Friday, April 9, 2010

Οιδίποδας




Σε γνώρισα μες το ημίφως. Η ατμόσφαιρα μύριζε ευκάλυπτο, κατακαλόκαιρο και ο κόσμος μας έπαιζε κρυφτό. Μου είπες ότι με ακολούθησες επειδή σου άρεσε η μυρωδιά μου. Μύριζα καρύδα και ήθελα να σε πείσω ότι έτσι εξωτική ήταν η φυσική μου μυρωδιά. Εσύ γελούσες. Στο ημίφως δώσαμε το πρώτο μας φιλί και γνωριστήκαμε κάπως βιαστικά. Βιαστήκαμε να βρεθούμε μόνοι μας αλλά το καθυστερήσαμε εσκεμμένα για να εγκαινιάσουμε με αξιοπρέπεια μια σχέση συνεχούς αναμονής.

Το ’ξερα από την πρώτη στιγμή ότι δεν έπρεπε να σε κοιτάξω στα μάτια. Εκεί, στο ημίφως, δίπλα σ’ ένα γερασμένο δέντρο που με τον χιονιά του επόμενου χειμώνα δεν άντεξε και έπεσε, εκεί σε κοίταξα λίγο από το πλάι, στα μάτια και κατάλαβα. Αν σε κοίταζα κατάματα εκείνοι οι πράσινοι βολβοί, οι δύο υπνωτιστικές σπείρες που φιλοξενείς στο βλέμμα, θα μου έπαιρναν την ψυχή και θα μου την φυλάκιζαν. Και εγώ θα απέμενα ένα κορμί άψυχο να μην ξέρω τι να κάνω, να μην μπορώ να συνεχίσω. Και έτσι το αποφάσισα, σαν λύση ανάγκης, σαν ένστικτο επιβίωσης, να είμαι μαζί σου μα να μην σε κοιτάζω στα μάτια.

Και εσύ επέμενες και επέμενες. «Κοίταξε τα μάτια μου να δεις πόσο μοιάζουν με τα δικά σου». «Κοίταξέ με να με γνωρίσεις, να με μάθεις καλύτερα». «Κοίτα έχω κριθαράκι». «Θα σου δώσω μια μούντζα αύριο, μόλις ξυπνήσεις και θα φύγει, άσε με τώρα», σου έλεγα, και ’συ έλεγες ότι αδιαφορούσα. Μα το πρωί σου έδινα την μούντζα αλλά εσύ μου έλεγες ότι σε μισώ και σε μουντζώνω. «Κάτι μπήκε στο μάτι», μου έλεγες, και ’γω σε συμβούλευα να πας στο μπάνιο να το βγάλεις. Και ’σύ πήγαινες ετοιμάζοντας την εκδίκησή σου φωνάζοντας μου «μα τί σου έκανα και με εκδικήσε;» ενώ εγώ έτρεχα σε αντίθετη κατεύθυνση, στην κουζίνα, και όσο σε άκουγα να μουρμουρίζεις για την αδιαφορία μου, δάγκωνα τα χέρια μου που δεν μπορούσα να ’ρθω και να σε βοηθήσω και διπλωνόμουν στα δύο από τους αφόρητους πόνους που μου έκοβαν το κορμί στη μέση. Γιατί σε καταλάβαινα και ήξερα την βοήθεια που ζητούσες και ήταν δυσβάσταχτο να μην μπορώ να σε βοηθήσω, εσύ δεν καταλάβαινες πώς δεν μπορούσα να σε βοηθήσω. Με έβλεπες να γυρνάω πάντα όρθιος από την κουζίνα και να επιμένω να μην κοιτώ τα μάτια σου και υπέθετες ότι έτρωγα κουλουράκια όση ώρα εσύ προσπαθούσες να βγάλεις τον κροκόδειλο από το μάτι σου, και γέμιζες το ποτήρι του μίσους σου.

Μέχρι εκείνη την νύχτα που ήρθες αποφασιστικά πάνω μου και παγίδεψες το κεφάλι μου. Είχα φορέσει πάλι το άρωμα καρύδας, μα δεν μύριζε το ίδιο εξωτικά με την πρώτη μας νύχτα και αυτό ήταν ένα κακό προμήνυμα. Με ανάγκασες να σε κοιτάξω βαθιά, μέσα στα μάτια. Και τότε κατάλαβα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μου αιχμαλωτίσεις την ψυχή μες την ματιά σου. Γιατί η ψυχή μου ήταν ήδη αιχμαλωτισμένη και δεν ήθελα να το παραδεχτώ και να το αντικρίσω. Αρκούσε η πρώτη μισοματιά, από το πλάι, στο ημίφως, τότε που παίζαμε κρυφτό. Από την πρώτη μας βραδιά η ψυχή μου είχε φυλακιστεί στα μάτια σου. Την είδα να ουρλιάζει πίσω από τις σιδερόβεργες των βλεφαρίδων σου. Και κατάλαβα γιατί το κορμί μου τόσο καιρό έκανε αυτό τον περίεργο γδούπο όταν έβρισκε στις γωνιές. Γιατί ήταν άδειο. Το χειρότερο ήταν ότι στην αλαζονική ματιά σου συνειδητοποίησα ότι δεν είχες την ανάγκη να σε κοιτάξω στα μάτια, είχες την ανάγκη να με κάνεις να συνειδητοποιήσω ότι είχες φυλακίσει την ψυχή μου στα μάτια σου. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι η ψυχή μου, στη φυλακή της, άντεχε ακόμα να ουρλιάζει να ελευθερωθεί ενώ παραδίπλα της πτώματα άλλων ψυχών αποδείκνυαν ότι εκείνες δεν τα είχαν καταφέρει.

Πέρασαν δύο χρόνια από τότε. Και κάθε μέρα, κάθε στιγμή, σχεδίαζα πώς να απελευθερώσω την ψυχή μου. Ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Και τότε το πήρα απόφαση. Ο μοναδικός τρόπος ήταν να σου τρυπήσω τα μάτια και μέσα από το αίμα που θα κυλά να ξεγλιστρήσει και η ψυχή μου. Έτσι απέκτησα εκείνες τις δύο βελόνες που κουβαλούσα στην τσέπη του πουκάμισού μου αναζητώντας την κατάλληλη στιγμή. Μα δεν την έβρισκα ή μάλλον δείλιαζα. Και όταν ξεγυμνωνόμουν πια μπροστά σου έβλεπες τις τρύπες στα στήθη μου και στη καρδιά από τις μύτες των βελόνων που με τρυπούσαν όλη μέρα σε κάθε κίνησή μου. Εσύ ρωτούσες τί είναι αυτές οι πληγές και εγώ σου έλεγα «οι μαχαιριές σου» και εσύ καθησυχαζόσουν που ήταν οι μαχαιριές σου και όχι τίποτα βελόνες για να σου βγάλω τα μάτια και να απελευθερώσω την ψυχή μου.

Μια νύχτα όμως, παραζαλισμένος παραπάτησα και σου κάρφωσα τις βελόνες στα δύο σου μάτια, τόσο παράλληλα και ευθυγραμμισμένα που κανείς θα έλεγε ότι είχα χαράξει την πορεία με διαβήτη και μοιρογνωμόνιο. Και έμοιαζες με εικονογράφηση σχολικού βιβλίου για εξετάσεις πανελληνίων. Μου άρπαξες τα χέρια με τόση δύναμη που λύγισα και γονάτισα μπροστά σου. Περίμενα να τραβήξεις έξω από τα μάτια σου τις βελόνες και να κυλήσει το ρυάκι του αίματος και η ελεύθερη ψυχή μου μα εσύ έμπηξες πιο βαθιά τις βελόνες. «Τι κάνεις;» σου ούρλιαξα και τράβηξα εγώ έξω τις βελόνες. Μα ήταν μάταιο. Τις είχες καρφώσει τόσο βαθιά που είχαν διαπεράσει την ψυχή μου και την είχαν κομματιάσει. Στο πάτωμα κυλούσε το αίμα που παρέσερνε κομμάτια από την νεκρή ψυχή μου.

Και απομείναμε έτσι, χαμένοι μα πιο ισότιμοι πια.
Εσύ έχασες την όρασή σου και εγώ την ψυχή μου.


* Η εικόνα είναι από το βιβλίο The Melancholy Death of Oyster Boy με σχέδια και ποιήματα του Tim Byrton

3 comments:

  1. Ευχαριστώ πολύ. Χαίρομαι που σου άρεσε. Ξέρω, λίγο στενάχωρο και αιματερό...

    ReplyDelete