Thursday, December 18, 2008

Σαν παραμύθι...


Ζούσε σ’ ένα παραμύθι. Από εκείνα τα συννεφιασμένα που ξαφνικά ξεσπάνε σε κλάματα και έρχεται το ουράνιο τόξο να σπάσει τη μονοτονία του καθαρού γαλαζοαίματου –πια- ουρανού. Το δικό της παραμύθι είχε όλα τα στοιχεία από εκείνα που διάβαζε όταν ήταν παιδί. Ακόμα διαβάζει για να ζει. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είχε μία άμαξα –κολοκύθα που την πήγαινε στους παιδικούς σταθμούς για να διαβάζει παραμύθια σε παιδιά που αρχίζουν να ξεχνούν το νόημα τους. Ήταν φίλη με εφτά νάνους που την πρόσεχαν από τον ψεύτη Πινόκιο. Είχε μια κόκκινη μπέρτα σαν άλλη κοκκινοσκουφίτσα. Έτρωγε δηλητηριασμένα μήλα από τα φυτοφάρμακα που δεν της κάθονταν, όμως, στο λαιμό. Ο παππούς της φύτεψε , σαν παιδί, μια φασολιά που ήθελε να φτάσει τον ουρανό για να δει το θολωτό βασίλειο. Τα δάχτυλα της ήταν τσιμπημένα από αδράχτια καθώς ύφαινε ιστούς απλούς και περίπλοκους. Είχε κρύψει σε ένα κουτί έναν μολυβένιο καρυοθραύστη με ένα πόδι και μία ξύλινη μπαλαρίνα για να μην τους βρει ο αρλεκίνος και τους χωρίσει. Τάιζε έναν μαύρο γάτο, τον Γρουσούζη, πιστεύοντας ότι ήταν ο δικός της παπουτσωμένος γάτος. Είχε προσπαθήσει να του φορέσει μπότες αλλά δεν της δέχτηκε με την προσμονή που εκείνη περίμενε. Μια φορά το μήνα έχανε τη φωνή της, σαν την γοργόνα και μιλούσε τη νοηματική. Κρατούσε φυλακισμένο ένα τριαντάφυλλο, προσπαθώντας να το αποτρέψει να χάσει τα πέταλα του για να μην χαθούν τα τέρατα του σήμερα. Επισκεπτόταν την γριά θεία της που είχε συντροφιά έναν λαγό που βιαζόταν συνεχώς και κοίταζε το ξεχαρβαλωμένο ρολόι τοίχου κάθε φορά που ο λεπτοδείκτης κουνιόταν ένα χιλιοστό του χιλιοστού. Πήγαινε στον κήπο με τις πάπιες και περίμενε πότε το ασχημόπαπο θα αλλάξει μορφή. Ζούσε κλεισμένη σε ένα πύργο που τον φυλούσαν δράκοι, μάγισσες, κακοί λύκοι και μονόφθαλμοι γίγαντες. Όταν ήθελε να ξεφύγει, ερχόταν ένας φτερωτός μονόκερως να την μεταφέρει στην μαγική κολοκύθα με τα ποντίκια καβαλάρηδες και εκείνη αποκοίμιζε τους αιώνιους φύλακες της παίζοντας τη μαγική άρπα και βάζοντας την χήνα με τα χρυσά αυγά δίπλα τους για να νιώσουν την ανάσα της ετοιμόγεννης. Έτσι, γλύτωνε για μερικές ώρες και ξέφευγε από το παραμύθι για να περπατήσει, όχι σε δάση, ούτε σε ξέφωτα, αλλά σε τσιμέντο και πίσσα αναμεμιγμένη με χαλίκια.

Μία φορά παραλίγο να καταλάβουν πως κάθε τόσο τους ξέφευγε γιατί η άσφαλτος ήταν πρόσφατα στρωμένη και τα ξυλοπάπουτσα της μαζί με τις οπλές των αλόγων κόλλησαν στην πίσσα. Όμως, κατά ένα παράξενο τρόπο, όταν γύρισε πίσω στο πέτρινο παλάτι της, τα ίχνη της αντιηρωικής της εξόδου είχαν εξαφανιστεί. Τότε, για πρώτη φορά, πίστεψε στη μαγεία. Από τότε, προσπαθούσε να βρει αφορμή να κάνει λάθη μήπως και η μαγεία ξανά εμφανιστεί.

Ένα απόγευμα, βαρέθηκε να περιμένει και αποφάσισε να κατασκοπεύσει τις ζωές των άλλων για να δει αν είναι διαφορετικές από τη δική της. Συνάντησε μια Ιουλιέτα που περίμενε τον Ρωμαίο να της φέρει το φόρεμα από το καθαριστήριο, μια Χιονάτη μέσα σ’ ένα γυάλινο φέρετρο γιατί η ανάσα της είχε κοπεί από τα δακρυγόνα καθώς διαμαρτυρόταν ενάντια σε όσους δεν πίστευαν στην ύπαρξη της, μια Κοκκινοσκουφίτσα να παίζει τρίλιζα με έναν άσπρο λύκο, μια ξύλινη μαριονέτα να προσπαθήσει να πείσει την πωλήτρια ότι είναι πραγματικό αγόρι και ότι μπορεί να αγοράσει καινούργια ρούχα για το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς που γινόταν στο κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης, αν ποτέ γιατρευόταν η ασθένεια του ύπνου, που είχε προκληθεί από τη μύγα τσε- τσε που την είχε τσιμπηθεί στο βασιλικό χορό της Σταχτοπούτας, έναν Χάνσελ και μία Γκρέτελ, βασιλιάδες της σοκολατοβιομηχανίας, μια Αλίκη βυθισμένη στη χώρα της πραγματικότητας να δικάζεται από την Ντάμα με τα μαύρα τριαντάφυλλα, μια γοργόνα που ήθελε να πείσει τους ανθρώπους να κατέβουν να ζήσουν στον βυθό, έναν…

Παραδομένη στις ζωές των άλλων θυμήθηκε την ύπαρξη της δικής της και τον πέτρινο ουρανοξύστη , όπου ζούσε. Αντιλήφθηκε πως η δική της ζωή δεν ήταν παραμύθι. Δεν ζούσε καν. Ίσως…

Κάτι έλειπε για να μπορεί και η δική της ιστορία να γραφτεί σε κατάστιχα και να βρεθεί αργότερα σε σπαράγματα παπύρων, ώστε να την θυμούνται όλοι. Η δικιά της ζωή δεν είχε βασιλιάδες, ούτε παλάτια, ούτε μάγους, ούτε δράκους. Τα φανταζόταν, λοιπόν, όλα;

Ξάπλωσε στο ξύλινο ντιβανομπάουλο που κάποτε είχε τη μορφή του κρεβατιού με τον ουρανό και έκλεισε τα μάτια. Ονειρεύτηκε τα παραμύθια που διάβαζε και εκείνα που είδε καθώς έψαχνε. Ήταν δύο όψεις δύο διαφορετικών νομισμάτων. Αν ήθελε να ανήκει και εκείνη κάπου έπρεπε να ενώσει τα δύο νομίσματα. Αλλά ύστερα θυμήθηκε πως δεν είχε ποτέ της χρήματα. Ούτε χοντρά, ούτε ψηλά. Τι να έκανε για να βρει; Να μεταμορφωνόταν σε πεταλούδα που πέταγε μόνο τη νύχτα ή να κουλουριαζόταν στα πόδια του μετρό περιμένοντας να πέσει κάτι στην χαραγμένη παλάμη της, ώσπου κάποιος να της διαβάσει τη μοίρα της; Άνοιξε τα καρβουνιασμένα μάτια της, σήκωσε τα κολλημένα τσίνορα της, προσπάθησε να ξεθολώσει την όραση της και κοίταξε δίπλα στο χαρτόκουτο που είχε για κομοδίνο. Πάνω του γυάλιζε κάτι.

Ένα νόμισμα. Αφημένο από τη δικιά της νεραϊδονονά.

Το έβαλε στην παλάμη της και ένιωσε το παγωμένο του αίμα να κυλά και στις δικές της φλέβες. Η μία του όψη είχε ένα ραβδί, σύμβολο του παραμυθιού και η άλλη, ένα τούβλο, εκείνο της πραγματικότητας του αιώνα, στον οποίο είχε εγκλωβιστεί το σώμα της. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το καυσαέριο από τα φουγάρα της σοκολατοβιομηχανίας του Χάνσελ και της Γκρέτελ ζωγράφιζε τον ουρανό συννεφιασμένο και κατσούφη. Ο Γρουσούζης τρίφτηκε και κουλούριασε την φουντωτή ουρά του γύρω από την γυμνή γάμπα της. Το χρυσόψαρο τον προκάλεσε πηδώντας μέσα από τη γυάλα και ξανά πάλι, κρύφτηκε βιαστικά μέσα της. Ανάμεσα στα σμιχτά γκρίζα φρύδια του ουρανού είδε ένα ζευγάρι φτερά να χτυπάνε το ένα το άλλο και άκουσε χλιμίντρισμα αλόγου.

Λοιπόν, υπάρχεις, σκέφτηκε και τον κοίταξε ευθεία στα αλογίσια μάτια του. Το χρώμα τους θύμιζε τα δικά του. Ήρεμα έγειρε την μαύρη φτερωτή του πλάτη και τίναξε την λευκή του χαίτη προς τη φορά του Βορά. Ανέβηκε πάνω του, αγκαλιά με τον γάτο που δε ξεχώριζε ανάμεσα στη μαυρίλα του άλλου ζώου. Χώθηκε φοβισμένα στο άνοιγμα της μπλούζα της πριν αρχίσει να τρέμει. Γύρισε για λίγο το κεφάλι της και κοίταξε το σχεδόν άδειο δωμάτιο του πύργου της. Ίσως της έλειπε λιγάκι… έπρεπε να το ομολογήσει. Αλλά η στιγμή του δισταγμού κράτησε λίγο και τα φτερά χαστούκισαν μανιασμένα την ανάσα του αγέρα. Πρόλαβε να διακρίνει για τελευταία φορά το χρυσόψαρο να αναπηδά στη γυάλα και τον γάτο να πηδάει από την αγκαλιά της για να το πιάσει. Άκουγε το νιαούρισμα του καθώς έτρεχε αλαφιασμένος στο δωμάτιο –ίσως κυνηγούσε κάποιο από τα ποντίκια που κράταγαν εκείνες τις στιγμές, το καμουτσίκι στην άμαξα – κολοκύθα.

Απότομη προσγείωση. Προσδεθείτε. Ένιωσε το σώμα της να σκληραίνει στην προσπάθεια να βγάλει φτερά. Αγγέλου, αετού ή νυχτερίδας, δεν έμαθε ποτέ. Γιατί δεν τα έβγαλε. Τώρα, όμως, στην μιας εβδομάδας στρωμένη άσφαλτο χαμογελούσε γιατί πίσω της έβλεπε το φτερωτό άλογο με εκείνη να το ιππεύει, τη Χιονάτη να την καλεί για δείπνο με μη –δηλητηριασμένα μήλα, την γοργόνα για κρουαζιέρα στις επτά θάλασσες, την Αλίκη για τσάι στον τρελό καπελά και το χαμόγελο της γάτας Chesire να γίνεται ένα με το δικό της…

1 comment: