όξω και να παίξουμε. «Μωρέ, μη βγείτε όξω, είναι βαρύ τούτο το μεσημέρι» μας έλεγε ο κακομοίρης ο πατέρας μας, ο μακαρίτης, να ναι καλά η ψυχούλα του. Αλλά που να πάρουμε χαμπάρι εμείς. Και μόλις ανοίγουμε την πόρτα τσοι είδαμε! Χεστήκαμε απάνου μας!
- Πώς ήταν, πώς ήταν;!
- Ουουου, τεράστιες, ψηλές σα κυπαρίσσι. Λιγνές. Και πανέμορφες, με μακριά, κατάμαυρα μαλλια!
- Και τι σας είπανε;
- Τίποτα, τι να μας πούνε; Νόημα μας κάνανε, να πάμε μαζί τους!
- Και τι κάνατε;
- Όπου φύγει, φύγει! Δώσαμε μία πορτία και τρέξαμε στο κρεβάτι μας και σκεπαστήκαμε από το κεφάλι. Και ετρέμαμε από το φόβο μας. «Καλά να πάθετε», μας έλεγε ο κακομοίρης ο πατέρας μας! «Αφού δεν ακούτε». Γι αυτό, δεν κάνει να βγαίνετε όξω το μεσημέρι, τα καλοκαίρια!
- Και τι φορούσανε;
- Κάτασπρα φορούσανε, κεντημένα φορέματα, και αστράφτανε τόσο που σου στραβώνανε τα μάτια! Αμή μία άλλη φορά;
- Τί;
- Πάλι δεν ακούγαμε το πατέρα μας και θέλαμε να βγούμε όξω μεσημέρι, και μας λέει η μάνα μας, αφού θα βγείτε, πάρτε τούτο το καλαθάκι και πηγαίνετε στο χωράφι να μαζέψετε λίγο μπιζέλι. Και πήγαμε. Εγώ μάζευα ας πούμε εδωπά, που ήτανε ο φράχτης, και λίγο πιο πέρα η αδελφή Καρούμπα. Και όπως πλησίαζα στο φράχτη, τι να ’δω από την άλλη μεριά;!
- Τι, τί;
- Ένα διάσκατζο!
- Αααα!
- Σουουου μωρέ, θα μας φέρουνε την αστυνομία, κοιμούνται, μεσημέρι είναι! Μη φωνάζετε, δεν θα σας πω τίποτα άλλο!
- Και πώς ήτανε γιαγιά;
- Δεν μπορείτε να φανταστείτε! Ήτανε ένα μικρό ανθρωπάκι, τόσο μικρό, με μία φάτσα ζαρωμένη, σα γέρος, με κόκκινα ρούχα και μακριά κόκκινα νύχια και μου έλεγε «έεεελα, έεεελαααα» και μου έκανε έτσι τα νύχια, γρούτσου, γρούτσου!
- Και τι έκανες εσύ;
- Λέω «μωρή αδελφή, έλα να δεις» και με το που το βλέπει και η αδελφή Καρούμπα, πετάξαμε αλλού το καλαθάκι, αλλού το μπιζέλι και πήγαμε του σκοτωμού στη μάνα μας!
- Μωρή γιαγιά, μήπως είχε έρθει ο πατέρας σας να σας φοβίσει;
- Όχι παιδάκι μου! Γιατί πες στα μούτρα να είχε βάλει μουτσούνα και είχε κολλήσει και ψεύτικα νύχια, αλλά πώς ήτανε μικρό ανθρωπάκι; Άμα δε με πιστεύετε, ρωτήστε την αδελφή Καρούμπα την άλλη φορά που θα έρθει.

Όλο να τη ρωτήσουμε θέλαμε την αδελφή Καρούμπα αλλά όλο το ξεχνάγαμε όποτε ερχόταν. Γιατί φώναζε από μακριά τη γιαγιά «Αθηνάαα. Αθηνάαα» αγκομαχώντας που ανέβαινε την ανηφόρα, μήπως και δεν ήτανε στο σπίτι η γιαγιά και ανέβαινε τσάμπα. Και η γιαγιά απαντούσε με μία φωνή που έβγαινε από τα σπλάχνα της και τώρα θα την έλεγα φωνή όπερας «έεεεελαααα μωρήηηη Καρούουουμπαααα»! Εμείς τρέχαμε και στριφογυρίζαμε γύρω από τη θεία και φωνάζαμε «ήρθε η αδελφή Καρούμπα, ήρθε η αδελφή Καρούμπα»! Και αφού ξελίγωνε η θεία άρχιζε να λέει πικάντικες ιστορίες, για τότενες που πηγαίνανε για αγριολάχανα με τη γιαγιά στα χωράφια του Παπα-Μπάμπη και εκείνος κρυβότανε πίσω από τα δέντρα για να βλέπει τα μηρία τους, που σκύβανε για να κόψουνε τα λάχανα. Και κατέληγε πάντα να σκαρφαλώνει πάνω στο τσιμεντένιο τραπέζι που είχε χτίσει ο παππούς στη μέση της αυλής και να λέει ένα τραγουδάκι πολύ αστείο, που και τι δεν θα έδινα να το ξαναάκουγα. Θυμάμαι μόνο που έλεγε κάτι για «από πίσω και από μπρος» με κατάλληλες κινήσεις και χειρονομίες, και η επίσκεψη τελείωνε με ατελείωτα χαχανητά και ξεκαρδίσματα απ’ όλη τη γειτονιά και με τις βλαστήμιες του παππού, που μην άκουγε άνθρωπο να γελάσει, του έμπαινε ο διάολος μέσα του!





Μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι που να θυμηθείς να ρωτήσεις την αδελφή Καρούμπα για το διαολάκι στο χωράφι με το Μπιζέλι όταν ήτανε μικρή. Και τώρα πια είναι αργά για να τη ρωτήσω είτε για ανθρωπάκια, είτε για το τραγουδάκι με το «από πίσω και από μπρος». Μετά από καμιά δεκαετία που η θεια σταμάτησε να μιλάει και να σηκώνεται από το κρεβάτι της, από τότε που γύρισε από την κηδεία του γιου της, πέθανε και ησύχασε, και πήρε μαζί της τις όμορφες και φασαριόζικες ιστορίες της. Δεν μου το είχαν πει αμέσως οι δικοί μου. Με θεωρούν πολύ ευαίσθητο και μου τα λένε πάντα με μια καθυστέρηση μερικών μηνών από το τηλέφωνο. Ξαφνικά, εκεί που δεν συμβαίνει τίποτα, καθώς μιλάμε με την μητέρα στο τηλέφωνο, αρχίζει τα κλάματα. «Θυμάσαι τότε, πριν τρεις μήνες, που δεν με άκουσες στο τηλέφωνο καλά και με ρώτησες τι έχω και σου είπα τίποτα; E, είχε πεθάνει η αδελφή Καρούμπα».

Για τη μαμά πάντα είμαι εκείνο το αγοράκι που όλο ήθελε να ακούει τις ιστορίες με φαντάσματα της γιαγιάς και το βράδυ δεν ήθελε να κοιμηθεί μόνος του στο κρεβάτι και έκλαιγε. Μα η αλήθεια είναι ότι δεν φοβόμουνα από μόνος μου τόσο εκείνα τα βράδια. Ο αδελφός μου με φόβιζε. Πάνω από το κρεβάτι μου περνούσε το πουρί μιας σόμπας. Μαύρο. Ε, εκεί που γλάρωνα άκουγα τον αδελφό μου να μου λέει με μία υποχθόνια φωνή «νάτο, νάτο, το βλέπω, βγαίνει ένα χέρι από το σωλήνα, έρχεται καταπάνω σου»! Και τι δεν είχα κάνει σε κείνο το πουρί για να μην το φοβάμαι, του κρέμαγα μπαλόνια, κουκλάκια, οτιδήποτε. Στην αρχή προσπαθούσα να μην φωνάζω γιατί φοβόμουνα μην έρθει ο μπαμπάς και μου δώσει καμιά με την ζώνη του, πάνω από τα σκεπάσματα (παρόλα αυτά και αυτό πονούσε). Οπότε απλά κοιτούσα το πουρί και κατάφερνα να συνηθίσω τα μάτια μου στο σκοτάδι να το διακρίνουν και να παρακολουθώ αν θα βγει κανένα χέρι. Όμως από την άλλη ερχόταν ο αδελφός μου. Σέρνονταν στο πάτωμα, και πετάγονταν ξαφνικά το χέρι του να με αρπάξει μέσα στο σκοτάδι. Ε, τότε άρχιζα τα ουριαχτά, τις έτρωγα από τον μπαμπά - βεβαίως ο αδελφός μου επέμενε ότι δεν είχε κάνει τίποτα και η μαμά μονολογούσε ότι έφταιγε η γιαγιά με τις ιστορίες της – και τελικά κοιμόμουνα στο κρεβάτι της μαμάς και του μπαμπά, από την πλευρά της μαμάς, αφού ο μπαμπάς ήταν θυμωμένος.

Εκεί, με την ασφάλεια της μαμάς, δίπλα, σκεφτόμουνα και τις άλλες ιστορίες της γιαγιάς, και δεν φοβόμουνα. Όχι, όχι, φήμες ήταν ότι ήμουν φοβητσιάρης…

- Εκείνα τα χρόνια που ήμουνα μικρή λέγανε ότι όταν χτίζανε σπίτι, άμα τύχαινε να πλακώσει την σκιά ζωντανού η πρώτη πλάκα, θα πέθαινε μέσα στο χρόνο και θα στοίχειωνε το σπίτι. Ε, τότε που ο πατέρας μου έχτιζε το σπίτι μας, πλακώθηκε η σκιά ενός μεγάλου, πανέμορφου σκύλου. Είχε δύο τεράστια μάτια, σαν σμαράγδια! Όταν εμπήκαμε μέσα στο σπίτι, στη σάλα είχαμε ένα μεγάλο, ξύλινο κομό. Ωραίο, σκαλιστό, πολύ παλιό. Και αποκάτου, το βράδυ, άμα κοίταζες έβλεπες τα μάτια του σκύλου που λάμπανε καταπράσινα!
- Και τί κάνατε;
- Τίποτα. Σκύβαμε όλα τα αδέλφια, γιατί δεν ήμασταν μόνο εγώ, η αδελφή Καρούμπα και ο Αντώνιος ο Σκαπατσώνης. Είχαμε και άλλα αδέλφια, από τον πατέρα μας, που είχανε άλλη μάνα. Την είχε χωρίσει ο συχωρεμένος γιατί όλα τα παιδιά τους βγαίνανε μουρλά και μετά πήρε τη μάνα μας. Τρία αδέλφια είχαμε, πιο πολύ θυμάμαι το Μίμη, τ’ άλλα πεθάνανε στη Κατοχή...
- Γιαγιά και τί κάνατε στα μάτια του σκύλου;
- Τα κοιτάγαμε και μας κοιτάγανε. Και λέγαμε στο Μίμη που ήτανε παρμένος «πιάστα μωρέ Μίμη να δούμε, μπορείς» και έκανε εκείνος έτσι αλλά δεν τα έπιανε, ήτανε αέρας, πέρναγε από μέσα τους το χέρι του!
- Και δεν φοβόσαστε;
- Όχι, τί να φοβηθούμε, αφού δεν μας έκαναν τίποτα, ξέραμε ότι ήταν το στοιχειό του σπιτιού.
- Εγώ γιαγιάκα θα φοβόμουνα πολύ!
- Όχι, δεν ήταν κακό το στοιχειό. Άλλα στοιχειά ήταν κακά. Κάτσετε να σας πω! Εδωπά, αποπάνου, στις σκάλες, ήτανε προσεισμικά το σπίτι μίας γριάς, της Κουμούταινας. Ξαφνικά, από μία εποχή και μετά η Κουμούταινα πλούτισε. Τί τουαλέτες, καπελίνα με φτερά, μεταξωτά, παλτά, γούνες, χρυσαφικά, ω, ω! Και δώστου χτενίσματα και οπερέτες. «Μωρέ που τα βρίσκει η Κουμούταινα τα λεφτά, μωρέ που τα βρίσκει», λέγαμε ούλη η γειτονιά! Μία μέρα, ξαφνικά, ένα μεσημέρι ακούστηκαν φωνές, βογγητά, «ω με σκοτώνει» φώναζε η Κουμούταινα! Έτρεξε ούλη η γειτονιά! Και τί να δούμε!
- Τί, τί;
- Τη Κουμούταινα, χάμου, σακατεμένη! Αιματοκυλισμένη! Μπλάβα ήτανε ούλα τα κρέατά της! Και τα ξέρασε ούλα. Είχε λέει στο σπίτι της ένα ανθρωπάκι που της έφερνε συνέχεια λεφτά. Δεν την πείραζε αλλά πήγαινε και της έσβηνε πάντα το καντήλι, δε το ήθελε αναμμένο. Ε, μέχρι και μία μέρα είχε το νευρικό της η Κουμούταινα και το έστειλε στο διάολο! Ε, με το που το έστειλε στο διάολο, εκείνο τη σάπισε στο ξύλο, πήρε και τα λεφτά και πήγε καλιά του!
- Γιατί γιαγιά;
- Ε, μα δε το ξέρετε; Δεν είναι για καλό παιδάκι μου ευτούνα. Στη αρχή ο διάσκατζος σου δίνει καλά, λεφτά, λούσα, μέχρι να σε κάνει του χεριού του και μετά σε καταστρέφει!

Οι ιστορίες με τα μικρά ανθρωπάκια είναι από το αγαπημένο μοτίβο στο νησί. Τόσο που σε κάνει να το πιστέψεις. Και σαν μικρό παιδί να παραπονιέσαι που δεν συναντάς και εσύ ένα μικρό ανθρωπάκι, να σαν εκείνο το κοκκινομάλλικο, τον Φρου-φρού! Μια εντυπωσιακή διήγηση είχα ακούσει και από τον νονό ενός ξαδέλφου, σε ένα εορταστικό σαλόνι του νησιού. Ορκίζονταν ο άνθρωπος ότι στο παλιό σπίτι που ζούσε, στο ισόγειο είχανε το στάβλο, με τα άλογα. Και κάθε βράδυ τα άλογα αφηνιάζανε. Κατέβαινε να δει τί γινόταν και τα έβλεπε με κοτσιδάκια, πλεξούδες δεμένες τα μαλλιά τους και ένα ανθρωπάκι να πηδάει από άλογο σε άλογο και να τους τραβάει τις τρίχες! Και εκείνα χλιμιντρούσαν αφηνιασμένα. Εκείνον δεν τον πείραζε το ανθρωπάκι, αλλά το φοβότανε και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η γυναίκα του ορκιζόταν ότι ήταν αλήθεια και ότι και εκείνη είχε δει τις πλεξούδες στα άλογα αλλά δεν έβλεπε το ανθρωπάκι. Εμφανιζόταν μόνο σε εκείνον που ήτανε ελαφροΐσκιοτος. Και πήρανε απόφαση να πουλήσουνε το σπίτι και να πάρουνε άλλο για να ησυχάσουνε.


Απορούσα που αυτό το ανθρωπάκι το φοβότανε. Εμένα μου ακούγονταν αστείο διαολάκι. Και έκανα με την φαντασία μου μικρά ανθρωπάκια τα πλέιμομπίλ μου, τα έβαζα στη τσέπη μου και τους έβγαζα το κεφαλάκι έξω από την τσέπη μου για να βλέπουν. Τα μεσημέρια, στο φαγητό, έβαζα ένα τραπεζάκι και καρεκλίτσες, πιατάκια και ποτήρια, για να φάνε μαζί μας. Και ο μπαμπάς μου έκοβε κομματάκια από το φαγητό του και το έβαζε στα πιατάκια τους. «Φάτε» μας έλεγε, «μη τα μηρυκάζετε»! Και με έστελνε πάντα να του φέρω νερό ή ένα πιρούνι, γιατί το δικό του είχε πέσει κάτω, και μέχρι να γυρίσω τα πλέιμομπίλ είχαν φάει το φαγητό τους! Και μου έλεγε «άντε, αυτά το φάγανε, φάε και εσύ»!

Η μαμά, που είχε βαρεθεί να μαζεύει τα πλέιμομπίλ μου από παντού μέσα στο σπίτι αλλά και λυπόταν να χαλάει τις παραστάσεις που έφτιαχνα μαζί τους, μου άδειασε μια ντιβανοκασέλα από τα παλιά ρούχα που φύλαγε για χρόνια εκειμέσα, και μου είπε ότι εκεί μπορούσα να στήσω το παλάτι των πλέιμομπίλ μου. Ήταν τέλειο! Είχα δύο ολόκληρα σχεδόν μέτρα μέσα στο κουτί του ντιβανιού για τα δικά μου ανθρωπάκια! Και μια από τις σκέψεις που με καθησύχαζαν τα βράδια που φοβόμουν ήταν ότι τα πλέιμομπίλ μου ζωντάνευαν. Ευχόμουν να μπορούσα έστω για λίγο και εγώ, με έναν μαγικό τρόπο να μίκραινα και να έπαιζα μαζί τους. Μπορώ να πω ότι σχεδόν ήμουν ερωτευμένος με την πρωταγωνίστρια των πλέιμομπίλ μου, την Φρου – Φρίνα! Νομίζω ότι και οι πρώτες μου σεξουαλικές αναζητήσεις και πειραματισμοί με τα πλέιμομπίλ μου πραγματοποιήθηκαν. Άλλωστε… δεν μπορούσαν τα αδιάκριτα βλέμματα του σπιτιού να δουν πώς κοιμόταν τα πλέιμοπμίλ μου μέσα στην ντιβανοκασέλα. Τότε λοιπόν, καλά ήταν με τα μικρά φαντασματάκια μου. Αργότερα ήρθαν τα αληθινά φαντάσματα στη ζωή μου…





***οι φωτο από τα εγγλέζικα μνήματα, στη Ζάκυνθο.