Friday, April 3, 2009

Δεν είμαι πια παιδί...


Πάντα μου άρεσε το καλαίσθητο. Σήμερα, μου φαίνονται όλα κακόγουστα. Το δωμάτιο μου. Έχει γωνιές παιδικότητας, εκείνα τα κομμάτια του που έχει επιμεληθεί η μάνα. Δεν είμαι πια παιδί. Ας της το πει κάποιος. Και εκείνες οι στάλες δικιάς μου επιδίωξης να αλλάξει ο χώρος μοιάζουν τόσο αταίριαστες. Μοιάζουν εμένα. Μα δεν είμαι πια παιδί. Οι άλλοι. Γιατί με κυκλώνουν και με σφίγγουν. Δεν αντιλαμβάνονται πόσο δυσκολεύουν την αναπνοή μου; Είμαι σαν την Χιονάτη στο γυάλινο της φέρετρο. Περιμένω να ‘ρθει για να καταπιώ. Μα δεν είμαι πια παιδί. Εγώ. Αποφεύγω του καθρέπτες μετά μανίας. Τρομάζω στην ιδέα, ότι το είδωλο μου, θα μου απαντήσεις στις αέναες ερωτήσεις που του θέτω. Ίσως και να θέλω να μου απαντήσεις. Μα δεν είμαι πια παιδί.
Μεγάλωσα απότομα. Σε μια εποχή. Νομίζω ήταν χειμώνας. Ίσως, είναι μεγάλο διάστημα. Αλλά στα παιδικά μου μάτια φαντάζει σαν την Θαμπελίνα. Διαβάζω παραμύθια για να βρω τη χαμένη μου αθωότητα. Τα γράφω για να ζήσω μέσα από αυτά. Μα δεν είμαι πια παιδί. Το ξέρω, κατά βάθος. Πως δεν είμαι.
Όταν μεγάλωσα, το σώμα μου δεν άλλαξε. Δεν μάκρυναν τα άκρα μου, δε μέστωσε το βλέμμα μου, δεν σβήστηκαν οι αναμνήσεις της παιδικής χαράς. Όμως, κάτι δάκρυσε. Και έσπασε. Τι είναι αυτό που δακρύζει και σπάει ταυτόχρονα; Πόσο θα θελα να μην είχα. Να ήμουν σαν το ψωμί που ξεριζώνει ο πιτσιρίκος και αφήνει την κόρα του μονάχα, αν δεν έχει σουσάμι. Κόρα θα θελα να ήμουν. Μα δεν είμαι. Ούτε κόρα, ούτε παιδί, δεν είμαι.
Τα δάκρυα με τα κομμάτια εξαφανίστηκαν. Σαν τον καθρέπτη της Βασίλισσας του Χιονιού. Εκείνη, βρήκε τον Κάι, πρόθυμο και μη, να κολλήσει και πάλι τον καθρέπτη. Και εγώ, να ψάξω τεμπελιάζω. Γιατί δεν είμαι πια παιδί, να πιστεύω σε παραμύθια, δράκοντες και ιππότες. Αν σπάσει ο καθρέπτης, φέρνει επτά ολόκληρα χρόνια γρουσουζιάς. Μα δεν έσπασε ο καθρέπτης μου, εμένα – ευτυχώς. Ό, τι έσπασε, δάκρυσε παράλληλα. Ήταν ο γόος υπόκωφος, τυφλός ζητιάνος, τα τύμπανα μου, τα τρυπούσε. Δεν είμαι πια παιδί για να ακούω απόκοσμες φωνές και θρήνους. Όχι, δεν είμαι.
Είναι φορές που, πόσο άρρωστη είμαι, αναρωτιέμαι. Απαίτησα ετούτη τη φορά να μην καλέσουμε κατ’ οίκον τον παιδίατρο. Θα τον επισκεφτώ εγώ. Αφού δεν είμαι πια παιδί…
Μερικές φορές, ξεχνάω και να γράφω. Το χέρι μου παγώνει και δε μπορεί να σχηματίσει το κουλουράκι και την μαγκουρίτσα, ή τα δύο μισοφέγγαρα. Δε ξέρω, γιατί αυτό συμβαίνει. Μήπως είμαι τελικά ένα παιδί;
Πώς είναι τα παιδιά, δεν ενθυμούμαι. Πως χαίρονται, ξεχνώ, πως κλαίνε, λησμονώ.
Μα ξέρω ‘γω, πως δεν ανήκω σε αυτά. Απουσιάζει η ανεμελιά. Την επιπλήττει ο στοχασμός, ανύπαρκτος κι αυτός. Και εγώ που ανέμελη στοχάζομαι, παιδί, είμαι ή δεν;
Γιατί να μην είσαι αυτό που θες;
Δυνατή πιο. Θα ‘θελα. Αισιόδοξη πιο. Θα ‘θελα. Συγκρατημένη πιο. Θα ‘ θελα. Παιδί – πιο. Θα ‘ θελα;
Μα η αλήθεια είναι, πως παιδί δεν είμαι πια. Πως φέρομαι, σαν παιδί. Ναι, ξέρω. Πως ζω, δεν ξέρω. Παιδικές δεν μοιάζουν οι ανάγκες μου. Τον Κάι, ψάχνω για να βρω, τα κομμάτια να ενώσει. Μα ‘χουν χαθεί από καιρό. Έχω ξεχάσει και το σχήμα τους. Άραγε, είναι μικρά; Είναι μεγάλα; Λοξά; Δε θυμάμαι. Μα θα τα βρω. Κι ας μην είμαι πια παιδί.

2 comments:

  1. πολύ γλυκό, αυτό με τον παιδίατρο άπαικτο! κι οι γωνίες παιδικότητας επίσης...

    ReplyDelete
  2. μαμάαααααααα, δεν είμαι πια παιδί... σνιιιιιιιφ!

    ReplyDelete