Saturday, January 31, 2009

Ο ανθρωπάκος


Ο ανθρωπάκος έχει πια φτάσει σε μεγάλη ηλικία
και μορφές δεν έχει σταματήσει να αλλάζει:
πότε τραπέζι, πότε αερικό, πότε κανάτα
πότε νερό, πότε γη, πότε αγιάζι.

Πριν χρόνια,
μόλις βγήκε από τα φασκιά του,
είχε αγαπήσει ένα αντικείμενο λίγο καιρό,
ένα παιδικό ψαλίδι θα ‘τανε, χρωματιστό.
Και ψαλίδι κι έγινε, μια και ψαλιδιές πια μόνο αξίωνε.
Μα έφτασε κι έκοψε τον εαυτό του
κ’ είπε θα γίνει λευκός σα γάζα
να δέσει τις πληγές του.
Μ’ απ’ την πολλή ασπρίλα π’ άσπρισε το πρόσωπό του
τρόμαξε πως έχασε χρώμα και όλη τη σπιρτάδα.
Κ’ είπε θα γίνω σπίρτο ν’ ανάβω και να καίω.
Μα το σπίρτο έσβησε αστραπιαίο
Οπότε άλλαξε ευθύς κι έγινε στυλό
στο χρόνο ανεξίτηλο.

Γι’ αυτό τα χρόνια πέρασαν και δε θυμάται πόσα
απ’ τις πολλές αλλαγές που πλέον δεν ξέρει
ο δείκτης επιλογής τους για πού έχει βάλει ρότα.
Μα στο μυαλό του πάντα,
κάτι απ’ όλα του ‘χει απομείνει:
μια χαρακιά στο μπούτι, ένας σφιγμένος κόμπος στο λαιμό,
κάτι καψίματα στα δάχτυλα και για να γράφει ένα στυλό.

Μονάχα το σκοτάδι δεν αντέχει
γιατί τριγύρω του τίποτα δε βλέπει.
Μένει λοιπόν μορφής άνευ
εφόσον με το μάτι δεν έχει τι ν’ αντιγράψει.
Και φοβισμένα αρχίζει να το χάνει
καθώς εστιάζει στο πηχτό μαύρο μπροστά του
και αλληθωρίζει άσχημα
μπας και μαζέψει μια χούφτα σκιά
κάτι να πλάσει από το κενό της.

Γι’ αυτό το στυλό του παίρνει
και ζωγραφίζει στο χαρτί αράδες
μόλις ξημερώσει φως
να γίνει αυτό που μεσ’ το σκοτάδι νόμιζε πως έβλεπε.
Ένα βράδυ κλείστηκε σε κάμαρα πίσσα από το έρεβος
και όσο κι αν ζωγράφιζε το ξημέρωμα δεν ερχόταν.
Έως ότου ψαχούλεψε και βρήκε με τα δάχτυλα ένα πόμολο
και άνοιξε μα πάλι κάμαρα με σκοτάδι.
Ξανακοίταξε τυφλός για πόμολο και βρήκε,
μα πάλι σε σκοτάδι βγήκε.
Έντρομος το επόμενο άνοιξε ξανά και ξανά τα ίδια.
Στο τέλος, πόρτα με την πόρτα
κάποια στιγμή το σκότος έφυγε, είχε πια ξημερώσει.
Μ’ αυτός είχε μείνει να ανοιγοκλείνει πόρτες χωρίς τέλος
τη μία μέσα στην άλλη.
Μέχρι που άνοιξε τα κλειστά του μάτια αποκαρδιωμένος
και μπήκε πιο πολύ φως
και είχε γύρω του ΤΑ ΠΑΝΤΑ:

Ένας κήπος που τελείωνε σε ουρανό.
Είχε μέσα τραπέζια, παιχνίδια παιδικά,
ανθρώπους ενηλίκους, ζέβρες που συζητούσαν,
προφυλακτικά μεταξύ τους να κάνουν τσιγάρο,
σύννεφα πάνω πολλά και κάτασπρα,
από πίσω κάτι πολύ μακρινές βροντές.
Κάτω όλο πράσινο μα και μωβ και βερικοκί.
Μα ναι, και δέντρα πολλά
και δάση ολόκληρα τα φανάρια των δρόμων.
Και ο κήπος ήταν μια πόλη
και η πόλη μια ζούγκλα
και η ζούγκλα ήταν ευτυχία
γιατί δεν του έλειπε πλέον τίποτα.
Είχε όμως απορήσει, βλέποντας τόσα πολλά συγχρόνως
η μορφή του τι να ‘χε απογίνει
στους άλλους πώς να έδειχνε;
Θέλησε λοιπόν να βρει κι έναν καθρέφτη,
Μα καθρέφτη δε βρήκε.
Γιατί τόσο τέλειο ήταν το μέρος που καθρέφτη δεν του έδινε.

Δεν τον ξαναείδε κανείς από τότε.
Και ούτε κι εκείνος είδε κανέναν φυσικά!


Η εικόνα είναι έργο του καλλιτέχνη Steve Amsden
και βρέθηκε στο site tou.

No comments:

Post a Comment