Tuesday, April 14, 2009

Καληνύχτα Τόμας

-Πες, Τόμας. Μοιράσου την εμπειρία σου, Τόμας. Όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί. Δικαιούνται να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Και’ συ το ίδιο. Μην έχεις ενοχές. Θα σε ακούσουμε. Είμαστε εδώ για να σε ακούσουμε!
-Εγώ.. Τι να πω; Δεν είναι κάτι να πω… δεν ξέρω.. προέκυψε απλά.. δεν ήμουν σίγουρος τι έκανα.. Θα μπορούσε μάλλον να ήταν αλλιώς…αλλά…αλλά δεν ήταν.
-Πες μας Τόμας. Μοιράσου.
- Ήταν.. ήμουν.. Θα μπορούσα να ήμουν κάποιος άλλος.
-Περίεργη παραδοχή Τόμας! Και δεν πιστεύεις, Τόμας, πως αν ήσουν κάποιος άλλος, δεν θα ήσουν εσύ Τόμας; Όλοι οι άνθρωποι το πιστεύουν αυτό.
-Εγώ… Το πιστεύω.. Όμως, αν.. αν ήμουν κάποιος άλλος, θα ήμουν πιο ελεύθερος. Το’ χω σκεφτεί εκατοντάδες φορές! Είναι συνεχώς αυτές… αυτές…είναι αυτές όλες! Όλες τους! Δεν είναι μία, ούτε δύο. Είναι συνεχείς!
-Ποιες είναι ‘αυτές’, Τόμας; Τις ξέρεις! Τις γνώρισες! Πες μας! Μίλα μας γι αυτές.
- Εγώ και αυτές… είμαστε το ίδιο! Μάλλον, αυτές με καθορίζουν περισσότερο από αυτό που θα θεωρούσα πως είναι το απόλυτο, βαθύτερό μου είναι. Επιλέγω σημαίνει διαλέγω. Κάνω αυτό που θεωρώ. Μάλιστα, αυτό που, κατά περίπτωση, πιστεύω ως καλύτερο και ποιο…ποιο.. λογικό! Οι επιλογές μου ήταν καθοριστικές! Ε…ε.. ήταν. Είναι δηλαδή.
-Φοβάσαι να το παραδεχτείς, Τόμας;! Δεν είναι δειλό αυτό εκ μέρους σου; Δεν υποστηρίζεις αυτά που έπραξες, Τόμας;
Τόμας, έχεις όνομα. Είναι το μόνο όνομα που θα αποκτήσεις ποτέ στη ζωή σου. Πρέπει να είναι δικό σου. Πρέπει να το κάνεις κάθε μέρα δικό σου, Τόμας. Οι επιλογές- και πόσο μάλλον οι πράξεις σου- είσαι εσύ.
-Να.. ήταν… ένας δρόμος! Μεγάλος δρόμος! Ήταν με πολλά αυτοκίνητα και το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Το φανάρι ήταν κόκκινο. Περιμέναμε να ανοίξει και να φύγουμε με μεγάλη ταχύτητα για να μη μας προσπεράσει ο διπλανός. Ήμασταν έτοιμοι να κορνάρουμε, αν κάποιος καθυστερούσε! Το έβλεπα στα χέρια τον οδηγών και στη εκνευρισμένη φάτσα τους. Ή νόμιζα ότι το έβλεπα, όμως ήμουν σχεδόν σίγουρος. Η αριστερή λωρίδα ήταν πολύ γεμάτη. Τα αυτοκίνητα συνέχιζαν σωρός πίσω, πίσω, πίσω… Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να μετρήσουμε όλη αυτή τη μεγάλη ουρά που είχε δημιουργηθεί. Κανείς μας! Ξέρω, βέβαια, γιατί ήταν έτσι. Όλοι θα έστριβαν από κει που θα έστριβα και’ γω, για να πάμε στις δουλειές μας. Ήταν ο δρόμος προς τα εμπορικά καταστήματα. Πηγαίναμε στις δουλειές μας!
Η αριστερή λωρίδα πάλι, ήταν άδεια! Δεν ήταν πολλών οι δουλειές από την εθνική οδό. Το ξέρω. Δεν θα έπρεπε να πάω από’ κει. Δεν είχα κάτι να κάνω από’ κει. Όμως…όμως…η καταραμένη η συμμετρία! Ήξερα ότι υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έπαιρνα ποτέ τη δεξιά πλευρά. Δεν μου χρειαζόταν! Όμως..όμως τα αυτοκίνητα ήταν σαφώς λιγότερα από εκείνη την πλευρά. Δεν υπήρχε συμμετρία! Δεν ήταν δυνατόν η ουρά απ’ τη μια να ήταν τεράστια και από την άλλη να μην υπάρχει ψυχή! Όσο για το νόμο των πιθανοτήτων, θα μπορούσα να εξηγήσω το γεγονός καλύτερα, αν ήξερα τι γίνεται με την κίνηση παρακάτω!
Όμως..όμως…να.. έτσι… ενστικτωδώς να το πω…πήρα την δεξιά λωρίδα!
-Και τι σημαίνει αυτό, Τόμας; Δεν ήταν μία δική σου επιλογή Τόμας; Ήταν καθαρά δική σου! Συνέχισε Τόμας. Μοιράσου, Τόμας. Είμαστε εδώ για να σε ακούσουμε, Τόμας.
- Ήταν… ήμουν.. Θυμάμαι πως ήμουν στο παλιό μου διαμέρισμα. Και στην απέναντι πολυκατοικία το φως ήταν πάντα ανοιχτό. Έβλεπα το παράθυρο πάντα με το φως ανοιχτό. Η κυρία του διαμερίσματος τις νύχτες διάβαζε, έπλενε, τραγουδούσε ή μιλούσε.. δε θυμάμαι… ίσως να έπρεπε να θυμάμαι, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ. Ήταν πάντα με τα φώτα ανοιχτά. Ένα βράδυ… το είχα σκεφτεί καιρό… Το σκεφτόμουν καιρό. Ήταν.. Είναι δική μου επιλογή. Ένα βράδυ θα καθόμουν μέχρι αργά. Να τη δω. Ήθελα να δω τι κάνει. Ήταν όλο το βράδυ ξύπνια και κοιμόταν το πρωί; Ήθελα να την δω. Με τρόμαζε ένας άνθρωπος που ζούσε τη νύχτα. Τη νύχτα ξεκουραζόμαστε. Έχω μάθει ότι τη νύχτα κοιμόμαστε. Το πρωί πάμε δουλειά.
Έτσι, έμεινα όλη νύχτα ξύπνιος. Ήθελα να μείνω όλη τη νύχτα ξύπνιος. Ήμουν περίεργος. Την είδα να προχωράει σε όλο το δωμάτιο. Πήγαινε συνέχεια αριστερά δεξιά και κούναγε τα χέρια της σα να έπλεκε κάτι. Δεν κρεμόταν όμως τίποτα από το χέρι της. Δεν έβλεπα τίποτα. Δεν μπορούσα να δω κάτι. Ήταν σα να φοβόταν κάτι. Το καταλάβαινα στις κινήσεις της. Με τρόμαζε που φοβόταν κάτι. Είναι τρομακτικό να συνειδητοποιείς ότι ένας άνθρωπος που βρίσκεται ακριβώς απέναντι σου, φοβάται κάτι μέσα στη νύχτα. Για να έχει ανοιχτό το φως, κάτι υπάρχει!
Κάποια στιγμή οι κινήσεις σταμάτησαν. Τα βήματα σταμάτησαν. Είχε ξαπλώσει στον καναπέ. Κοιμήθηκε με τα φώτα ανοιχτά! Δηλαδή, πιστεύω πως κοιμήθηκε, διότι δεν κουνήθηκε για αρκετή ώρα.
Το επόμενο πρωί, νυσταγμένος, την είδα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Φορούσε μαύρα γυαλιά και όλο το σώμα της ήταν καλυμμένο με ρούχα. Ακόμα και τα δάχτυλα των χεριών της… Φορούσε γάντια! Είχε τρομερή ζέστη εκείνη την ημέρα… Πώς ήταν δυνατόν να φοράει γάντια; Από μακριά, κοίταξα το διαμέρισμά της. Όλες οι κουρτίνες ήταν κλειστές! Ήταν μεγάλες χοντρές κουρτίνες που δεν άφηναν να περάσει ο ήλιος στο διαμέρισμά της.
Είχα ακούσει από τη γειτονιά να την φωνάζουν βαμπίρ. Με ανατρίχιασε η ιδέα! Όχι δεν πίστευα σε τέτοια πράγματα. Είμαι λογικός άνθρωπος! Δεν υπήρχαν τέτοια πλάσματα. Και εξάλλου, μες τη νύχτα, τι να φοβάται ένα βαμπίρ; Ήταν μια γριά γυναίκα! Τα βαμπίρ δε γερνάνε! Όμως.. τι θα μπορούσε να ήταν; Και αν φορούσε όλα αυτά τα ρούχα επειδή θα την έκαιγε ο ήλιος; Ή αν το δέρμα της ήταν απλά τόσο κρύο που δεν ήθελε να την αγγίζει κανείς για να μην το καταλάβει;
Το ίδιο βράδυ έψαξα στο ίντερνετ. Η περιγραφή της ταίριαζε σε μία σπάνια ασθένεια αλλεργίας στον ήλιο. Δεν μπορούσε να είναι στον ήλιο ή να αντικρίσει τον ήλιο ποτέ. Ήταν σα να την έβλαπτε το ότι αναπνέει.
Τη παρακολουθούσα για πολύ καιρό. Το φως έμενε πάντα ανοιχτό.
Ένα βράδυ, την ώρα που κοιμόταν. Μπήκαν μες στο σπίτι της κάποιοι από τη γειτονιά που τη φώναζαν βαμπίρ. Ήταν μερικά παιδιά. Δεν θυμάμαι πόσα ή πόσο χρονών ήταν. Ίσως θα έπρεπε να θυμάμαι.. αλλά δεν μπορώ..
Κατέβασαν όλες τις κουρτίνες με θόρυβο. Την ξύπνησαν. Τη έπιασαν και την έδεσαν μπροστά στο παράθυρο. Μου φάνηκε βίαιο. Όμως… όμως στ’ αλήθεια δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Ήταν πολλοί μαζί. Ήταν κάποιοι φανατικοί από τους Διαμαρτυρόμενους της τοπικής εκκλησίας. Θα την άφηναν το πρωί στον ήλιο.
Η αλήθεια είναι ότι….όσο παράλογο και να ήταν…ε..ήθελα.. Θέλω να ξέρω.. Ήθελα να ξέρω.. Με τρόμαζε. Όσο και να είναι παράλογο… ήθελα να δω αν ο ήλιος θα την σκότωνε.
Είχε έρθει η αστυνομία το επόμενο πρωί. Εγώ… γύρισα από τη δουλειά. Είχε… είχε όντως πεθάνει.. Απλά δεν θα μαθαίναμε ποτέ για ποιο λόγω τελικά πέθανε.
-Τι ήταν αυτό που πραγματικά ήθελες, Τόμας; Μίλησε μας, Τόμας. Όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί και ελεύθεροι. Τι πραγματικά ήταν αυτό που ήθελες, Τόμας;
-Εγώ…θα ήθελα να βοηθήσω… Θέλω να βοηθήσω..
-Και τι έκανες, Τόμας; Πες μας, Τόμας. Ποια ήταν η πραγματική σου πράξη, Τόμας;
-Θα ήθελα να ξέρω για ποιον λόγο στ’ αλήθεια πέθανε.

2 comments:

  1. μιας και δεν το διαβασαμε στη γραφη...το στελνω εδω!
    φιλια!

    ReplyDelete
  2. Moυ άρεσε πολύ. Ένοιωσα λίγο, από τις περιγραφές σου, το συναίσθημα του Τόμας και τον λόγο που διστάζει να μιλήσει και να εκφραστεί ελεύθερα. Αν και σκιάχτηκα λίγο!!! Ευτυχώς που δεν το διάβασα νύχτα! Πιο πολύ όμως σκιάχτηκα αυτόν τον επίμονο και ύπουλο που κάνει τις ερωτήσεις!!!

    ReplyDelete