Sunday, September 27, 2009

Αλλαγή μενού





Η έλξη μας ήταν πάντα αρρωστημένη. Όλα τα συναφή της, είχαν την ίδια αρρωστημένη φύση. Το πάθος, η χημεία, το άγγιγμα, το βλέμμα, το μίλημα. Ήταν όλα αρρωστημένα. Μοιάζει τόσο μακρινό, μα ταυτόχρονα τόσο κοντινό. Εξαιτίας σου, έγινα αυτό που τόσο μισούσα. Εξαιτίας σου, θέλησα τόσο να σου μοιάσω. Εξαιτίας σου, έστριβα μαχαίρια και βελόνες στις αλατισμένες μου πληγές για να γεμίσω έστω και δέκα σειρές, εν απουσία έμπνευσης.
Δε το συνειδητοποίησες ποτέ. Το μέγεθος. Έμοιαζε ελάχιστα στα γκριζοπράσινα σου μάτια. Τα έβλεπα να κυκλώνουν τις κατάμαυρες κόρες και με φόβιζαν. Ήθελα τόσο να τα καταλάβω. Ήθελα τα χέρια σου να γίνουν γκριζοπράσινα και να τυλίξουν εμένα την κατάμαυρη. Να σφίξεις το εβένινο δέρμα μου και να χαθούμε στο άσπρο του παρόντος.
Η μόνη ουσία του παρόντος είναι η ευμετάβλητη ιδιότητα του. Γίνεται αμέσως παρελθόν και μετατρέπεται σε μέλλον. Επεδίωκα να ενώσω τις φύσεις του. Με χέρια και με πόδια πάλευα να το καταφέρω. Το γυάλινο τείχος που τα διαχώριζε έμοιαζε να ναι από τιτάνιο. Έτσι, σε άφησα να γίνεις παρελθόν. Σε έσβησα από το παρόν. Δεν άφησα χώρο για να παρκάρεις στη στάθμευση του μέλλοντος – άλλωστε, δε το ήθελες κι εσύ.
Έχουν περάσει σχεδόν δυο χρόνια από τότε. Κάθε βράδυ ονειρευόμουν την μετουσίωση μου σε ελάφι. Εσύ ήσουν μια αρσενική Άρτεμις που δε σεβόταν το ιερό της ζώο. Ένα ζώο ήμουν – για σένα, που σε λάτρευα. Κάθε βράδυ ξυπνούσα την στιγμή που το βέλος με τρυπούσε στα αριστερά. Ζούσα την σκηνή που το χέρι σου απλωνόταν για να φτάσει το περιεχόμενο της φαρέτρας σου και να κρατήσει σταθερό το φονικό μου όπλο ανάμεσα στην τεντωμένη χορδή του τόξου σου. Προσπαθούσα να με αναγκάσω να ξυπνήσω πριν το βέλος βρει τον στόχο του. Προσπαθούσα να με πείσω για την ονειρική πλευρά σου, μα η αίσθηση ότι εμφανιζόσουν μπροστά μου με γλύκαινε. Τόσο που δε με άφηνα να ξυπνήσω. Μόνο όταν με σκότωνες ξυπνούσα. Προτού αφήσω την τελευταία μου πνοή πάνω στον σορό από κιτρινισμένα φύλλα. Ξυπνούσα. Κάθε νύχτα που τα αστέρια χανόντουσαν μέσα στο πέπλο από καυσαέριο ζούσα τη δολοφονία μου και αγωνιούσα αναμένοντας να ξανά βιώσω τον θάνατο μου – που εσύ μου προκαλούσες.
Και τώρα παρουσιάστηκες πάλι. Με το ίδιο πρόσωπο. Προσπαθώντας να με καλοπιάσεις. Σα να ήθελες το χτύπημα να ήταν πιο ελαφρύ, δίχως πόνο. Χάιδεψες το στιλπνό μου τρίχωμα καθώς μου ψιθύριζες στο ελαφίσιο μου αυτί, μια λέξη που ποτέ δεν πίστευα ότι θα ακούσω: « συγγνώμη». Ξαφνιάστηκα. Πετάχτηκα στα αδύναμα πόδια μου. Αδύναμα, γιατί δεν είχα αντοχή να τρέξω μακριά σου. Ακόμη και τώρα, η έλξη μου για σένα είναι αμετάκλητη. Προσπάθησες να με ηρεμήσεις. Δε θυμόμουν την τελευταία φορά που μου είπες γλυκόλογα. Μα έτρεμα σαν μου σιγομιλούσες. Και ύστερα σε είδα. Αργά και γρήγορα ταυτοχρόνως να τραβάς ένα ακόμη βέλος.
Σκέφτηκα πως δε θα ξανά συμβεί, το ίδιο. Πρόλαβα και φόρεσα την πανοπλία μου. Μα στην θέαση του ξύλινου βέλους σου λύγισε κι αυτή και έπεσε κάτω, αφήνοντας με εκτεθειμένη. Καθώς το βέλος άγγιζε την γούνα μου, δεν τσίριξα. Το υπέμενα καρτερικά. Τι είναι ακόμη μία φορά; Μα εσύ ταυτόχρονα μιλούσες. Δεν με άφηνες να υπομείνω το επαναλαμβανόμενο μαρτύριο μου. Δεν ήμουν το ιερό σου ζώο ποτέ. Και τώρα, βρήκες το κατάλληλο για να λατρέψεις. Μα εκείνο αρνείται τις θυσίες σου και τις χοές σου. Πριν ξεψυχήσω ήθελες να σου πω, πως θα καταφέρεις να πάρει τη θέση που κάποτε πίστεψα ότι είχα.
Και τότε βρέθηκα σε ένα βράχο. Αλυσοδεμένη. Γυμνή. Ανίκανη να κινηθώ. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα εδώ. Μακριά σου. Αλλά σε είδα να έρχεσαι. Είχες αλλάξει και συ μορφή. Ήσουνα πουλί. Σε έβλεπα να πλησιάζεις επικίνδυνα την σάρκα μου. Το ράμφος σου τριβόταν πάνω στο δέρμα μου, φλερτάροντας με το συκώτι μου. Έκλεισα τα μάτια μου για να μη σε δω να με ξεκοιλιάζεις. Κρατήθηκα να μην ουρλιάξω. Δε θα χε διαφορά – για σένα. Κρατήθηκα. Έσφιγγα τις γροθιές μου. Μα δε μπορείς να αποτρέψεις τα κλειστά μάτια από το να εφεύρουν τα δάκρυα. Έμοιαζαν σα διαμάντια καθώς κυλούσαν βρίσκοντας τον δρόμο τους στην αιματοβαμμένη μου σάρκα. Εκεί έπλυνες το ράμφος σου, μέχρι να καθαρίσει. Και ύστερα πέταξες μακριά. Ούτε το αίμα μου δεν ήθελες πάνω σου.
Κάθε βράδυ το συκώτι μου αναγεννιόταν. Και συ ερχόσουν για το καθιερωμένο σου πρωινό.
Μια σκέψη περνούσε από το μυαλό μου. Να μετουσιωθώ σε Ηρακλή. Να σπάσω τις ηφαίστινες αλυσίδες και να σωθώ από το αλλοπρόσαλλο βασανιστήριο σου. Ακόμη περιμένω την ολοκλήρωση της μεταμόρφωσης μου. Κάθε μέρα αλλάζει και ένα κομμάτι μου. Σήμερα έχω στην πλάτη μου ό, τι απέμεινε από το λιοντάρι της Νεμέας. Το τελικό στάδιο είναι τόσο κοντά. Οι αλυσίδες θα σπάσουν από λεπτό σε λεπτό. Δεν έχεις προσέξει την παραμικρή αλλαγή που δημιουργείται μπροστά στα μάτια σου. Επικεντρώνεσαι κάθε φορά στο γευστικό όργανο, που μοιάζει να λαχταράει να το κατασπαράξεις. Και όταν σπάω τις αλυσίδες, ο Ίκαρος μου δανείζει τα κερένια του φτερά και πετάω μακριά – σου.
Από αύριο, αλλάζει το μενού.

Sunday, September 13, 2009

C'est pas la mer(e) a boire

(λίγες σκέψεις για το τελευταίο βιβλίο της Άντζελας Δημητρακάκη «Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα»)




Η ποίηση και δη οι ποιητές -ενεργοί και εν δυνάμει-χαίρουν μιας ιδιότροπης εκτίμησης στη χώρα μας. Αν για τον εστέτ ο ποιητής αποτελεί αντικείμενο λατρείας για τον υπόλοιπο κόσμο χαίρει μάλλον χλευασμού.
Όταν πριν από λίγο καιρό ανέφερα σε μερικούς γνωστούς ότι είχα σκοπό να πάω σε μια βραδιά ποίησης το πρώτο πράγμα που ακούστηκε σαν σχόλιο ήταν η γνωστή αναφορά στον ποιητή Φανφάρα και την αντίστοιχη σκηνή απαγγελίας από το χιλιοπαιγμένο Ξύπνα Βασίλη...(Άσπρα κοράκια κτλ..) Έτσι όταν η φανταστική ποιήτρια Θαλασσία Ύλη -ουσιαστική αν και όχι τυπική πρωταγωνίστρια στο τελευταίο βιβλίο της Άντζελας Δημητρακάκη “Μέσα σ΄ ένα κορίτσι σαν κι εσένα”- ομολογεί ότι η βράβευσή της –και η «επισημοποίησή» της έτσι ως ποιήτριας- την έκανε να νιώσει ότι ο κόσμος θα την αντιμετώπιζε στο εξής ωσάν τον Φανφάρα -γιατί για τον μέσο Έλληνα αυτή είναι η φιγούρα του ποιητή- ουσιαστικά περιγράφει μια ακόμη θλιβερή αλήθεια της σύγχρονης πολιτιστικής μας πραγματικότητας. Μαζί με άλλες. Η ίδια εξάλλου η συγγραφέας μιλώντας για το βιβλίο της και τη σχέση του με την ποίηση λέει
«Σκέφτομαι ενίοτε ότι η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος ίσως υπήρξε μια πρόφαση για να γράψω, να διαβάσω, να σκεφτώ τι θα πει «ποίηση», όχι διαχρονικά, αλλά στη δική μας ιστορική συγκυρία.»*.
Αν και η προφανής και προσφιλής αρετή του βιβλίου είναι η πολύ γλαφυρή έως αμείλικτη περιγραφή της σύγχρονης Αθήνας μέσα από τα μάτια μιας άρτι επαναπατριζόμενης Ελληνίδας του εξωτερικού-της Ελληνοαμερικάνας αφηγήτριας – που τυγχάνει να ανήκει και σε μια μειονότητα που σπανίζει στην ελληνική λογοτεχνία -τη λεσβιακή-, για μένα το πιο ελκυστικό στοιχείο του βιβλίου είναι η σκιαγράφηση μιας άκρως ενδιαφέρουσας-όσο και αμφιλεγόμενης- γυναικείας προσωπικότητας. Αυτής της γνωστής- άγνωστης ποιήτριας που είναι και η ουσιαστική πρωταγωνίστρια του βιβλίου. Η ποιήτρια με το ιδιότροπο όνομα Θαλασσία Ύλη διαγράφεται μέσα από αποσπασματικές αναμνήσεις της αφηγήτριας και ερευνήτριας, μέσα από ανακοινώσεις συνεδρίων, σκόρπιους στοίχους της και απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις που τελικώς σχηματίζουν ένα από τα γοητευτικότερα- αλλά και προκλητικότερα- λογοτεχνικά γυναικεία προφίλ των τελευταίων χρόνων**.
Όπως στο φανταστικό βιβλίο Πορεία προς τον Αλ Μουτασίμ που περιγράφει στο ομώνυμο πεζό του ο Μπόρχες- συγγραφέας που τυγχάνει να είναι και δηλωμένη επιρροή της ποιήτριας μαζί με τον Σελίν και τη Ριτς- όπου τόσο ο ήρωας όσο και το βιβλίο περιγράφεται αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ, κάπως έτσι και η Θαλασσία Ύλη διαρκώς δεσπόζει χωρίς να υπάρχει μέσα στο βιβλίο. Και αυτή αλλά και το έργο της, που περιγράφεται ενίοτε ή δίνεται μόνο σε αποσπάσματα. Ακόμα και οι συνεντεύξεις της παρουσιάζονται ως ντοκουμέντα –στοιχεία της κόρης της και όχι ως δράση.
Προσωπικότητα με ένα μάλλον δυσμεταχείριστο βάρος αφού με την έντασή της καταστρέφει τόσο τον πυρομανή γιο όσο και την ομοφυλόφιλη κόρη μέσα από πράξεις πέραν ήθους και θεσμικών επιταγών. Πέρα από τις σεξουαλικές της ιδιαιτερότητες – ίσως και λόγω αυτών- η ποιήτρια ζει μια διπλή ζωή αυτή μιας καταπιεσμένης μητέρας-νοικοκυράς των Ελλήνων της διασποράς από τη μία και εκείνη μιας εκκεντρικής μυστηριώδους περσόνας διανοούμενης και ακτιβίστριας που γράφει ποιήματά της στους δρόμους ή τα δημοσιεύει σε φανζίν περιοδικά.
Η κόρη-αφηγήτρια περιφέρεται στην Αθήνα ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας της, από το Κολωνάκι στα Εξάρχεια, μεταξύ πανάκριβων βιτρινών και δακρυγόνων σαν μέσα σε τρανς. Νοικιάζει ένα παρακμιακό διαμέρισμα στην πλατεία Θεάτρου, αγανακτεί με τις εταιρίες τηλεφωνίας, πάει σε πάρτι, τρομάζει με τους καυγάδες από το φωταγωγό, δεν της φτάνει ο μισθός της, γίνεται ανάδοχος γονέας ενός παιδιού από την Αφρική, προσπαθεί να κάνει φίλους, να επικοινωνήσει με την νεαρή –και «μέσα στα πράγματα»- ξαδέρφη της, να συμφιλιωθεί γενικώς με την παράλογη-εκ των πραγμάτων- Αθηναϊκή πραγματικότητα και να ξεπεράσει αφενός το δηλητηριώδες μίσος της για τον φαλλοκράτη πατέρα της και αφετέρου δυο μεγάλες απώλειες. Αυτή της συντρόφου της με την οποία χώρισαν μετά από μια σοβαρή και πολύχρονη σχέση και φυσικά της μητέρας της με την οποία είχε μια απόλυτη σχέση εξάρτησης. Με άξονες λοιπόν από τη μία ένα πολύ πρόσφατο Αθηναϊκό σκηνικό – αυτό του 2006-2007 που η συγγραφέας βρισκόταν στην Ελλάδα- και από την άλλη την ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία μιας νεαρής διανοούμενης – η αφηγήτρια μόλις παράτησε ένα διδακτορικό στην ποίηση λόγω υπερβολικής εμπλοκής στο θέμα- ομοφυλόφιλης γυναίκας –φιγούρας που τόσο λείπει από την ελληνική λογοτεχνία όπως η ίδια η συγγραφέας υποδεικνύει– η οποία παλεύει να κατανοήσει έναν κόσμο στον οποίο δεν μπορεί επ’ουδενί να ενσωματωθεί –και όχι μόνο λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας- η Δημητρακάκη σχολιάζει εύστοχα και χωρίς καμία επιείκεια τη σύγχρονη παντελή απουσία κουλτούρας του μέσου Έλληνα, την γυναικεία ομοφυλοφιλία και πέρα από αυτό τα αδιέξοδα μιας μερίδας ανθρώπων που δεν μπορούν να βρουν θέση στο σύγχρονο τοπίο.
Η απολύτως διάφανη ματιά στα πράγματα βέβαια μόνο οδυνηρή μπορεί να είναι τελικώς -πόσο μάλλον για μια μειονότητα όπως η λεσβιακή που ακόμα στην Ελλάδα-ως τόπο και ως συλλογικό ασυνείδητο- δεν δείχνει να έχει βρει ακόμα μια επαρκή αποδοχή.
Τόσο η μορφή του βιβλίου-πιστή στις μεταμοντέρνες επιταγές του νέου μυθιστορήματος- επιστολογραφική στην αρχή, ημερολογιακή στη συνέχεια με ένα είδος appendix στο τέλος που περιλαμβάνει την ανακοίνωση της ερευνήτριας-κόρης της ποιήτριας σε συνέδριο ποίησης και τις συνεντεύξεις της Θαλασσίας Ύλης, όσο και η άμεση σύγχρονη γλώσσα -που η Δημητρακάκη είχε κατακτήσει από την Ανταρκτική κιόλας - νομίζω ότι κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη που αν και καταλαβαίνει από νωρίς τη σχέση της τυπικής με την πραγματική πρωταγωνίστρια δεν παύει να εκπλήσσεται διαρκώς με τα κομμάτια του μωσαϊκού της ιστορίας που προσφέρονται σταδιακά και επιτήδεια από τη συγγραφέα.


* http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=22/05/2009&id=46833

** ένα επίσης από τα πιο γοητευτικά γυναικεία προφίλ που έχω συναντήσει στις τελευταίες αναζητήσεις μου αναζητήσεις στην Ελληνική λογοτεχνία ήταν πέρσι στο Λίγο από το αίμα σου της Σώτης Τριανταφύλλου η υπέροχη Μπέθανι.

(Τίτλος πίνακα: Νεαρά κορίτσια κόντα σε νερά-Auguste Renoir)