Monday, March 29, 2010

Ποίηση

Προσπαθούσε λέει να
βγει από τις παύλες που την είχαν τόσο καιρό φυλακίσει
να μπει στην ιστορία ισότιμη
με όλες τις άλλες φράσεις.
Να ελευθερώσει τολμηρά τους δέσμιους των παρενθέσεων
Και των πχ.
Να σπάσει τα ειρωνικά κάγκελα των εισαγωγικών.
Να βγάλει το υποτιμητικό φέσι των υποσημειώσεων.
Να ξεσηκώσει ακόμα και εκείνες τις παραμελημένες λέξεις
που ενίοτε κρύβονται ανάμεσα σε δυο κόμματα.

Γνώριζε όμως, αλίμονο,
ότι όσο θα υπάρχουν τελείες και θαυμαστικά,
όσο θα ηγούνται τα υπερφίαλα κεφαλαία των προτάσεων,
όσο αυταρχικά ουσιαστικά θα κατατρέχουν τα επίθετα
και τα ρήματα θα βασιλεύουν ανέγγιχτα από τα ανίσχυρα επιρρήματα
δεν πρόκειται να επέλθει απελευθέρωση από
την βάναυση ολιγαρχία του συντακτικού.

Thursday, March 25, 2010

Το ανθρωπάκι




Ήταν η εποχή που το ζευγάρι είχε εκείνα τα προβλήματα που έχει κάθε ζευγάρι, μετά από τρία χρόνια σχέσης, και προσπαθούσαν να τα ξεπεράσουν. Ήταν το καλοκαίρι του 2006, με τους τρεις απανωτούς καύσωνες, σ’ ένα δυαράκι, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας του ’70, σ’ ένα στενάκι της Καλαμαριάς. Το δυαράκι δεν είχε δεχτεί καμιά σοβαρή ανακαίνιση, ίσως από την εποχή της χούντας, που ακόμα εκείνη δεν είχε γεννηθεί. Ίσως μόνο κάποια βαψίματα που είχε κάνει εκείνος στις υγρασίες που είχαν δημιουργηθεί από τις σπασμένες σωλήνες του μπάνιου, βαψίματα με έντονα, αντιοικολογικά χρώματα, γυαλιστερά, που έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο αποπνικτική. Δεν είχαν αγοράσει κάποιο κλιματιστικό, εξαιτίας των εμμονών εκείνου ότι θα του προκαλούσε ψύξη στον αυχένα, και έλιωναν μέρα με την μέρα. Κάποια βράδια που εκείνη βρισκόταν σε μια περίεργη ζάλη, δίχως να μπορεί να κουνήσει ούτε εκατοστό πάνω στο στρώμα, αναρωτιόνταν αν έχει πάθει αφυδάτωση ή αν πήρε υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών ή αν τέλος πάντων αξίζει τόσο πολύ ταλαιπωρία για ένα έρωτα που δύο δίνεις και μισό παίρνεις, ζητώντας το με τον πλέον ατιμωτικό και παρακλητικό τρόπο.

Έτσι και εκείνη τη νύχτα, να είχε πάει δώδεκα και κάτι. Βρίσκονταν ήδη από νωρίς στο κρεβάτι. Θα μπορούσαν να έχουν πάει για κάνα μπανάκι στην Περαία, να έχουν τσιμπήσει κάτι σε καμιά ψαροταβέρνα και να έχουν κάνει νυχτερινό μπάνιο και έρωτα στην παραλία, κάτω από το φως του φεγγαριού και έτσι να έχουν γλυτώσει λίγο από το βάσανο του καύσωνα. Όμως είχαν περάσει όλη την μέρα στον καναπέ του ΙΚΕΑ, εκείνη να μετρά τα λεπτά για να πάρει τα χάπια της και τα λεπτά απ’ όταν θα άρχιζαν να επιδρούν στον μισοχαλασμένο οργανισμό της τα χάπια της, και εκείνος παραστέκοντας στο μέτρημα των λεπτών, μετρώντας τα κουτάκια της μπύρας και τα λεπτά που το αλκοόλ θα άρχιζε να επιδρά στον παραφουσκωμένο οργανισμό του.

Έτσι, ζαλισμένοι και οι δυο, ξάπλωσαν νωρίς. Το σεντόνι είχε γίνει ένα κουβάρι, παραπεταμένο στο πάτωμα και το σκυλί κοιμόταν, αφυδατωμένο και αυτό, ανάποδα, με τα πόδια ψηλά, ενώ που και που ακούγονταν να παραπονιέται στον ύπνο του με γουργουρητά ταλαιπωρίας. Εκείνοι, γυμνοί εντελώς, ανάσκελα, με τα μάτια ανοιχτά, κοιτούσαν το ταβάνι, όσο διακρίνονταν μέσα από το λιγοστό φως του Δήμου που έμπαινε από τις τρύπες του παραθυρόφυλλου. Διακρίνονταν ωστόσο τα σκασίματα του χρώματος και οι τεράστιες τρύπες που έχασκαν μισάνοιχτες, από τις σωλήνες του φυσικού αερίου, που πρόσφατα είχαν εγκαταστήσει και ένωναν τα διαμερίσματα με τα αποπάνω, τα αποκάτω και τα αποδίπλα, αφού κανένας δεν είχε ασχοληθεί για να τις κλείσει, ακόμα και αν όλοι παραπονιόνταν για τις μυρωδιές, τις φωνές και την ζωή που πλέον όλοι μοιράζονταν.

Τα κορμιά τους ένιωθαν να καίνε, τα σεντόνια να τσουρουφλίζουν, ο καύσωνας βρίσκονταν στα πιο φόρτε του, το θερμόμετρο έφτανε τους σαράντα βαθμούς και το τσιμέντο ξέρναγε λάβρα. Θα μπορούσαν να έκαναν έρωτα, αλλά δεν ήταν η εποχή που έκαναν έρωτα.

Ξαφνικά ακούστηκε μια περίεργη μουσική.

- Μωρό, μωρό, είπε εκείνη, μια προσφώνηση που είχε ξεμείνει, ίσως η μόνη γλυκύτητα, από παλαιές, καλές εποχές. Μωρό ακούς;
Εκείνος μούγκρισε καταφατικά, παρ’ όλο που δεν κοιμόνταν.
- Τι παράξενη μουσική;
- Το μπαράκι στη γωνία, κοιμήσου, είπε εκείνος και έλπιζε να μην την ξανακούσει να μιλάει μήπως τον ξαγρυπνήσει εντελώς και δεν κοιμηθεί όλο το βράδυ.
«Μα πιο μπαράκι στη γωνία», σκέφτηκε εκείνη, «αφού η μουσική είναι σαν να παίζει μια μικρή μπάντα εμβατήριο εθνικής εορτής. Την 25η Μαρτίου γιορτάζει το μπαράκι κατακαλόκαιρο ή την ακούσανε από την πολύ ζέστη, το πολύ πιόμα και τα πολλά χάπια;» αλλά όλα αυτά παραήταν πολλά για να του τα εξηγήσει υπό εκείνες τις συνθήκες την συγκεκριμένη στιγμή.

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί για να ακούσει καλύτερα την μουσική όταν ξαφνικά διέκρινε την σκιά ενός ανθρώπου που περνούσε έξω από το κλειστό πατζούρι της μπαλκονόπορτας! Αργότερα, όταν ξαναέφερε στη σκέψη της εκείνη την σκηνή, χαρακτήρισε την σκιά αστεία, αφού έμοιαζε με έναν άνθρωπο, ψηλόλιγνο, μ’ ένα σκουφί στο κεφάλι, κρατώντας με τα χέρια του ένα πνευστό μακρόστενο μουσικό όργανο, σαν τρομπέτα, το οποίου είχε κολλήσει το στόμιο στο στόμα και φυσούσε - ξεφυσούσε παίζοντας, περνώντας μπροστά από τα πατζούρια, γέρνοντας προς τα πίσω και κουνώντας ρυθμικά όλο του κορμί! Όμως εκείνη τη στιγμή δεν πρόλαβε να τα σκεφτεί όλα αυτά, τινάχτηκε πάνω στο κρεβάτι και φώναξε:
- Κάποιος είναι στο μπαλκόνι!
- Σκάσε, τις απάντησε εκείνος, θα μας ακούσει όλη η πολυκατοικία!
Όταν όμως την είδε όρθια πάνω στο κρεβάτι, ανασηκώθηκε λίγο και κοίταξε και αυτός στο πατζούρι ενώ είδε και το σκύλο να κοιτά προς τα εκεί, με γουρλωμένα μάτια, τεντωμένη τρίχα, όρθιος και ακούνητος ενώ η ουρά είχε τιναχτεί ψηλά, άκαμπτη! Έδωσε μια μικρή μπουνιά στο στρώμα του στυλ «γαμώ την τύχη μου» και σηκώθηκε να πάει να δει τι είναι. Εκείνη δεν θύμωσε για το «σκάσε», σημασία δεν του έδωσε από την ταραχή της, θύμωσε που δεν την πίστεψε και ευχήθηκε αυτός ο μουσικός κλέφτης, που με κάποιον τρόπο σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι τους, να του δώσει μια με την τρομπέτα του στο ξεροκέφαλό του και να του το σπάσει. Όμως ένιωσε μια ξαφνική ζάλη, τρόμαξε μήπως λιποθυμήσει και κάθισε κάτω, αγκάλιασε τα γόνατά της, ακούμπησε πίσω στο μαξιλάρι και περίμενε. Το σκυλί ακούνητο!

Εκείνος άνοιξε το πατζουρόφυλλο και κοντοστάθηκε, κοιτώντας αριστερά και δεξιά. Ο σκύλος με έναν ανατριχιαστικό λυγμό και κατεβασμένη την ουρά, έτρεξε προς τα μέσα, στην κουζίνα. Εκείνος εκεί, στο πατζουρόφυλλο. Μπήκε το φως από την κολώνα της ΔΕΗ και φάνηκε όλη η γύμνια του.

Άσπρος, γεροδεμένος και γυμνός. Τον κοίταζε να μην κάνει καμιά κίνηση να καλύψει την γύμνια του. Σκέφτηκε πώς ήταν ένας όμορφος άντρας. Καθαρές, ανοιχτές πλάτες, γεροδεμένοι γλουτοί. Όλη η γειτονιά θα τον έβλεπε, όλοι θα ήταν στα μπαλκόνια, δώδεκα και κάτι με καύσωνα, οι άντρες πίνοντας μπύρες και οι γυναίκες και τα παιδιά τρώγοντας καρπούζι. Μα δεν ντράπηκε για την γύμνια του. Ίσα ίσα που ένοιωσε περήφανη. Σχεδόν περίμενε το ξέσπασμα θαυμασμού της γειτονιάς και το αυθόρμητο «μπράαααβο μικρή» του ράφτη, στη γωνιά, το ζηλόφθονο «άτιμη μουσίτσα» του παντρεμένου απέναντι που την γλυκοκοιτάζει, τον αναστεναγμό της χήρας από δίπλα και τα χειροκροτήματα της γεροντοκόρης δικηγόρου, της πολύτεκνης νοικοκυράς και της κάθε πονεμένης γειτόνισσας.

Ναι, ήταν ερωτευμένη ακόμα με το κορμί του, ήθελε να τον αγγίζει κάθε μέρα, κάθε στιγμή, να κάνουν έρωτα, να την φιλάει, να την κοιμίζει στην αμασχάλη του. Ήθελε να κάνει τα παιδιά του. Μα πώς μπορεί όλη αυτή την ορμή να την ανακόπτει ο χαρακτήρας του, πώς μπορούν τα λόγια του να νικάνε όλο αυτό το πάθος; Γιατί οι πράξεις του να έχουν αυτή τη δύναμη να την κάνουν να καταπιέζει τα ερωτικά της θέλω;

Εκείνος κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά έξω στο μπαλκόνι, και άρχισε να περπατάει στις μύτες χοροπηδώντας σαν να καίγονταν, σαν να πατούσε στην άμμο, στην παραλία, που τσουρουφλίζει. Της φάνηκε τόσο αστείος! Κοιτάζοντας τον είχε ξεχάσει τον μουσικό κλέφτη.

Χάθηκε από την θέα της μπαλκονόπορτας για λίγο και μετά πάλι τον είδε να γυρνά, στις μύτες ξανά, αλλά πιο σιγά, περπατώντας ανάποδα και σαν να μην ήθελε να ξυπνήσει κάποιον. Της ψιθύρισε και αυτός ο ψίθυρός του της ακούστηκε τόσο στεναχωρημένος.
- Έλα να δεις.
- Τί είναι;
- Ένα ανθρωπάκι!
- Τί;
- Ένα ανθρωπάκι, το φως του δρόμου, αποκάτω έκανε την σκιά του να φαίνεται μεγάλη, αλλά είναι ένα ανθρωπάκι, μια σταλιά!
- Και τί κάνει;
- Έχει καθίσει στην άκρη του μπαλκονιού και έχει κρεμάσει τα ποδαράκια του στο κενό. Δίπλα του έχει παρατήσει μια μικρή τρομπέτα. Και κλαίει.
- Γιατί κλαίει;

Εκείνος δεν απάντησε. Γύρισε και κάθισε με πλάτη στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Έπιασε με τα δυο του χέρια τα μαλλιά του και αναστέναξε. Εκείνον τον αναστεναγμό εκείνη τον γνώριζε καλά, πολύ καλά. Τον είχε νιώσει να σβήνει στο στόμα της, στο αυτί της, στο πρώτο τους φιλί, στον πρώτο τους καυγά. Έσυρε ο άντρας το σώμα του προς τα πίσω και ξαναξάπλωσε. Ξάπλωσε και εκείνη. Έμειναν να κοιτάνε το ταβάνι ξανά.
- Γιατί κλαίει το ανθρωπάκι, ξαναρώτησε εκείνη.
- Πριν λίγο έπαιζε με την τρομπέτα του αλλά δεν θα ξαναπαίξει ποτέ ξανά.
- Γιατί, ρώτησε εκείνη και ξαφνικά ένιωσε τόσο λύπη για το ανθρωπάκι που δεν θα ξαναέπαιζε τη μουσική του.
- Γιατί δεν θα ξαναμπορέσει να παίξει. Θα δεις.
Εκείνη, όμως, δεν ήθελε να δει το ανθρωπάκι να κλαίει.

Γύρισε μπρούμυτα και έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι. Η πλάτη του ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα και γυάλιζε στο φως του δρόμου. Εκείνη ήθελε να του την χαϊδέψει, από πάνω μέχρι κάτω. Όμως δεν το έκανε. Έτσι και αλλιώς δεν θα την άφηνε, δεν θα άφηνε κανέναν να τον αγγίξει με τόση ζέστη. Άλλωστε ποτέ δεν άφηνε κάποιον να του πειράξει την πλάτη. Ήταν ένα απαγορευμένο σημείο. Έτσι έμειναν αρκετό χρόνο, εκείνος μπρούμυτα και εκείνη βαστώντας με το ένα χέρι της το άλλο για να μην του χαϊδέψει την πλάτη. Περίμεναν και οι δυο, με διαφορετικές προσδοκίες ο καθένας, να ακούσουν εάν το ανθρωπάκι θα ξαναέπαιζε μουσική με την μικρή τρομπέτα του.

Δάγκωσε τα χείλι της μέσα στο σκοτάδι. Ήθελε τόσο πολύ να μην γνώριζε πως υπήρχε εκείνο το ανθρωπάκι που έκλαιγε στο μπαλκόνι και απλά να τον κοιτάζει, έτσι γυμνό, και να έχει δικαίωμα να τον αγγίζει. Θα μπορούσε να προσποιηθεί ότι αποκοιμήθηκε και ότι στον ύπνο της τον πλησίασε και τον άγγιξε, αλλά φοβόταν πως στον δικό του ύπνο θα την προσφωνούσε με ένα άλλο γυναικείο όνομα. Το είχε κάνει μερικές φορές αλλά καθόλου δεν ήθελε να γνωρίζει σε ποιάν άνηκε εκείνο το μικρό, ξένο, γυναικείο όνομα. Αποφάσισε ωστόσο να βάλει όλη της την δύναμη για να κουνήσει το μπράτσο της, το χέρι της να διασχίσει σαράντα εκατοστά καυτού αέρα καύσωνα και να ανάψει το λαμπατέρ. Ήθελε, όσο θα φώτιζε η εκνευριστικά χαμηλή οικολογική λάμπα του ΙΚΕΑ στο λαμπατέρ, να δει πιο καθαρά το γυμνό του σώμα και εκείνη την εικόνα να την αποτυπώσει καλά μέσα στο μυαλό της.

Εκείνος με το κλικ του διακόπτη και την αλλαγή του φωτισμού κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε έξω.
- Τι έγινε;
- Τίποτα, κατά λάθος το άναψα.
- Το βλέπεις;
- Όχι, απάντησε εκείνη και σχεδόν έτρεμε από τον φόβο.
- Είναι έξω από την μπαλκονόπορτα.
- Τι κάνει;
- Κλαίει. Κοίταξέ το.

Τώτε εκείνη έχωσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να δει εκείνο το ανθρωπάκι να κλαίει. Τον ένοιωσε να ξανασηκώνεται και να κατευθύνεται πάλι στο μπαλκόνι. Δεν ήθελε να δει. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τότε, που κοιμόταν αγκαλιά, πέρα από κάθε καύσωνα και κάθε δυσκολία, τότε που την κοίμιζε μέσα στην αμασχάλη του και τις επέτρεπε να αγγίζει τα απαγορευμένα σημεία του σώματός του και κυρίως την πλάτη του. Τότε που δεν μέτραγε μόνο το δικό του κορμί αλλά έπαιρνε ουσία και το δικό της, τότε που το δικό της κορμί δεν ήταν κούφιο και άκαμπτο. Με αυτές τις εικόνες ήρθε επιτέλους η γλυκιά ζάλη του ύπνου και παραδόθηκε. Δεν θυμάται μετά τι έγινε. Μόνο θυμάται, δίχως να μπορεί να είναι σίγουρη αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα, ότι μέσα στη νύχτα άνοιξε λίγο τα μάτια της και είδε στο μπαλκόνι τον άντρα, να ακουμπά, ακόμα γυμνός, στο κάγκελο. Θα είχε αρχίσει να χαράζει. Κοιτούσε κάτω και χαμογελούσε στο ανθρωπάκι, το οποίο στέκονταν, πλάτη σε εκείνη, και κοιτώντας τον. Συνομιλούσαν χαμηλόφωνα. Έκανε προσπάθεια να ακούσει λίγο από την συνομιλία τους.
- Τι κάνεις Χριστίνα;
- Τίποτα, απάντησε το ανθρωπάκι.

Το ανθρωπάκι ήταν μια ανθρωπίτσα και είχε το όνομά της. Μέσα στην ζάλη του ύπνου της ήταν αυτό μια καθησυχαστική σκέψη. Έκανε μια υπερπροσπάθεια να δει λίγο ακόμα και η ματιά της έπεσε πάνω στο πέος του, να κρέμεται χαλαρά ανάμεσα στα πόδια του. Θα πρέπει να φαντάζει στα μάτια της ανθρωπίτσας σαν ένα τεράστιο, τσαλακωμένο κανόνι το πέος του, σκέφτηκε και γέλασε αφήνοντας το σώμα της να ξαναβυθιστεί στον ύπνο. Το τελευταίο που θυμάται είναι, μέσα στο σκοτάδι των κλειστών της ματιών και την παραζάλη του μισό-ύπνου της, την ανθρωπίτσα να καλεί εκείνον με το όνομά του.

- Οδυσσέα.

Ήταν η τελευταία φορά που άκουσε το όνομά του, ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Ποτέ δεν έμαθε ξανά κάτι γι αυτόν. Το πρωί που ξύπνησε από εκείνον τον βαθύ ύπνο, σαν να ’χε πέσει σε κώμα, έλειπαν όλα τα πράγματά του. Είχε φύγει το ανθρωπάκι και μαζί του πήρε και εκείνον.

Δεν κατάφερε να σκεφτεί πολύ την απουσία του γιατί έδωσε όλη της την προσοχή, για ένα ολόκληρο μήνα, στο σκυλάκι της. Την άλλη μέρα, όταν κατευθύνθηκε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ και να συνέλθει από το κώμα, βρήκε το σκυλάκι σε κακό χάλι. Είχε χωθεί πίσω από το ψυγείο, όρθιο, έντρομο και έτρεμε. Για μια εβδομάδα στέκονταν όρθιο, ακούνητο, με γουρλωμένα τα μαύρα του ματάκια, δίχως να τρώει, δίχως να κουνάει την ουρίτσα του, δίχως να φέρνει τα παιχνίδια του ή να ροκανίζει τα κοκαλάκια του. Ο κτηνίατρος είπε ότι τρόμαξε, ρωτούσε αν το μάλωσαν και πρότεινε ηρεμιστικά. Αλλά δεν ήθελε να δώσει ηρεμιστικά και στο σκυλάκι, κάποιος σε εκείνο το σπίτι θα έπρεπε να είναι καθαρός ανάμεσα στους ντοπαρισμένους. Έκανε το παν για να το συνεφέρει. Το χάιδευε, του έδινε φιλάκια, το έπαιρνε αγκαλιά και το χόρευε, του έβραζε ολόκληρες κότες και πακέτα ρύζια, τα αγαπημένα του φαγητά και κάποτε το σκυλάκι ανταποκρίθηκε. Έτρεξε πίσω της κουνώντας την ουρίτσα και της γαύγισε όταν του έκλεισε την πόρτα του μπάνιου. Και καθώς άρχισαν να τρέχουν μέσα στο σπίτι, κοίταξε έξω, στο απέναντι μπαλκόνι, μήπως την κοιτούσε από πουθενά εκείνος και σκεφτόταν «πολύ στεναχωρήθηκες που έφυγα, τρέχεις και χοροπηδάς σαν παιδί με το σκυλί σε όλο το σπίτι»!

Μετά πέρασε ο καιρός. Δεν θυμόταν αν της άνηκε εκείνο το σπίτι της δεκαετίας του ’70 στην Καλαμαριά αλλά της είχε απομείνει. Έβαλε κλιματιστικό, βούλωσε τις τρύπες στις σωλήνες του φυσικού αερίου και έβαψε τους τοίχους με παλ, οικολογικά χρώματα. Μόνο που μερικές νύχτες κοιτάζει πίσω από τα πατζούρια, έξω στο μπαλκόνι και εύχεται να μπορούσε για μια στιγμή να ξανακούσει να παίζει η μικρή τρομπέτα και να πηγαινοέρχεται ρυθμικά στο μπαλκόνι το ανθρωπάκι.

Μετά κοιτάζει το σκυλάκι, κουλουριασμένο, να κοιμάται στο κρεβάτι, στην πλευρά εκείνου, και σκέφτεται «μόνο να είναι καλά το σκυλάκι».