Tuesday, February 24, 2009

Farewell

Η Ορτανσία Ευταξία ήταν πρότυπο ανθρώπου. Ένα παράδειγμα προς μίμηση για την κοινωνία μας. Ο τραγικός και ξαφνικός χαμός της έχει συγκλονίσει άπαντες και αποτελεί μέγιστη απώλεια της κοινότητός μας. Διότι η Ορτανσία Ευταξία ήταν πάνω απ’ όλα ένας ηθικός άνθρωπος. Με ήτα κεφαλαίο. Το αποδείκνυε περίτρανα εξάλλου όλη της η δραστηριότητα. Να μνημονεύσω συγκινημένος ότι προέδρευε ακούραστα τριών φιλανθρωπικών οργανώσεων. Του Οίκου των απόρων, της Στέγης των ορφανών και της Εταιρείας υποστήριξης παιδιών με αδυναμία αποστήθισης του Πάτερ Ημών. Ήταν η εξαίρετη παιδαγωγός που εκτός από το σχολείο δίδασκε και στο κατηχητικό της ενορίας αφιλοκερδώς, και η ιδιοφυής επινοήτρια του αλάνθαστου συστήματος επίβλεψης με κάμερες του Κυριακάτικου εκκλησιάσματος των μαθητών της κοινότητός μας, καθώς και της επακόλουθης τιμωρίας τριήμερου εγκλεισμού των τυχόν παραστρατημένων. Υπήρξε η διοργανώτρια του ετήσιου μεγάλου χορού του φιλόπτωχου της εκκλησίας αλλά και ο άγρυπνος προασπιστής της ηθικής και της σεμνότητας των κορασίδων μας επαναφέροντας τις μακριές ποδιές στο σχολείο κατά τη θητεία της ως διευθύντρια. Αποτέλεσε ιδρυτικό στέλεχος της τοπικής οργάνωσης προστασίας των εθνικών μας συμβόλων και θρησκευτικής επαγρύπνησης « Ο Αγών μας». Επιπροσθέτως ηγήθηκε δυναμικά του κινήματος κατά των εκτρώσεων –να επισημάνω ότι χωρίς αυτήν θα επιτρέπονταν ακόμα…- και αποτελεσματικότατα της κίνησης υπέρ της απομάκρυνσης της μονάδας κοινωνικής επανένταξης αποφυλακισθέντων και πρώην χρηστών, από την κοινότητά μας καθώς και η μαχητική ιδρυτής του συλλόγου « Κάθαρσις» υπέρ της ευθανασίας απάντων ατόμων με ψυχικά νοσήματα.
Κατά τη λαμπρά αλλά ατυχώς βραχεία θητεία της ως δήμαρχος συνέλαβε, τιμώρησε παραδειγματικά και απέλασε όλες τις ανύπανδρες μητέρες, τους ομοφυλοφίλους και τους πάσης φύσεως αλλοδαπούς, απολυμαίνοντας τοιουτοτρόπως πλήρως τον τόπο μας από πάσα κακοποιά στοιχεία που έπλητταν επί πλείστα έτη την αγνότητά του και διέφθειραν τα αθώα τέκνα μας. Να υπενθυμίσω εδώ την πλούσια συγγραφική της δραστηριότητα που εκτός των άλλων περιλάμβανε εκλεκτά αναγνώσματα όπως «Προγαμιαίες σχέσεις ή η ατραπός προς την Κόλαση», « Μίνι φούστες και το τέλος της Ηθικής», « Ροκ, η μουσική του Σατανά», «Η θεραπεία της ομοφυλοφιλίας» , «Γυμνισμός, θου Κύριε», και πολλά άλλα καθώς και τα αναρίθμητα άρθρα της στα περιοδικά «Εκκλησιαστική ηχώ» και «Ο Χριστιανός» σχετικά με την επαναφορά της καθαρευούσης, την κατάργηση του μονοτονικού, τη θέσπιση της ποινής του λιθοβολισμού σε όσους -ιδιωτικώς ή δημοσίως- πραγματοποιούν την επαίσχυντη πράξη του αυνανισμού, βλασφημούν τα θεία, ενδύονται ασέμνως και ακούν την χυδαία μουσική ροκ, την, τουλάχιστον πενταετή, κάθειρξη για όσους έχουν σχέση ή υποθάλπουν ομοφυλοφίλους, ανύπανδρες μητέρες ή αλλοδαπούς και παρακολουθούν ή κατέχουν ψηφιακούς δίσκους ταινιών με άσεμνο υλικό-όπως γυμνούς ή ημίγυμνους άνδρες και γυναίκες ή περιπτύξεις ερωτικής φύσεως- , τη θανατική ποινή μετά τουφεκισμού για όσους πραγματοποιούν βανδαλισμούς στον ιερό χώρο της εκκλησίας, προγαμιαίες σχέσεις, γυμνισμό και βεβήλωση της σημαίας, και τη θανατική ποινή μετά απαγχονισμού για όσους υποκινούν μετά κατήχησης αντιπατριωτικά ή αντιχριστιανικά αισθήματα και διακινούν μαριχουάνα. Δυστυχώς όλα αυτά τα ιδιοφυή μέτρα δεν πρόλαβαν να πραγματοποιηθούν λόγω της στυγερής δολοφονίας της.
Καθ’ όπως έγινε γνωστό από τους ιατροδικαστές ο απάνθρωπος δολοφόνος αρχικώς ανάγκασε το θύμα του να φάει τη Βίβλο σελίδα- σελίδα και στη συνέχεια το στραγγάλισε αδίστακτα με την ελληνική σημαία που κοσμούσε το δημαρχείο.
Οι έρευνες για τον εντοπισμό του απεχθή φονιά δυστυχώς έως τώρα απέβησαν άκαρπες. Αστυνομικοί ερευνητές εικάζουν ότι πρόκειται για άτομο φρενοβλαβές, με ενδεχόμενες τάσεις μισογυνισμού και άκρως επικίνδυνο για την κοινωνία μας.

Ο άδικος χαμός της Ορτανσίας Ευταξία μας αφήνει με μια μεγάλη απορία, ένα τεράστιο γιατί. Άτομα σαν εκείνη μόνο τον θαυμασμό και το σεβασμό θα έπρεπε να εμπνέουν και όχι αισθήματα μίσους και αποτροπής. Η ζωή της και η δράση της οφείλουν να αποτελούν για όλους μας και δια παντός ένα υπόδειγμα ηθικής και αρετής στους χαλεπούς καιρούς που βιώνουμε…

Tuesday, February 17, 2009

Επιχείρηση Ρεμπώ

«Και πως θα της γράψεις πήμα ρε χαμένε όταν είσαι συνέχεια σα να χεις καταπιεί μια ντουζίνα πρόζακ; Ε; Σα να χεις πέσει μικρός στο καζάνι με τα χάπια! Οι ποιητές είναι μες την μουτζούφλα και την κατάθλιψη ρεεεε! Ξέρεις τι’ ναι αυτό; Εμ δεν ξέρεις.. Χαμένε, ε χαμένε! Που θες να μου γράψεις και ποίηση! Δε μπας καλύτερα να μάθεις καμιά σάμπα, ρούμπα πως τη λένε… »
Τα λόγια του Βασίλη αν και μες στο μεθύσι του ακούγονταν σωστά…Οι ποιητές ήταν θλιμμένοι άνθρωποι. Το έλεγαν εξάλλου και οι ποιητικές συλλογές που είχε μαζέψει τον τελευταίο καιρό- απ’ όταν άρχισε το εγχείρημα του δηλαδή- Ρεμπώ, Καρυωτάκης, Σύλβια Πλαθ, Πολυδούρη… όλοι αυτοί που άρεσαν στη Ρούλα και τον έπρηζε καθημερινά ήταν μέσα στη μαυρίλα και τη θλίψη…
Ο Τάκης το φιλοσόφησε και αποφάσισε πως δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς…Αν ήθελε να γράψει ποίηση-και ήταν επείγον στην παρούσα κατάσταση αφού έτσι ήθελε η Ρούλα- έπρεπε να βρει τρόπο να μελαγχολήσει σφόδρα. Πόσο δύσκολο στο κάτω κάτω μπορεί να ήταν αυτό; Τόσους λόγους βρίσκει ο κόσμος κάθε μέρα κι είναι όλοι με κάτι μούτρα να στο δρόμο.
Να, ας πούμε ένας καλός λόγος φαίνεται να είναι η μοναξιά σκέφτηκε. Όλοι έχουν κάτι να πουν και να γράψουν και να γκρινιάξουν για τη μοναξιά. Και τα περιοδικά που γράφουν συνέχεια για τη μοναξιά του κάτοικου της μεγαλούπολης; Πρέπει να το ‘χε γράψει κι έκθεση στο σχολείο κάποτε… Ο Φόβος της Μοναξιάς. Ακούγεται σα να είναι κάτι πολύ τρομακτικό… Αυτό ολόκληρη συλλογή βγάζει όχι μόνο ένα ποιηματάκι που θέλει αυτός!
Έκατσε λοιπόν το απόγευμα αποφασισμένος και προσπάθησε να νιώσει μόνος. Ή τουλάχιστον να φοβηθεί ότι θα μείνει μόνος κάποτε. Δεν ήταν και κανείς άλλος στο σπίτι εκείνη τη στιγμή, βολικότατο. Έκλεισε τα μάτια του, φαντάστηκε να μην έρχονται οι φίλοι του καθημερινά σπίτι, να σταματήσουν να τον παίρνουν συνεχώς τηλέφωνα, να σταματήσει να του μιλάει κι η Ρούλα του...Προσπάθησε κάνα δεκάλεπτο αλλά… μάλλον άκαρπο απέβη. Μη σου πω ότι περισσότερο ανακούφιση παρά φόβο του ενέπνευσε το υποτιθέμενο σκηνικό. Αφ΄ ενός οι φίλοι του σεργιάνιζαν σπίτι του και στη δουλειά του μέρα νύχτα μην αφήνοντάς τον να δουλέψει ή ακόμη και να κοιμηθεί πολλές φορές με τηλεφωνήματα σε άκυρες ώρες, αφ’ εταίρου η Ρούλα, πώς να το κάνουμε, μπορεί να ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της αλλά να… ήταν λίγο φλύαρη…να σταματούσε δηλαδή να μιλάει για λίγο καιρό, δεν θα ‘ταν και για κατάθλιψη…
Έπρεπε επειγόντως να σκεφτεί κάτι άλλο. Μμμμ η δουλειά, η ρουτίνα της δουλειάς, ναι, έδειχνε να κάνει πολύ κόσμο να μελαγχολεί! Το πρωινό ξύπνημα, η κούραση, το μαγγανοπήγαδο-ωραία λέξη…πάλι το σχολείο του ήρθε στο μυαλό- οι άπειρες κακοπληρωμένες ώρες εργασίας που έριχναν τον κόσμο σε κατάθλιψη, οι ελεύθερες ώρες που μειώνονταν όλο και πιο πολύ, εκεί να δεις άρθρα και κακό. Ναι αυτό ήταν! Θα μελαγχολούσε λόγω της δουλειάς του, έκλεισε πάλι τα μάτια με νευρικότητα και ανυπομονησία και πάσχισε να αγανακτήσει με τις συνθήκες εργασίας του. Για άλλη μια φορά όμως τζίφος…Αγαπούσε τόσο πολύ τη δουλειά του που μόνο αγανάκτηση δεν μπορούσε να του προκαλέσει… Ξυλουργός γαρ–κάτι που ήθελε να κάνει από μικρός εξάλλου-με δικό του εργαστήριο όπου έφτιαχνε ιδιότυπα έπιπλα και γλυπτά που μοσχοπουλούσε σε μαγαζιά και ιδιώτες… Κοινώς είχε κάνει επάγγελμα το πιο αγαπημένο χόμπι του γεγονός που τον έκανε να ξυπνά μη σου πω και πιο νωρίς και απ’ ότι έπρεπε για να πάει στο εργαστήριο και να καταπιαστεί με τα λατρεμένα εργαλεία του. Και φυσικά το ωράριό του μόνο ο ίδιος το έλεγχε…Κανένας λόγος κατάθλιψης ρε γαμώτο… Κλείνοντας τα μάτια μόνο μερικές ιδέες παραπάνω για αυριανές κατασκευές του ήρθαν και κάποιες ξεχασμένες υποχρεώσεις, οπότε τα ξανάνοιξε γρήγορα μήπως και σκεφτεί καν’ άλλο πιο σοβαρό λόγο μελαγχολίας.
Δεν μπορεί θα υπήρχε κάτι άλλο, για να δούμε οι γονείς του-όπως και ο ίδιος- έχαιραν άκρας υγείας, ήταν καλά τα γονίδια δόξα το θεό, ο τελευταίος θάνατος που έπληξε την οικογένεια ήταν μιας μακρινής θείας που θα τα χε πατήσει τα 120-τα γονίδια που λέγαμε- οπότε δεν ήταν και βαρύ το πένθος, τα οικονομικά του έδειχναν ανθηρότατα, μόλις είχε πάρει και καινούριο αυτοκίνητο, κοίτα να δεις, όλα καλά έδειχναν, μόνο η βρύση του μπάνιου στάζει λίγο αλλά είχε πει ο Μπάμπης θα πέρναγε να τη φτιάξει, θα βλέπανε και τον αγώνα μετά, να έπαιρνε και τη Ρούλα να φέρει καμιά μπύρα γυρνώντας ωωωπ φύγαμε από το θέμα μας, χμ…μήπως τελικώς έπρεπε να αποκεντρωθεί λίγο από τον εαυτό του, αναρωτήθηκε, και να σκεφτεί λίγο πιο, πώς να το πεις, πιο να δεις πως το λένε… οικουμενικά; (κι άλλη ωραία λέξη, να τη χρησιμοποιεί πιο συχνά και μπροστά στη Ρούλα να κάνει εντύπωση)
Ε μα βέβαια, τι σόι ποιητής θα γινόταν εξάλλου αν σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του. Σοβάρεψε λοιπόν, κατάπιε ένα χασμουρητό και σκέφτηκε σφόδρα την παγκόσμια ειρήνη και την κρίση που περνάει. Θυμήθηκε εικόνες από τις ειδήσεις στην τηλεόραση –ανεντόπιστες πάρ’ αυτά, ούτε που ήξερε που γινόταν πόλεμος αυτή τη στιγμή- και από φωτογραφίες στην εφημερίδα και από πολεμικές ταινίες που είχε δει. Αντιλαμβανόταν βεβαίως τη σοβαρότητα της κατάστασης, η αλήθεια είναι όμως ότι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί αρκετά ώστε να τον καταθλίψει βαρέως… Συνοφρυωνόταν μεν αποφασισμένος αλλά το μυαλό του κουτρουβαλούσε αμέσως στους πρωταγωνιστές των ταινιών και τα αθλητικά που ακολουθούσαν τις ειδήσεις, στον αποψινό αγώνα… Ίσως η οικολογική κρίση να ήταν πιο αποτελεσματικός λόγος κατάθλιψης, του ήρθε ξαφνική ιδέα, το φαινόμενο του θερμοκηπίου – σοβαρότατο θέμα, φλέγον, τα δάση που καίγονται, τι κλίμα θα βρουν τα παιδιά μας ρε αδερφέ, τα δάση του Αμαζονίου, οι πνεύμονες της γης, το νερό που δεν είναι αρκετό- στο ίδιο πρόβλημα δεν είναι κι αυτό;- τώρα που το θυμήθηκε μήπως να ‘βαζε κάνα λουλουδάκι στο μπαλκόνι, πάντα του άρεσαν τα λουλούδια, ναι αυτό θα κάνει αύριο κιόλας θα πάει στο φυτώριο του Γιάννη να πάρει καμιά καμέλια που αρέσει και στη Ρούλα και καμιά τριανταφυλλιά αλλά να, πάλι παρασύρθηκε και έφυγε από το θέμα του…Απογοήτευση… Πάλι τίποτα… Έμεινε για τα επόμενα λεπτά να χαζεύει μουτζούφλης στο σκοτάδι.

«Αδερφούλη…» μπήκε φουριόζα η μικρή αδερφή του στο σπίτι « Ποιος σε στεναχώρησε και μελαγχόλησες να τον δείρω;»

Μόνο τότε συνειδητοποίησε έκπληκτος ότι ο σκοπός του είχε επιτέλους επιτευχθεί ερήμην του και έτρεξε να βρει χαρτί και μολύβι…

Wednesday, February 11, 2009

Καραμέλα από στάχτη.


Θα ανάψω τσιγάρο. Δυσκολεύομαι λίγο να αναπνεύσω, αλλά ξέρω πως για να συνεχίσω πρέπει να ρουφήξω καπνό. Η Πυθία μασούσε φύλλα δάφνης και φτιαχνόταν, εγώ είμαι… λίγο πιο ακριβή στα γούστα μου. Αχ, πόσο μου έλειψε! Δύο μέρες χωρίς την δόση μου και μοιάζω σα να μου λείπει κάτι ακόμα περισσότερο – απ’ ότι συνήθως. Έχει παράξενη γεύση ή μήπως φταίει που δε το νιώθω το ίδιο καθαρό στο λαιμό μου;
Όλα έχουν παράξενη γεύση. Ο αέρας. Το σύννεφο. Το φεγγάρι.
Δε θυμάμαι για τι ξεκίνησα να γράφω. Ήθελα να κλαψουρίσω πάλι στο χαρτί, μπας και βγουν λίγο τα ψυχολογικά μου στη φόρα. Έστω, με το στανιό. Ήλπιζα ότι ο καπνός θα με βοηθούσε να τα αποτυπώσω καλύτερα. Λάθος. Με έκανε να τα ξεχάσω. Προς στιγμήν.
Όσο με ενοχλεί καθώς κατεβαίνει προς τα πνευμόνια μου, τόσο περισσότερο συνεχίζω να τραβάω λαίμαργα τζούρες για να μεγαλώσω τη στάχτη. Θέλει να μεγαλώσει και αυτή. Πώς είναι να γεννιέσαι στάχτη; Η ζωή σου είναι τόσο μικρή. Ο χρόνος της ζωής σου μπορεί να αρκέσει το μάξιμουμ είκοσι λεπτά. Τι προλαβαίνεις να κάνεις σε είκοσι λεπτά; Είσαι κολλημένη στο τσιγάρο. Οποιαδήποτε κίνηση – δικιά σου ή του καπνιστή- σου προκαλεί ακρωτηριασμό. Αν επιλέξεις να ξεφύγεις από αυτό και πετάξεις, θα πέσεις. Θα φυσήξει – ο αέρας ή ο καπνιστής και συ θα χαθείς. Η παραμικρή σου απόπειρα διαφυγής από τη δαγκάνα του τσιγάρου σε οδηγεί πιο γρήγορα στο χαμό. Και αν ο καπνιστής επιλέξει να σβήσει το τσιγάρο πιο γρήγορα από όσο νομίζεις, τότε ο θάνατος είναι ακαριαίος. Ούτε που νιώθεις το τέλος που έπεται. Όταν ακουμπάς στο κρύο τασάκι – πεζοδρόμιο- άσφαλτο- χώμα γίνεσαι ένα με αυτό μέχρι να σβήσεις. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Με πόνεσε ο λαιμός μου. Δεν έπρεπε να το ‘ χα ανάψει. Αφήνω μια καραμέλα να λιώσει στη γλώσσα μου. Μπας και σταματήσω να μιλάω. Πώς είναι να γεννιέσαι καραμέλα για το βήχα; Η ζωή σου διαρκεί όσο και της στάχτης. Ίσως είναι αδελφές ψυχές, η καραμέλα με την στάχτη, μα δε μπορούν να συναντηθούν ποτέ, λόγω της διαφορετικής φύσης του. Η καραμέλα μπορεί να σκοτωθεί το ίδιο εύκολα με τη στάχτη. Απλά την δαγκώνεις. Θρυμματίζεται αργά. Μόλις δολοφόνησα και την καραμέλα μου.
Υπάρχουν στιγμές που νομίζω ότι κάποιος προσπαθεί να σκοτώσει και εμένα. Μα δεν είμαι ούτε στάχτη, ούτε καραμέλα. Και όμως, μοιάζει το ίδιο εύκολο. Στην παραμικρή δυσκολία πέφτω. Εννοείται, πως η λακκούβα είναι γεμάτη με νερό.. αλλιώς δε θα χε νόημα.. Ίσως, ένα μέρος μου είναι από στάχτη και άλλο ένα από καραμέλα.
Ακόμη δε θυμάμαι για τι ξεκίνησα να γράψω. Το βάρος είναι ακόμα εκεί. Δεν έφυγε. Πρέπει πρώτα να λιώσει η καραμέλα και να πέσει η στάχτη.

Friday, February 6, 2009

Raincoat


Βγαίνει με ένα σύννεφο από το σπίτι του. Δεν το φοράει ακριβώς, ούτε στο περίπου. Το σύννεφο τον φοράει. Ένα σύννεφο, ξέρεις τώρα, σαν αυτά τα παραμυθίσια, συνήθως χρώματος ελαφρά γκριζωπού και οπωσδήποτε χνουδάτο. Σαν γιρλάντα που προσπαθεί να περικυκλώσει τον εαυτό της. Στέκεται ανάλαφρα λίγα εκατοστά πάνω από το κεφάλι του, αλλά όχι τόσα ώστε να το φτάσει αν υψώσει τα χέρια του. Είναι σαν μπουρμπουλήθρα πάνω από καρτούν γελοιογραφίας μόνο που κόλλησε πάνω από το δικό του κεφάλι. Δεν θέλει να τον αφήνει στιγμή. Έτσι τουλάχιστον δείχνουν τα γεγονότα. Τα γεγονότα, καταλαβαίνεις, τα γεγονότα.
Υπέθεσε για λίγο ότι αυτός βρίσκεται στην μπανιέρα. Θα μου πεις, ατυχές παράδειγμα, μπανιέρα, σύννεφο, αν το εξελίξεις λίγο, έρχεται και το νερό, άρα τι να το θέλει το νερό του μπάνιου όταν υπάρχει το νερό του σύννεφου, δηλαδή η βροχή. Ναι, έχεις δίκιο. Είναι ν’ απορείς γιατί συνεχίζει να επιμένει στην μπανιέρα τη στιγμή που είναι τόσο συχνά σε υγρή κατάσταση. Σε ημιυγρή έστω, γιατί το σύννεφο ενίοτε απεργεί. Άσε, θα σου βρω άλλο παράδειγμα.
Δεν μπορεί ομολογουμένως να πει κανείς ότι αυτό το σύννεφο βράζει από θυμό. Τότε αυτός θα ήταν μονίμως υγρός έως μουσκίδι. Και αυτό δεν συμβαίνει. Κάτσε να σου εξηγήσω.
Το μεσημέρι την ώρα του φαγητού ας πούμε μιας άνυδρης μέρας της άνοιξης, αυτός κάθεται ορθή γωνία στο τραπέζι της κουζίνας. Μεταξύ παστίτσιου και τρίτης μπουκιάς ψωμιού άρεται η ανυδρία, το σύννεφο μουτρώνει λίγο παραπάνω, γκριζάρει επικίνδυνα και αρχίζει το νερό. Στην αρχή πέφτει το ψιλό, ξέρεις τώρα, ο φίλος λοιπόν συνεχίζει και προχωράει στην τέταρτη μπουκιά ψωμιού. Δεν θέλει πολύ, εκεί στην πέμπτη μπουκιά αρχίζει το χοντρό. Ψιχάλες κάμποσου βάρους μουλιάζουν αυτόν, το παστίτσιο και το ψωμί. Συνεχίζει να τρώει. Το σύννεφο σκουραίνει, οι ψιχάλες παχαίνουν κι άλλο, μη σου πω για το φαγητό, που μοιάζει περισσότερο με σούπα. Αυτός τρώει. Το παστίτσιο απλώνει κι άλλο κάτω από το βάρος των περιστάσεων και ο φίλος βουτάει μέσα του το ψωμί, που έχει γίνει πίτα. Σηκώνεται να πάρει ένα κουτάλι και το σύννεφο από πάνω του, εκεί, να τον ποτίζει. Ποτίζει είπα; Ε αν είναι απλά ποτίζει τότε φαίνεται έχει αρχίσει να υποχωρεί. Ξανακάθεται στην καρέκλα, τα πόδια του βουτηγμένα ως τον αστράγαλο στην μικρή λιμνούλα γύρω από αυτή, και συνεχίζει το φαγητό με το κουτάλι.
Την άλλη φορά στο γραφείο εξαγριώθηκα. Στεκόμουν δίπλα του σκυμμένη πάνω στο γραφείο του και κοιτούσαμε κάτι χαρτιά. Το σύννεφο πάνω του λευκό και άκακο, ένα παχύ προβατάκι. Και σε ένα δευτερόλεπτο τον λούζει με μια πυκνή βροχή ποιότητας σούπερ λεπτών σταγόνων, άλλο πράγμα. Θα κράτησε τρία λεπτά. Στα τρία λεπτά τα χαρτιά μούσκεμα, το μελάνι να τρέχει από το χαρτί, το πουκάμισό του να στάζει, νερό παντού κι οι γόβες μου οι κροκοδείλιες έγιναν γαλότσες! Άρχισα να ουρλιάζω κι αυτός να χαμογελάει. Πήγε να μου προσφέρει αθόρυβα ένα μαντήλι από την τσέπη του, και μόλις το έβγαλε αυτό σχημάτισε ρυάκι στα πλακάκια. Τον κοίταξα χωρίς να ουρλιάζω από την έκπληξη κι εκείνος συνέχισε το χαμόγελό του. Δεν είπε τίποτα. Γύρισε στα νωπά χαρτιά του χαμογελαστός κι έπεσαν δυο τρεις αδέσποτες σταγόνες. Από το πουκάμισό του, από το σύννεφο, δεν κατάλαβα.
Καμιά φορά όταν κοιμάται το σύννεφο ξεχνάει να πάει για ύπνο. Υπήρξε μια φορά που έγινε κατακλυσμός στο κρεβάτι του. Το στρώμα του είναι πολύ παλιό και έχει αρχίσει να γουβιάζει και να βυθίζεται. Είναι που δεν έπεσαν και μπουμπουνητά - που δηλαδή ποτέ δεν πέφτουν - που οπωσδήποτε θα τον είχαν προειδοποιήσει. Κοιμόταν τόσο βαθιά, που δεν ξύπνησε κι η βροχή ήταν τόσο γερή που το στρώμα άρχισε να βουλιάζει. Το νερό που έπεφτε πάνω από το αριστερό πλάι που κοιμόταν αυτός - αριστερό όπως το κοιτάς εσύ - άρχισε να κυλάει στη γούβα, προς τη μέση του στρώματος και τον κύλισε μαζί του. Το στρώμα σχεδόν τον ρούφηξε στη μέση του, σε σημείο που το πρωί που ξύπνησε εκτός που έγινε λούτσα, είχε σχεδόν ακουμπήσει το πάτωμα.
Είναι και οι περιπτώσεις που κάνει μέρες να βρέξει. Μου είχε πει για μια μέρα του καλοκαιριού που όλα άχνιζαν από ζέστη και φοβήθηκε ότι ακόμα και το σύννεφο θα εξατμιζόταν. Για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε φύγει, έτρεξε στον ήλιο και κατάλαβε ότι ήταν ακόμα εκεί. Η σκιά βλέπεις, ξέρεις τώρα. Μόλις πήρε χαμπάρι ότι δεν καιγόταν το κεφάλι του στον ήλιο αν και καπέλο δεν φορούσε, σιγουρεύτηκε. Και από την ανακούφιση είπε να πάει μια βόλτα.
Δεν πρέπει με τίποτα να ξεχάσω να τον ρωτήσω για τα ραντεβού. Λες να βγαίνει ραντεβού; Ραντεβού, πως βγαίνει ραντεβού; Φαντάζεσαι να βρέχεται το άλλο μισό του ραντεβού και να μην ευθύνεται αυτός; Ξέρεις πως είναι αυτά. Πώς να το παίρνει ο ανδρισμός του άραγε; Τώρα βέβαια ο του από πάνω διαμερίσματος ζει με μια ιστορία στο κεφάλι, ο δεξιά διπλανός μου με μια μορφή, ο αριστερά διπλανός με μια εμμονή, ο απέναντι το έχει σε αχρηστία κι ο παραδίπλα ζει με δανεικό κεφάλι. Καλύτερα με ένα σύννεφο πάνω από το κεφάλι.

Στη Νάντια

Monday, February 2, 2009

Δολοφονική δημοσιογραφία




(…)
- Μου είπε η υπάλληλος ότι η έκπτωση γινόταν για όλα τα προϊόντα ανεξαρτήτου ποσού.
- Ανεξαρτήτως ποσού!
- Ε;
- Λέω, το σωστό είναι ανεξαρτήτως ποσού. Με επίρρημα. Εάν χρησιμοποιούσαμε το επίθετο δεν θα έβγαινε νόημα.
- Α… Ναι…
- Λοιπόν;
- A, να μωρέ, αυτό, ότι είχε έκπτωση σε όλα. Τέλος πάντων, άντε πάω, τα λέμε την άλλη εβδομάδα.
- Εντάξει, άντε, και καλό διάβασμα…

Ο δάσκαλος έγειρε ξανά το κεφάλι πάνω από τα χαρτιά του. Ο Λουκάς βγαίνοντας, κοντοστάθηκε έξω από το παράθυρο και τον κοίταξε. «Ανεξαρτήτως ποσού, ανεξαρτήτως ποσού» επανέλαβε ειρωνικά. Έφτυσε και έφυγε ανάβοντας ένα τσιγάρο…



(…)
- … «και τότε ανέβηκε στο βήμα ο πάστορας για να εκφράσει εκ μέρους της χριστιανικής κοινότητας την ωδίνη της…», χαχαχα, την ωδίνη της;
- E, ναι, την ωδίνη της, γιατί, αστείο είναι;
- «Οδύνη» με όμικρον και ύψιλον! Χαχαχα, ωδίνη έτσι όπως την έχεις γράψει είναι ο πόνος της γέννας. Ωχ, να ’σαι καλά, νέο συκώτι έκανα σήμερα…

Τα γέλια του δασκάλου παρέσυραν και τους άλλους μαθητές σε ξεκαρδίσματα. Ο Λουκάς προσπάθησε να γελάσει και αυτός. Ευχόταν μόνο να μην φαίνεται η υποχρέωση του γέλιου που ένιωσε. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το υποκριτικό γέλιο για ένα λάθος που έχεις κάνει εσύ! Το μακρύ του νύχι για την κιθάρα σχεδόν χώθηκε μέσα στο κρέας της παλάμης του.


(…)
- … «Η Ατζολίνα ανέβηκε τα σκαλάκια του τραίνου και…», χμμμ, το τρένο γράφεται με έψιλον.
- Ε, όχι , αποκλείεται, το έχω δει σε ένα σωρό κείμενα με άλφα γιώτα, ας μην τα ισοπεδώνουμε όλα πια! Εντάξει, έχουμε και μια γλώσσα, μη τα κάνουμε όλα γκρίγκλις!
- Κάνεις λάθος! Κοίτα, η λέξη είναι δάνειο από την ιταλική treno. Σύμφωνα με τους κανόνες της νεοελληνικής ορθογραφίας μια δανεική λέξη από άλλη γλώσσα γράφεται με τον απλούστερο τρόπο ορθογραφικά, άρα με έψιλον.
- Κανόνες της νεοελληνικής… Τα έχουμε καταστρέψει όλα! Τίποτα δεν αφήσαμε όρθιο! Μια ομορφιά είχαμε, την ορθογραφία μας, και την κάνουμε χαρακίρι και αυτή…
- Μα μην επιμένεις σε παρακαλώ, κανόνας ορθογραφίας είναι!


«Τον έπιασα! Αποκλείεται! Αυτή την φορά κάνει λάθος, δεν υπάρχει περίπτωση! Γράφεται με ύψιλον, αφού προέρχεται από το «ισχύς», «ισχυρός», που στο διάολο είναι και αυτός ο Μπαμπινιώτης; «Ισθμός», «ισχ», μμμμ, «κάπα, λάμδα, μι», «ιστός», «ισχίο», ε όχι ρε πούστη μου, «ισχιαλγία» από το «ισχίο» και το «άλγος»! Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω! Μου ’χει γαμήσει πια το πνεύμα, το μυαλό!».


Με μισάνοιχτο, από απορία, στόμα διάβαζε τις επικεφαλίδες της εφημερίδας, ενώ κρατούσε με το χέρι του την άκρη της σελίδας για να μην κουνιέται από τον αέρα. «Ρεπορτάζ του Πάνου Σόμπολου για το απεχθές έγκλημα του Ψυχικού στη σελίδα 33». Τράβηξε την εφημερίδα από το σκοινί ενώ το μανταλάκι στριφογύρισε σα σβούρα. Πέταξε με δύναμη την εφημερίδα πάνω στις τσίχλες, τις καραμέλες και το τασάκι για τα ψιλά. Ούτε καλημέρα σήμερα στον κυρ Μπάμπη, τον περιπτερά, ούτε τίποτα! Ψάχνοντας το ευρώ στην τσέπη του του είπε με στόμφο:
- Δάσκαλός μου ήταν! Χθες το βράδυ μου έκανε μάθημα, μια χαρά άνθρωπος! Βρε τι μπορεί να πάθεις από την μια στιγμή στην άλλη!
Ο κυρ Μπάμπης μούγκρισε καταφατικά. Συμφωνούσε.

Προχώρησε λίγο πιο κάτω, κοντοστάθηκε λίγο όρθιος και άνοιξε στη σελίδα 33:
… «Το άψυχο κορμί του καθηγητή βρέθηκε από την καθαρίστριά του, η οποία, όπως κάθε Τρίτη πρωί, χρησιμοποιώντας το αντικλείδι που της είχε προσφέρει το θύμα για να μπαίνει στην μονοκατοικία του Παλαιού Ψυχικού, τον ανακάλυψε ριγμένο με το κεφάλι πάνω στα γραπτά των μαθητών του. Στο κρανίο του καρφωμένα υπήρχαν τέσσερα μεταλλικά στυλό πολυτελείας»… μμμμμ, ναι καλά… «το φρικτό σκηνικόοο»… «σύμφωνα με το ιατροδικαστή ο θάνατος επήλθε γύρω στις τριάμιση», τι «τριάμιση», «τρεισήμιση», τσ, τσ, τσ, δεν υποφέρονται πια… «το σχολείο υποθάλπτει την βία», «υποθάλπτει»; «Υποθάλπει»… τι αηδίες γράφετε μωρέ… «η εγκληματική πράξη επισείει ποινή φυλάκισης»…, «επισύρει» ρεεε, α ρε αλήτες ανορθόγραφοι δημοσιογράφοι, δολοφόνοι της γλώσσας μας…
Αναζητώντας τον αδίστακτο φονιά

«Ο άνθρωπός είναι μεταφυσικό πλάσμα. Για να γνωρίσει κάτι, πρέπει να το βιώσει μέσα απ’ τα ωμά μάτια του κόσμου.» Μπράβο, ποιητικότατο! Αυτές οι στιγμές έμπνευσης αξίζουν όσο τίποτα! Έτσι θα ξεκινάει: «Ο άνθρωπος είναι μεταφυσικό πλάσμα. Για να γνωρίσει κάτι πρέπει..»
Μα, όχι! Δεν το πιστεύω! Εκεί που πήρα φόρα, εκεί που ξεκινάω, λέω τη λέξη ‘’ωμά’’ και τσουπ, νάτος μπροστά μου, με την ωμότητα για δεύτερη φύση του! Τι δεύτερη; Πρώτη! Θα τον γαμήσω! Δεν είναι δυνατόν! Όχι, και βέβαια είναι δυνατόν, και αρκετά αληθοφανές, να θέλω να γαμήσω αυτόν τον καριόλη, όμως δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό τώρα! Τώρα που εμπνέομαι για να γράψω το μεγάλο μου αστυνομικό μυθιστόρημα! Με αποσπά λες και είναι τίποτα σπουδαίο, τίποτα σημαντικό.... και όμως, είναι ο μαλάκας προχθές στη στάση που επανέλαβε ακατάπαυστα, δύο φορές, τη φράση ‘’Έλεος ρε μαλάκα, έλεος!’’ σε κάποιον στο κινητό που μιλούσε.. τι μιλούσε, γκάριζε!
Είναι ποτέ δυνατόν;! Και βέβαια είναι δυνατόν να υπήρχε αυτός ο μαλάκας που ούρλιαζε ‘’Έλεος ρε μαλάκα, έλεος!’’, όμως είναι δεν δυνατόν να συμβαίνει αυτό σε’ μένα, όταν παίρνω λεωφορείο βία τέσσερις φορές το μήνα! Εγώ και η ευαισθησία μου στο περιβάλλον! Σκατά τώρα! Γιατί να πρέπει να ακούω τον κάθε ανώμαλο; Και την ώρα που πάω να γράψω την πρώτη σειρά, την κάθε μία λεξούλα μου, που ο σωρός τους θα φτιάξει το μικρό μου θαύμα, έρχεται στο μυαλό μου η διαολεμένη η γκαρίδα του μαλάκα!
Εντάξει ρε φίλε, έχασε η ομάδα σου στο ποδόσφαιρο, παράβρασε τα μακαρόνια η Φιλιππινέζα, πέθανε η μάνα σου.. τι έγινε δηλαδή, πρέπει να σ’ ακούμε να φωνάζεις και να χυδαιολογείς;! Γιατί δεν συγκρατείς τα νεύρα σου και την πληρώνουμε όλοι, ε;!
Τέλος πάντων, δε γαμιέται;! Αυτόν τον πούστη θα σκοτώσω! Μηδέν κακό αμιγές καλού! Με αποσυντονίζει που με αποσυντονίζει, φίλε σου έκατσε η καλή! Θα του μοιάζει ο δολοφονημένος!
Μα είναι δυνατόν;! Και φυσικά, είναι δυνατόν να κάθεται ένας τέτοιος μαλάκας στη στάση, γιατί όμως εγώ να βρεθώ εκεί αυτό το πρωινό, ακριβώς εκείνη την ώρα, σε αυτή τη στάση από τις τρεις της γειτονιάς;!
Και να ουρλιάζει μες στ’ αυτί μου, και να φτύνει ποταμό ολόκληρο μαζί με καπνό φτηνού τσιγάρου πάνω μου! Να πας αλλού να ξεσπάσεις τα νεύρα σου! Τι φταίμε εμείς, οι ψυχές που συλλαμβάνουμε τη λεπτή αίσθηση της πραγματικότητας να ανεχόμαστε τον πάσα έναν κλασομπανιέρα;! Να υφιστάμεθα τη βιαιότητα του γκρεμίσματος του εύθραυστου τείχους, που διαχωρίζει εμάς τους καλλιτέχνες από τον κάθε ανίδεο βλάχουρα!
Τι θέλω και μπλέκω με αυτά τα μπασκλασαδόρικα; Αφού έχω την κουρσάρα μου, τη μηχανάρα μου και άμα λάχει κάνω και τη φιγούρα μου! Άκουσες κύριε;! Τι; Ναι εντάξει, μπορεί ρυθμικά να μην ταιριάζει ακριβώς η λέξη φιγούρα που έπεται των λέξεων κουρσάρα και μηχανάρα, αλλά εμείς είμεθα καλλιτέχνες και αυτά τα ελάχιστα φάλτσα, μας επιτρέπονται σε μια στιγμή που χάνουμε την εξασκημένη αυτοκυριαρχία μας. Εσύ όμως, που πας καημένε φωνασκώντας ‘’Έλεος, ρε μαλάκα, έλεος’’;! Εσύ, που δεν αξιώθηκες να προσφέρεις ούτε μισή αράδα στη Μούσα!...
Θα πεθάνει ο μαλάκας! Το πρώτο θύμα του αδίστακτου φονιά του μυθιστορήματος μου, θα είναι αυτός, με τα δικά του εμετικά χαρακτηριστικά. Την πλακουτσωτή μύτη, τις φαρδιές χερούκλες, την άθλια γυναικομαστεία, την παιδική φαλάκρα... Μήπως η παιδική φαλάκρα κάνει τους αναγνώστες να νιώσουν οίκτο για το μαλάκα;.. Μπορεί βέβαια και αηδία.. Πως λέμε παιδική τροφή.. Σκέτη αηδία!
Να ορίστε, παραλίγο να αποσπαστεί πάλι η προσοχή μου εξαιτίας του μαλάκα! Θα πεθάνει! Δεν θα τον βάλω βέβαια έτσι ανώνυμα, να πουν όλοι:σιγά, άλλος ένας μαλάκας που πέθανε ήταν. Δεν θα καταφέρει να μου χαλάσει εμένα το σίγουρο καταφύγιο της λογοτεχνίας μου! Θα πρέπει να του βρω ένα όνομα λογοτεχνίζον... Να μην είναι κάτι κοινό, ούτε όμως υπερβολικό.. Πρέπει να έχει το μέτρο της τελειότητας! Βέβαια, όπως τον έκοψα, για Μπάμπης μου έκανε... ή μάλλον για Θωμάς. Ναι, σίγουρα, Θωμάς ήταν, διότι εκεί που ωρυόταν να τον ελεήσει ο άγνωστος μαλάκας, μου ήρθε να του πω: ‘’Στάσου ρε Θωμά..’’. Και θα κάνει και συνειρμό με τον κακό και άπιστο μαθητή του Χριστού.
Τώρα θα μου πεις: ταιριάζει το ‘’Θωμάς’’ σε αστυνομικό μυθιστόρημα; Ρε το μαλάκα το Θωμά, ούτε ένα όνομα της προκοπής δεν έχει;! Αλλά ως έχει! Όταν υπάρχει έμπνευση, δεν κάνει να παρακωλύεται από τέτοιες ανόητες νόρμες.
Η αλήθεια είναι ότι, δεν θα τον δούμε και πολύ στο μυθιστόρημα. Η αστυνομία θα τον βρει πεσμένο στο πάτωμα του σπιτιού του και μετά θα κυνηγήσει το δολοφόνο.
Όχι! Θα τον ξεφτιλίσω! Θα τον βάλω τσίτσιδο στον μπάνιο την ώρα που χέζει. Μήπως θα’ ναι κάπως άκαρδο όμως; Για τους αναγνώστες! Φαντάσου ο αναγνώστης να δει, μέσω της ακριβούς περιγραφικής μου ματιάς, το Θωμά να χέζει.. Αναγούλα!
Σε μπορντέλο θα τον βάλω! Έτσι εξηγείται, αγάμητος αγάμητος- ποια να του κάτσει κιόλα; -σε μπορντέλο τον φάγανε! Πάνω στην πιο διεστραμμένη στύση του- αφήνοντας να εννοηθεί κάπου εκεί στα ενδιάμεσα, ότι ήταν μία απ’ τις σπάνιες φορές που του σηκώθηκε. Ναι! Εκεί που η Ρόζα, η χοντρή γριά πουτάνα, τον μαστίγωνε φωνάζοντάς τον ‘’γουρουνάκι μου’’, επειδή είναι και κοπρολάγνος συν τοις άλλοις.. Μπα, ας τ’ αφήσω αυτό με τα σκατά καλύτερα. Δεν θα φανεί υψηλού ύφους, αν χρειαστεί να ξεράσει απ’ την μπόχα κανένας απ’ τους ήρωες .
Τέλος πάντων, ας καταλήξω αρχικά στο σχήμα ‘’Θωμάς-μπορντέλο-δολοφονία’’.. Ή μήπως να τον βάλω σε άλλη σειρά να μην παίρνουν τα μυαλά του αέρα; Θα τον βάλω μετά το μπορντέλο: ‘’μπορντέλο- Θωμάς-δολοφονία’’. Ναι, αλλά τώρα είναι στη μέση και άρα κέντρο του σχήματος. Μήπως μπορντέλο-δολοφονία-Θωμάς; Όχι! Σύμφωνα με το νόμο των τριών, είναι ο τρίτος ο καλύτερος!
Μα είναι δυνατόν;! Ένας τέτοιος μαλάκας, ένα ανθρωπάκι, ένα υποκείμενο χωρίς λόγο ύπαρξης να με δυσκολεύει τόσο πολύ για να φτιάξω ένα διαολεμένο πτώμα;! Τουλάχιστον, δεν θα’ χω πρόβλημα με την περιγραφή. Και από μυρωδιά; Σαν πτώμα έζεχνε! Έτσι που τον είδα, απλά και μόνο αν τον περιγράψω, περνάει για άγρια δολοφονημένος μεσήλικας. Έτσι, με την κοιλάρα του ξεσκισμένη-έξω τα έντερα, έξω όλα- με αυτήν την αρκουδίσια τρίχα, που δεν ξεχωρίζεις μασχάλη από σβέρκο... Βέβαια, δεν θα βάλω τη λέξη αρκουδίσια. Δεν ακούγεται λογοτεχνικό!
Και ξέρεις τι; Πάλι καλά που οι αναγνώστες θα τον γνωρίσουν νεκρό. Ώρες είναι τώρα να ταραχτεί κανένας από την βροντοφωνάρα του! Και’ γω, που έμεινα ψύχραιμος, είναι που είμαι συγγραφέας και μπορώ να παρατηρώ τη ζωή από απόσταση. Να τη μελετώ και να ξεχύνω στις σελίδες το καταστάλαγμα της ποιητικής ματιάς του κόσμου.
Βέβαια, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι χαρίζω τη ζωή σε έναν τέτοιο, μεφιστοφελικό συνδυασμό αντιποιητικότητας, σαν τον Θωμά. Ίσα-ίσα, η δική μου η δουλειά με υποχρεώνει να πλάθω με τις γυμνές παλάμες της φαντασίας μου τις άμορφες ακαθαρσίες, ώστε να μεταμορφωθούν σε καλλιτεχνικό γεγονός. Όλα κι όλα, ο Θωμάς πρέπει να πεθάνει. Άλλωστε, τι θα μπορούσε να ξεχωρίζει έναν μεγάλο λογοτέχνη από τον όχλο, αν όχι οι μικρές καθημερινές θυσίες;