Tuesday, May 5, 2009

Άμεμπτος




Ω, μα δεν είχε καμιά ανάγκη να το σκέφτεται πια. Ήταν γεγονός. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να προσβάλει τον ήσυχο μακροχρόνιο και τόσο βολικό του γάμο με μια πεπερασμένη απιστία που ίσως και να μη μαθευόταν ποτέ, αλλά θα λέκιαζε ανεπιστρεπτί έστω και στο μυαλό του, το αστραφτερό του επαγγελματικό και συζυγικό μητρώο.
Όσο κι αν την είχε ποθήσει μηχανικά και ασυνείδητα κάποτε, εμμονικά και μελαγχολικά μετά, βουλιμικά και άγρια στο τέλος, τώρα πια ο πόθος του όφειλε να καταλαγιάσει. Το είχε αποφασίσει μετά από βαθιά περίσκεψη και ενδοσκόπηση. Μετά από ώρες και ώρες αγρύπνιας και ανησυχίας. Μήνες τώρα.
Δε θα λιγωνόταν πλέον κάθε που έπεφτε το χαλαρό της μανίκι και εμφανιζόταν τρωτός και λαχταριστός ο αστραφτερός της ώμος. Δεν θα ανυπομονούσε να αναδυθεί το διαμαντάκι που κοσμούσε τον μικρό αφαλό της κάθε που εκείνη τεντωνόταν για να πιάσει κάποιο βιβλίο από τα ψηλά ράφια που ίσως εσκεμμένα της είχε ζητήσει. Δεν θα ευχόταν να τινάξει την ξανθιά μακριά αλογοουρά της για να μυρίσει έστω και στιγμιαία το μέλι των ατελείωτων μαλλιών της. Ούτε θα στεκόταν ξανά, τυχαία, στην πόρτα του γραφείου, την ώρα που εκείνη περνούσε φέρνοντας τα γραπτά, για να ακουμπήσει ασυναίσθητα την παλάμη του στη λυγερή της μέση. Και να ανατριχιάσει ολόκληρος-μετά από τόσα χρόνια. Μόνο από την αύρα ενός κορμιού.
Όχι αγαπητοί μου, δεν χρειαζόταν να τα ξαναπεράσει όλα αυτά, γιατί ήταν ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που με την μαθηματική απαράβατη λογική του ήταν σε θέση να ελέγξει απολύτως τα αισθήματά του. Τις πηγές κάθε ανθρώπινης αδυναμίας δηλαδή. Αυτό εξάλλου ήταν που ονόμαζε πάντα δύναμη χαρακτήρα. Και πλέον είχε την ευκαιρία να αποδείξει ατράνταχτα ότι την κατείχε. Αφ’ ενός στον εαυτό του και μετά στους μικροπρεπείς, σάτυρους φίλους του που τον εκνεύριζαν συστηματικά –χωρίς βεβαίως ποτέ να εκδηλώνεται-με λάγνα σχόλια για την καραμελένια βοηθό του. Μήπως αυτοί δεν ήταν που του προκάλεσαν στο κάτω κάτω εξ’ αρχής αυτή την αρρώστια; Με τις πορνογραφικές τους φλυαρίες για τα «υποσχόμενα» μάτια της, και τα «γενναιόδωρα» χείλη της και τον «λαχταριστό» λαιμό της και το «φιλόξενο» στήθος της και τις «αγαλματένιες» γάμπες της και, και, και… και τέλος πάντων πότε προλάβαιναν οι πρεσβύωπες πορνόγεροι και τα έβλεπαν και τα ανακαλούσαν τόσο αναλυτικά όλα αυτά, αφού ούτε δεκάλεπτο δεν τους άφηνε να μείνουν στο γραφείο του; Ε; Ή μήπως την έβλεπαν και «αλλού» και «αλλιώς»; …
Αλλά όχι, δεν τον ενδιέφερε αυτό. Δεν θα ενέδιδε σε τέτοιου είδους ύπουλους και ταπεινούς αντιπερισπασμούς του πόθου. Αυτός ήταν Πιστός. Στην ουσία της οικογένειας, στα επαγγελματικά του όρια και στην ανδρική του αξιοπρέπεια. Και έτσι θα έμενε. Δεν θα άφηνε ποτέ κανένα πειρασμό να τον κλονίσει. Καμία ονείρωξη να του στρεβλώσει την λαμπρή του πραγματικότητα. Ήδη πενήντα ετών, κοντά είκοσι χρόνια στο Πανεπιστήμιο, δεν είχε δώσει ποτέ, κανένα δικαίωμα σε κανέναν να αμφισβητήσει το ήθος του. Άμεμπτος. Είχαν όλοι να το λένε. Κι αν πέρασαν φοιτήτριες και φοιτήτριες από αυτή την πόρτα Με όλες τις πιθανές διαθέσεις και αμφιέσεις. Δεν έριξε ποτέ ούτε ματιά σε ντεκολτέ-ούτε στα πιο αβυσσαλέα-, δεν χάζεψε ποτέ νεανικά οπίσθια-ακόμα και των πιο καλλίπυγων. Ακόμα και στα νιάτα του. Αυτά ήταν για τους αδύναμους.
Δεν θα χαλούσε τώρα δα αυτή την τέλεια αυστηρή εικόνα που έφτιαξε με τόσο σκληρή δουλειά και εγκράτεια για μία χαζομάρα, έναν γεροντοέρωτα.
Και μάλιστα φτιαχτό, υποβαλλόμενο από ένα τσούρμο λυσσαλέων ηλιθίων που περνάνε κρίση ηλικίας και ξεδιάντροπα λιγουρεύονται κοριτσάκια με τα μισά τους χρόνια. Αυτός δεν ήταν σαν κι αυτούς. Αυτός αγαπούσε τη γυναίκα του, τη σύντροφο με την οποία είχε περάσει τη μισή του ζωή, που του είχε κάνει τα παιδιά του, που τον είχε στηρίξει σε κάθε αναποδιά προσωπική και επαγγελματική, που μπορούσε πάντα να της πει τα πάντα. Εκτός από αυτό τώρα… Τη σεβόταν τη γυναίκα του και δεν είχε σκοπό να τη θίξει ποτέ μα ποτέ.
Μπορεί να μην είχαν την πιο έντονη ερωτική ζωή τα τελευταία χρόνια, αλλά ήταν μια γυναίκα αφοπλιστικά έξυπνη και για την ηλικία της ωραιοτάτη και ναι, μπορούσε ίσως και να την ποθεί ακόμα και να ανανέωνε άρδην τη σεξουαλικότητά τους άμα ήθελε. Και μπορεί τελικώς αυτή η τόσο μακροχρόνια αποχή τους από το σεξ -που άλλωστε ας μη ξεχνάμε είναι μια οργανική ανάγκη σαν το φαγητό και το νερό-να έφταιγε για το γεροντοξεκούτιασμά του. Ναι αυτό ήταν. Το σώμα του πεινούσε. Τόσο απλό.
Αποφάσισε λοιπόν να μη χάσει καιρό. Απόψε κιόλας θα έκανε επιτέλους ξανά έρωτα με τη γυναίκα του μετά από τόσους μήνες-τι μήνες μπορεί να είχε περάσει και χρόνος αν όχι παραπάνω...Και μετά ίσως να πήγαιναν και ένα ταξίδι μαζί. Να θυμηθούν τα παλιά. Και θα ξεχνούσε μια για πάντα τη μικρή σειρήνα. Και κατ’ ανάγκη θα την απάλλασσε κιόλας από τα καθήκοντά της. Ουδείς αναντικατάστατος. Όσο και αν αυτό αντιτασσόταν στις αρχές του…Τέλος πάντων θα προφασιζόταν κάτι σοβαρό, θα έβρισκε λύση… αν κάτι τώρα επειγόταν ήταν να πάει να αγκαλιάσει τη γυναίκα του και όλα τα επακόλουθα. Να ξαναβρεί τον εαυτό του. Ήδη του έλειπε. Πως δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα;
Έφτασε σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Η γυναίκα του καθόταν στον υπολογιστή και κάτι κοίταζε–τον καλωσόρισε αφηρημένα. Στάθηκε και την κοίταξε για λίγο πριν πλησιάσει. Ε, καλά, δεν ήταν φρέσκια όπως όταν την είχε πρωτογνωρίσει, 25 ετών κοριτσόπουλο, αλλά εξακολουθούσε να είναι αδύνατη καλοστεκούμενη και με τα μάτια της να λάμπουν. Πλησίασε και κλείνοντας τα μάτια τη χάιδεψε και τη φίλησε απαλά πίσω από το αυτί κατεβαίνοντας μέχρι τη βάση του λαιμού και παραμένοντας για λίγο εκεί. Μετά, πιάνοντάς την σφιχτά από το χέρι, την τράβηξε ανυπόμονα χωρίς καν να την κοιτάει προς την κρεβατοκάμαρα. Αυτή από την αρχή σάστισε, έκανε μερικές περιπαιχτικές γκριμάτσες απορίας, έκανε να πει κάτι, γέλασε αλλά τελικώς ακολούθησε πρόθυμα. Πήγαινε τόσος καιρός βλέπεις…
Ο καθηγητής έκλεισε ασυναίσθητα αλλά εσπευσμένα το φως και την έριξε στο κρεβάτι. Ήταν ήδη ερεθισμένος. Της έβγαλε την μπλούζα σχεδόν βίαια φιλώντας της λαίμαργα και για ασυνήθιστα πολύ ώρα τους ώμους, της άφησε μια ρουφηξιά στο λαιμό, της χάιδεψε βιαστικά το στήθος και βούτηξε το πρόσωπό του στα μαλλιά της, τραβήχτηκε όμως γρήγορα από εκεί μανιασμένος λες και δεν βρήκε αυτό που έψαχνε… Εκείνη, ενώ άλλοτε ήταν αυτή που έπαιρνε τις πρωτοβουλίες, είχε αφεθεί τώρα στα χέρια του σχεδόν τρομαγμένη, μην έχοντάς τον δει ποτέ ξανά έτσι ορμητικό και σθεναρό. Ακόμα και τότε, τον καιρό εκείνο των πρώτων ερώτων, οι συνευρέσεις τους ήταν ήσυχες και τρυφερές. Χωρίς πάθος. Τώρα η γλώσσα του ήταν στον αφαλό της και τα χέρια του μάλαζαν άγρια τη μέση της. Σχεδόν την πονούσε. Κατάλαβε ότι η στύση του ήταν ήδη υπέρ τω δέων σφριγηλή και από την μία χαιρόταν και τον λαχταρούσε- είχε ανάψει εξάλλου και αυτή και θυμήθηκε ξανά πόσο της άρεσε αυτή η έξαψη- από την άλλη όμως κάτι την εμπόδιζε να κολακευτεί-αντιλαμβανόταν δύσθυμα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά σε όλο αυτόν τον ξαφνικό του πόθο.
Ήταν και αυτές οι βραδινές πρόσφατες ανησυχίες του… Ανασταλτικές αμφιβολίες άρχισαν να της γρατζουνούν ενοχλητικά το μυαλό.
Έτσι, όταν μετά από μια, μάλλον σύντομη, συνοπτική θα έλεγες, περιήγηση του στο υπόλοιπο σώμα της –πάλι σα να έψαχνε κάτι απεγνωσμένα και να μη το έβρισκε, χέρια βιαστικά εδώ και κει-μπήκε μέσα της τελικά με δύναμη, απλώς κατεβάζοντας το παντελόνι του-δεν είχε καν προλάβει να γδυθεί από τη βιασύνη του-, βογκώντας και με τα μάτια ερμητικά κλειστά, εκείνη του φώναξε οργισμένη
«Κοίταξέ με, θέλω να με κοιτάς –άνοιξε τα μάτια, σε παρακαλώ …
κοίταζέ με αλλιώς άσε με -άσε με άσε με σου λέω δεν θέλω-με πονάς με πονάς- μη...»
Αλλά εκείνος φυσικά ούτε την άκουγε ούτε την έβλεπε. Εκείνη τη στιγμή τελείωνε ασθμαίνοντας ικανοποιημένος στη γλώσσα της ηδονής στο αλαβάστρινο κορμάκι της σειρήνας του. Χωρίς καμία ενοχή. Άμεμπτος όπως πάντα.

2 comments:

  1. τελικα...
    δεν απατησε ο κυριούλης.

    παρα μονο νοερα :P

    ReplyDelete